Συνέντευξη

Δημήτρης Κερκινός: «Οι Ελληνες δε θέλουν να θεωρούνται Βαλκάνιοι, ενώ είναι.»

στα 10

Ο προγραμματιστής του τμήματος «Ματιές στα Βαλκάνια» του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τραβά τη ματιά μας στο σινεμά της περιοχής μας και στη θέση της Ελλάδας μέσα (ή δίπλα...) σ’ αυτό.

Δημήτρης Κερκινός: «Οι Ελληνες δε θέλουν να θεωρούνται Βαλκάνιοι, ενώ είναι.»

Το τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια» υπάρχει σταθερά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης από το 1994. Ο Δημήτρης Κερκινός είναι ο Υπεύθυνος Προγράμματος του τμήματος από το 2002. Μέσα στη δεκαετία που με πάθος συστήνει στο ελληνικό κοινό τον κινηματογράφο των γειτόνων, άλλαξαν ριζικά και τα Βαλκάνια και το σινεμά τους, αλλά και ο τρόπος που εμείς αντιμετωπίζουμε και τα δυο. Ο Δημήτρης Κερκινός μιλά με έντονη άποψη και μεγάλη αγάπη για τον κινηματογράφο που κάνει και τους Ελληνες να γνωρίσουν καλύτερα τον πολιτισμό τους.

Ποια είναι τα κριτήριά σου όταν επιλέγει ταινίες για τις «Ματιές στα Βαλκάνια» και ποιοι είναι οι στόχοι του τμήματος;

Οταν ξεκίνησα να κάνω το βαλκανικό τμήμα υπήρχε μια μεγάλη προκατάληψη για τον κινηματογράφο απ’τα Βαλκάνια. Ηταν ένας κινηματογράφος τον οποίο σε μεγάλο βαθμό δεν τον γνωρίζαμε. Πιθανώς να ξέραμε τον Μακαβέγιεφ, τον Γκιουνέι, ή τον Φατίχ Ακίν, αλλά πέρα απ’ αυτούς δε γνωρίζαμε πολλά πράγματα. Αυτοί είχαν ένα διεθνές στάτους και τους βλέπαμε ως αναγνωρισμένους σκηνοθέτες, Ευρωπαίους, που παρεμπιπτόντως ήταν απ’τα Βαλκάνια. Υπήρχε αυτή η προκατάληψη και ο στόχος μου ήταν, αρχικά, να προσπαθήσω να γεφυρώσω το χάσμα. Δηλαδή να αναδείξω τις ομοιότητες, τα στοιχέια που μας συνδέουν γιατί κι εμείς είμαστε μία βαλκανική χώρα. Στην αρχή ήταν κάπως δύσκολο γιατί δεν υπήρχαν και πάρα πολλές ταινίες, ήταν η παραγωγή πιο μικρή και πιο προβληματική.

Με την πάροδο του χρόνου είχαμε δύο κινηματογραφίες, την Τουρκική και τη Ρουμάνικη, οι οποίες ανέβηκαν πάρα πολύ και άρχισε να υπάρχει κι ένα ενδιαφέρον γενικότερα για τον βαλκανικό κινηματογράφο, οπότε η δουλειά μου έγινε πιο εύκολη. Σκηνοθέτες που έπαιρναν βραβεία, ταινίες που έβρισκαν διανομή, οπότε άρχισα κι εγώ ν’ απελευθερώνομαι και να κοιτάω το καλλιτεχνικό κομμάτι περισσότερο. Αλλά πάντα αυτό που μ’ ενδιέφερε ήταν ν’ αναδείξω την ανθρωπολογική πλευρά των ταινιών, δηλαδή να δείξω ταινίες που, πέρα από την καλλιτεχνική αρτιότητα και σημασία τους, να μας δείχνουν λίγο πώς έιναι οι γείτονές μας, τα προβλήματα που έχουν και να συνειδητοποιήσουμε ότι λίγο πολύ είμαστε παρόμοιοι άνθρωποι, έχουμε παρόμοιες κουλτούρες. Μ’ ενδιαφέρει μια ταινία να έχει ένα κοινωνιολογικό υπόβαθρο.

