Ο Ερουάν, 40άρης χήρος που διαβιώνει «αλιεύοντας» ξεχασμένες από τον πόλεμο νάρκες στη γαλλική Βρετάνη, καθώς παραλαμβάνει τα αποτελέσματα μιας τυπικής εξέτασης DNA για την ανύπαντρη έγκυο κόρη του, μαθαίνει πως ο πατέρας του δεν είναι ο βιολογικός του μπαμπάς. Παρά τη στοργή για τον άντρα που τον μεγάλωσε, ξεκινά διακριτικά, δια μέσου μιας ντεντέκτιβ, την αναζήτηση του αληθινού του πατέρα, τον οποίο και θα εντοπίσει τελικά μόλις λίγες γειτονιές παρακάτω. Είναι ο αξιαγάπητος Ζοζέφ που ζει μόνος με τον σκύλο του. Στην ίδια περιοχή θα γνωρίσει τυχαία και την Ανά, μια γλυκιά νοσοκόμα, την οποία θα ερωτευθεί αμέσως. Μέχρι που ανακαλύπτει πως πρόκειται για την… κόρη του Ζοζέφ!
Ενας μεσήλικας ψάχνει απεγνωσμένα τον πατέρα του, αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει τη βιολογική του καταγωγή, την ίδια στιγμή που η χαλαρών ηθών κόρη του δεν ξέρει –και ούτε θέλει να ξέρει- ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού που εγκυμονεί, κατηγορηματική στο να το μεγαλώσει μόνη. Ενας πυροτεχνουργός που βάζει καθημερινά τη ζωή του σε κίνδυνο, αγνοώντας μόνιμα πού «πατά», βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με διλήμματα (δύο πατεράδες, κόρη που προορίζει εαυτόν για ανύπαντρη μητέρα, πιθανή αιμομιξία με θετή αδελφή) που αποδείχνονται απειλητικότερα των θαμμένων ναρκών.
Οι αναγωγές είναι προφανείς εδώ, και η Καρίν Ταρντιέ, τριτοεμφανιζόμενη σκηνοθέτις και επίσης συν-σεναριογράφος, καταφεύγει σε ποικίλες ευκολίες για να τις «δέσει». Ωστόσο, όσο τραβηγμένες μοιάζουν οι συμπτώσεις στα χαρτιά, άλλο τόσο αβίαστα τις αποδέχεσαι επί της οθόνης, έτσι προσεχτικά όπως συντηρείται η ισορροπία ανάμεσα στην κωμωδία του μπουλβάρ, τη φάρσα παρεξηγήσεων κα τη σάτιρα διαγενεακών ηθών, κι έτσι μεσότονα όπως ερμηνεύουν τους ρόλους τους οι δύο μεγαλύτερες γενεές εκ των τριών στο πρωταγωνιστικό καστ –και ειδικά οι παππούδες Γκι Μαρσάν και Αντρέ Βιλμς. Από την άλλη, στη νεότερη γενιά, της εγκύου κόρης και του πιθανού νεαρού «γαμπρού», οι όποιες σεναριακές γραφικότητες (ιδίως σε ο, τι αφορά την ελαφρομυαλιά και την ανευθυνότητά τους) αποδίδονται με ένταση.
Αποτέλεσμα, μια συμπαθής μέσα στα παράτολμα άλματα αλλά και την ηθοπλαστική της κατάληξη κομεντί, εμπορικού προφίλ περισσότερο παρά φεστιβαλικού, κι ας παραπλανεί η καταγωγή της από το Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών των Κανών.