Ενα σχέδιο της Σολβέιγκ Ανσπαχ, το «Νεαροί Εραστές» έγινε τελικά ταινία από την Καρίν Ταρντιέ, ένα φιλμ που έχοντας στο κέντρο του τη Φανί Αρντάν και τον Μελβίλ Πουπό αφηγείται μια ιστορία για έναν απαγορευμένο έρωτα, καθώς η ζωή συνεχίζει αμείλικτα να τρέχει πάνω από τις ανθρώπινες αποφάσεις.
Στο Flix, η Γαλλία σκηνοθέτης μιλάει για τη σημασία του να συνεχίζεις να ζεις, να δοκιμάζεις, να υπερβαίνεις τον εαυτό σου.
Μελβίλ Πουπό, Φανί Αρντάν, Καρίν Ταρντιέ στο Φεστιβάλ της Ρώμης
Η ταινία ήταν ένα σχέδιο της Σολβέιγκ Ανσπαχ. Πώς αποφασίσατε να το υλοποιήσετε εσείς μετά το θάνατό της;
Γνώριζα την Σολβέιγκ, ήμασταν φίλες. Μετά το θανατό της, η συνσεναριογοράφος της, Ανιές Ντε Σασί και ο παραγωγός της, Πατρίκ Σόμπλεμαν μου πρότειναν να διαβάσω στο σχέδιο αυτό που ήταν εμπνευσμένο από την ιστορία της μητέρας της. Η Σολβέιγκ σίγουρα μιλούσε για τον θάνατο της, ήταν αποκαρδιωτικό. Αλλά από καθαρά σεναριακής άποψης, είχα επιφυλάξεις: βρήκα το έργο πολύ σκοτεινό. Κόντευα να κάνω παιδί. Επρεπε να οικειοποιηθώ αυτήν την ιστορία λίγο σαν να διασκευάζει κανείς «ελεύθερα» ένα μυθιστόρημα, παραμένοντας πιστή όμως στο πνεύμα της Σολβέιγκ.
Τι σας άγγιξε σε αυτήν την ιστορία;
Το ότι μπορούμε να ζούμε μέχρι το τέλος της ζωής μας. Οτι έχουμε ακόμα πράγματα να ανακαλύψουμε, να υπερβούμε, να βιώσουμε για πρώτη φορά, Μέσα από τους χαρακτήρες της, αυτή η ιστορία πραγματεύεται πολλά άλλα θέματα που μου είναι γνωστά: τη σχέση γονέα-παιδιού, τις φιλίες, τη μοναξιά, το θάρρος να ζούμε παρά τα υπαρξιακά μας εμπόδια...
Το θέμα της σχέσης μιας μεγαλύτερης γυναίκας με έναν νεότερο άντρα είναι από αυτά που συναντάμε συχνά στο σινεμά. Σύμφωνα με εσάς, γιατί συνεχίζει να είναι ένα τόσο συναρπαστικό θέμα;
Αυτή η διαφορά ηλικίας, ακόμα κι αν βρίσκεται στο κέντρο της ιστορίας, την ξέχασα τελείως κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Στο τέλος, το σημαντικό για μένα ήταν να πω μια ιστορία αγάπης. Αλλά ναι όντως, ο κινηματογράφος έχει την ενοχλητική συνήθεια να σκηνοθετεί ζευγάρια όπου ο άντρας είναι συστηματικά μεγαλύτερος από τη σύντροφό του. Το αντίστροφο είναι εξαιρετικά σπάνιο σε τέτοιο βαθμό που γίνεται θέμα, ενώ δεν θα έπρεπε πια να είναι ! Αλλά αν ο κινηματογράφος πρέπει να κάνει την προσπάθεια να αντιστρέψει την τάση, δεν μπορούμε να τον ενοχοποιήσουμε εντελώς γιατί βασικά είναι μια αντανάκλαση των κοινωνιών μας...
Είναι πιο εύκολο σήμερα να μιλήσει κανείς για θέματα ταμπού όπως τα γηρατειά, το θάνατο, την αρρώστια, μια απαγορευμένη αγάπη;
Η αρρώστια, ο θάνατος είναι η βάση του σινεμά από την μέρα που γεννήθηκε όχι; Τα γηρατειά ίσως λιγότερο, αλλά υπάρχουν αρκετές ταινίες που μου έρχονται στο μυαλό. Το «La Fin du Jour» του Ζουλιάν Ντουβιβιέ, το «Saraband» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, το «Whatever Happened to Baby Jane?» του Ρόμπερτ Ολντριτς, το «Amour» του Μίκαελ Χάνεκε. Και κωμωδίες όπως το «Coccon».
Ο κινηματογράφος έχει την ενοχλητική συνήθεια να σκηνοθετεί ζευγάρια όπου ο άντρας είναι συστηματικά μεγαλύτερος από τη σύντροφό του. Το αντίστροφο είναι εξαιρετικά σπάνιο σε τέτοιο βαθμό που γίνεται θέμα, ενώ δεν θα έπρεπε πια να είναι ! Αλλά αν ο κινηματογράφος πρέπει να κάνει την προσπάθεια να αντιστρέψει την τάση, δεν μπορούμε να τον ενοχοποιήσουμε εντελώς γιατί βασικά είναι μια αντανάκλαση των κοινωνιών μας...»