Σε όλα τα χρόνια που λειτουργεί το τμήμα, έχεις παρατηρήσει αλλαγή στην αντιμετώπισή του από το κοινό;

Εχουμε πάει απ’ το ένα άκρο στο άλλο. Στην αρχή υπήρχαν πάρα πολλά κλισέ. Πολλοί προσέγγιζαν τις βαλκανικές ταινίες βάσει κλισέ, δηλαδή ταινίες τύπου Κουστουρίτσα, μουσική τύπου Μπρέκοβιτς, λίγο μιζέρια, λίγο καταραμένοι... Οσο ανέβαινε το επίπεδο παραγωγής, άρχισε ο κόσμος να βλέπει και πιο ενδιαφέρουσες ταινίες, καλλιτεχνικά μιλώντας, σταμάτησε να βλέπει ταινίες για τον πόλεμο, αλλά άρχισε να συναντά κι άλλες θεματικές και να παρακολουθεί και κάποιους σκηνοθέτες. Δηλαδή ο Τσεϊλάν είναι ένας σκηνοθέτης ο οποίος δε χρειάζεται συστάσεις, δεν έρχεται καν στο Φεστιβάλ πια, βγαίνει κατ’ ευθείαν στη διανομή. Το ίδιο και ο Καπλάνογλου. Εγινε κάτι παρόμοιο με ό,τι έγινε με τον ιρανικό κινηματογράφο, ή τον κορεάτικο. Εξοικειωθήκαν οι θεατές μαζί του, έμαθαν ν’ αναγνωρίζουν σκηνοθέτες κι έχουν μια εμπιστοσύνη σ’ αυτές τις ταινίες. Αν μη τι άλλο ξέρουν τι θα δουν. Υπάρχει πια μια σταθερότητα στις ταινίες, ο κόσμος δεν απογοητεύεται. Τους αρέσει το μαύρο χιούμορ, άρχισαν και ν’ απελευθερώνονται, δηλαδή να αισθάνονται ως Βαλκάνιοι ότι αυτά τα πράγματα τους αφορούν, μπορούν να ταυτιστούν σ’ ένα σημείο.

Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία από τις «Ματιές στα Βαλκάνια» φέτος;

Το «Loverboy» είναι από τις αγαπημένες μου, παρότι είχα κάποιους ενδοιασμούς στην αρχή, ήταν λίγο παρωχημένο το θέμα, για την πορνεία, το έχουμε δει πολλές φορές, αλλά τελικά ήταν μια ταινία πολύ κινηματογραφική κι αισθητικά πολύ ωραία. Επίσης το τούρκικο «Press»: φέτος υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στο βαλκανικό τμήμα. Πέρα απ’ το ταλέντο των σκηνοθετών που το έχουν αποδείξει τα προηγούμενα χρόνια, πλέον έχουμε ταινίες οι οποίες έχουν μια οικουμενική απήχηση. Δηλαδή ξεκινούν από ένα θέμα τοπικό αλλά ο τρόπος που το προσεγγίζουν είναι οικουμενικός. Στο «Press» το τοπικό πλαίσιο είναι η λογοκρισία τη δεκαετία του ’90, με τους Κούρδους και τα προβλήματα που είχαν οι δημοσιογράφοι, αλλά τελικά είναι και μια ταινία για το ρόλο του Τύπου, για το ποια είναι η αλήθεια, η αντιπαράθεση με την είδηση και το πώς ο δημοσιογράφος πρέπει να συμπεριφέρεται κάτω από δύσκολες συνθήκες, το οποίο είναι κι αυτό ένα οικουμενικό θέμα.

Τι σημαίνει για σένα ότι καταργήθηκε το Bulkan Fund;

Το ωραίο με το Bulkan Fund ήταν ότι παίρναμε μια ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος. Δηλαδή έβλεπες μια ταινία να γεννιέται, ερχόταν ένα σενάριο, ενδεχομένως βραβευόταν, μετά μπορεί να την προβάλλαμε ως work in progress, μετά παιζόταν στο πρόγραμμα, κι ήταν μια ταινία που ξεκινούσε την πορεία της απ’τη Θεσσαλονίκη. Κι επίσης όλο αυτό το στοιχείο του Φεστιβάλ που εστίαζε στα Βαλκάνια το θεωρώ πολύ σημαντικό γιατί είναι τέτοιος ο ανταγωνισμός στα Φεστιβάλ που θέλεις να έχεις κάτι πιο εξειδικευμένο. Καταλαβαίνω την επιθυμία του κ. Εϊπίδη να μεγαλώσει η Αγορά και οι συμπαραγωγές να γίνονται και με άλλες χώρες, αλλά θεωρώ ότι δεν έπρεπε να καταργηθεί το Bulkan Fund, ήταν ένα στοιχείο της ταυτότητας του Φεστιβάλ και με στενοχώρησε η κατάργσή του.

Εφόσον η Ελλάδα είναι μέρος των Βαλκανίων, γιατί στο τμήμα δε συμπεριλαμβάνονται ελληνικές ταινίες;

Αυτό είναι μια πάρα πολύ μεγάλη κουβέντα. Εχει να κάνει όχι μόνο με την Ελλάδα, αλλά με όλα τα Βαλκάνια, από την άποψη ότι τα Βαλκάνια είναι το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης. Δεν είναι μια γεωπολιτική, αλλά μια πολιτισμική κατηγορία. Ανάλογα με την πολιτική περίοδο αυτή η κατηγορία αλλάζει. Παλαιότερα είχαμε το κομμουνιστικό μπλοκ, η Ελλάδα ήταν έξω απ’ αυτό, συνεπώς νοιώθαμε ότι είμαστε Ευρωπαίοι. Η μόνη διαφοροποίηση της Ελλάδας από τα υπόλοιπα Βαλκάνια είναι αυτά τα 45 χρόνια που εμείς δεν είμαστε στο ανατολικό μπλοκ. Οταν αυτό έπεσε, η έννοια των Βαλκανίων αναθεωρήθηκε πάλι και άλλαξε η κατηγοριοποίηση. Πλέον το κομμουνιστικό μπλοκ το λέμε Ανατολική Ευρώπη, η έννοια των Βαλκανίων επανήλθε και συμπεριέλαβε και την Ελλάδα. Πολιτισμικά είμαστε το ίδιο πράγμα. Η Ελλάδα είναι μια Βαλκανική χώρα. Οι Ελληνες δε θέλουν να θεωρούνται Βαλκάνιοι, ενώ είναι.

Εγώ θεωρούσα ότι έπρεπε να υπάρχουν ελληνικές ταινίες στο βαλκανικό πρόγραμμα, αλλά ποτέ, μ’ όσους Ελληνες σκηνοθέτες το έχω συζητήσει, δεν τους άρεσε η ιδέα. Οι ίδιοι οι Ελληνες μιλούσαν για τους άλλους Βαλκάνιους με κάποια υπεροψία. Και κάποια στιγμή που τέθηκε ανεπίσημα το θέμα στο Φεστιβάλ να έχουμε τις ελληνικές ταινίες σε διάφορα τμήματα, το οποίο εγώ το θεωρώ καλό, για να αναμετριώνται με τις διεθνείς παραγωγές, υπήρχε μία επιφυλακτικότητα. Εγώ θα ήθελα πάρα πολύ να έχω κάποιες ελληνικές ταινίες, έστω μία – δύο, που ταιριάζουν στο πρόγραμμα. Αλλά θεωρώ ότι για τους Ελληνες σκηνοθέτες αυτό είναι ακόμα ταμπού. Οπότε υπάρχει ένα τμήμα που μιλάει για τα Βαλκάνια χωρίς να συμπεριλαμβάνει την Ελλάδα, το οποίο για μένα είναι παράδοξο. Αλλά τελικά, εκεί που καταλήγω, είναι ότι το τμήμα είναι η ματιά των Ελλήνων στα Βαλκάνια. Ετσι το’χω δεχτεί.

Διαβάστε περισσότερα για το τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια» εδώ, για το αφιέρωμα στον Ερντέν Κιράλ και παρακολουθείτε καθημερινά τις κριτικές του Flix για τις ταινίες του 52ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.