Γιατί διαλέξατε την Φανί Αρντάν για το ρόλο της Σόνα;
Επρεπε να βρω μια ηθοποιό που να δείχνει την ηλικία της και να μπορεί να ενσαρκώσει αυτήν την εκρηκτική γυναίκα. Απαιτεί θάρρος για μια ηθοποιό να δεχτεί έναν τέτοιο ρόλο. Το να αντιμετωπίσεις τα γηρατειά και το θάνατο δεν είναι εύκολο πράγμα. Επρεπε να δεχτεί να εγκαταλείψει ένα μέρος από τον έλεγχο που έχει πάνω στην εικόνα της, την ίδια στιγμή που η κοινωνία πιέζει τις περισσότερες ηθοποιούς να ζουν σε μια φανταστική αιώνια νεότητα.
Εκτός από το θάρρος της, τι άλλο ήταν αυτό που υπήρχε καθοριστικό για τη σύνθεση του ρόλου της Σόνα;
Από την πρώτη μας συνάντηση, η Φανί μοιράστηκε μαζί μου τόσο τον ενθουσιασμό της όσο και τους φόβους της, που στην προκειμένη περίπτωση δεν αφορούσαν ούτε τα γηρατειά ούτε τον θάνατο. Απίστευτα σεμνή κάτω από τον ενίοτε αυθάδη αέρα της, η Φανί φοβόταν βαθιά μην αποκαλυφθεί... Κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά. Κατάλαβα ότι το να φιλήσει έναν άντρα στην οθόνη δεν ήταν τόσο εύκολο για εκείνη, Φοβόταν κι αυτή όπως και η ηρωίδα της... Της είπα να μην φοβάται. «Είναι υπέροχο! Είσαι η Σόνα!». Στα γυρίσματα, μας πήρε μερικές μέρες για να συνηθίσουμε ο ένας τον άλλον, αλλά από τη στιγμή που με εμπιστεύτηκε, μπόρεσαμε να μιλάμε για τα πάντα. Η Φανί είναι μια έντονη, γενναιόδωρη και ακριβής ηθοποιός, μας εντυπωσίασε όλους. Πρώτα απ' όλους τον Μελβίλ Πουπό - του τρέφει μια στοργή που αντικατοπτρίζεται στην οθόνη.
Και ο Μελβίλ Πουπό; Ηταν ο ιδανικός παρτενέρ για την Φανί Αρντάν;
Απολύτως ιδανικός στο μέτρο που η Φανί και ο Μελβίλ τα πήγαν από την πρώτη στιγμή καλά. Ανέπτυξαν μια ιδιαίτερη συνενοχή που συνέβαλε καθοριστικά στο να είναι πειστικοί ως ζευγάρι. Ο Μελβίλ είναι ένας ηθοποιός πολύ έντονος, πολύ συναισθηματικός... Είμαι πολύ χαρούμενη με όλους τους ηθοποιούς μου. Χάρηκα πολύ που συναντήθηκα ξανά με την Σεσίλ ντε Φρανς (σ.σ. είχαν δουλέψει μαζί στο «Για Καλό και Για Κακό» του 2017). Ηταν η πρώτη φορά που ξαναδουλεύω με κάποια ηθοποιό και η εμπιστοσύνη μεταξύ μας ήταν μαγική. Μας επέτρεψε να πάμε ακόμη πιο μακριά...
Πώς δουλέψατε με τους ηθοποιούς για τις ερωτικές σκηνές;
Οι ερωτικές σκηνές στην ταινία είναι σχετικά σεμνές, ήταν κυρίως τα φιλιά που προκάλεσαν τρόμο σε όλους επειδή ήταν λιγότερο «τεχνικά». Εβαλα μουσική στο σετ προκειμένου να μας ξεχάσουν για λίγο οι ηθοποιοί, αλλά για ακόμη μια φορά, ο Μελβίλ και η Φανί λειτούργησαν ως συνένοχοι στο έγκλημα και το καταδιασκέδασαν.
Επρεπε να βρω μια ηθοποιό που να δείχνει την ηλικία της και να μπορεί να ενσαρκώσει αυτήν την εκρηκτική γυναίκα. Απαιτεί θάρρος για μια ηθοποιό να δεχτεί έναν τέτοιο ρόλο. Το να αντιμετωπίσεις τα γηρατειά και το θάνατο δεν είναι εύκολο πράγμα. Επρεπε να δεχτεί να εγκαταλείψει ένα μέρος από τον έλεγχο που έχει πάνω στην εικόνα της, την ίδια στιγμή που η κοινωνία πιέζει τις περισσότερες ηθοποιούς να ζουν σε μια φανταστική αιώνια νεότητα.»
Θα ήταν οι «Νεαροί Εραστές» μια διαφορετική ταινία, αν δεν ήταν σκηνοθετημένη από μια γυναίκα;
Η Σολβέιγκ επέμενε ότι αυτή η ταινία πρέπει να σκηνοθετηθεί από μια γυναίκα, ίσως επειδή η αρχική έμπνευση για την ταινία ήταν αυτοβιογραφική. Η ιστορία αφηγείται τον αντίκτυπο που είχε η ιστορία αγάπης που έζησε η μητέρα της στην ίδια και στην κόρη της... Υπήρχε, λοιπόν, αναπόφευκτα μια γυναικεία οπτική στο κομμάτι της οικειότητας που ίσως ένας άντρας μπορεί να μην είχε πρόσβαση. Θα έλεγα, για να απαντήσω την ερώτησή σας ότι η ταινία θα ήταν διαφορετική αν είχε σκηνοθετηθεί από οποιονδήποτε άλλο. Αλλά δεν χαρακτηρίζω τον εαυτό μου ως γυναίκα σκηνοθέτη. Μόνο ως σκηνοθέτη.
Οπότε, η ζωή συνεχίζει για όλους;
Κάπως έτσι, αν λάβει κανείς υπόψη του τους ταραγμένους καιρούς στους οποίους ζούμε...