Τοποθετημένο σε μια απροσδιόριστη εποχή, πριν την έλευση των μηχανών και με την παγανιστική ανάσα του παρελθόντος να μετρά τα βήματα της ανθρώπινης διαδρομής στον αχανή, μαγευτικό καμβά μιας αδιατάρακτης φύσης, το φιλμ της Τσαγγάρη, ξεκινά σαν ένας ζωντανός ζωγραφικός πίνακας στην παράδοση των Φλαμανδών μετρ. Φωτογραφημένο με φυσικό φως, αληθινά συναρπαστικό στον τρόπο που μεταφέρει όχι μόνο της ατμόσφαιρα και την αυθεντικότητα του τόπου, αλλά σχεδόν τις μυρωδιές από τα φρεσκοκομμένα στάχυα, το βάρος των χοντρών μάλλινων ρούχων στο σώμα, το απαλό άγγιγμα των χεριων στα λουλούδια του αγρού, το «Harvest», παίρνει τον χρόνο του να σε βυθίσει ολοκληρωτικά στο εκεί και στο τότε. Λίγο πριν όλα αρχίσουν να διαλύονται.
Βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Τζιμ Κρέις (Διαβάστε εδώ την αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε πριν από λίγες μέρες ο συγγραφέας στο Flix), το φιλμ θέλει να μιλήσει για μια ιστορική στιγμή που άλλαξε για πάντα την μορφή του κόσμου μας, μέσα από την ιστορία μια κοινότητας εργατών στην περιουσία ενός άβουλου γαιοκτήμονα που καλλιεργούν την γη με τον τρόπο που ήξεραν από γενιά σε γενιά. Η αλλαγή θα φτάσει απροσδόκητα και απροειδοποίητα, πρώτα στο πρόσωπο ενός χαρτογράφου που θα έρθει για να καταγράψει την περιουσία του και τα σύνορά της και αμέσως μετά από τρεις ξένους, δυο άντρες και μια γυναίκα που αρχικά δεν ξέρεις από που ήρθαν, μα πριν η ιστορία ολοκληρώσει την τροχιά της, η προέλευσή τους θα γίνει σαφής και ξεκάθαρη.
Ο καταλύτης στην σαρωτική μετάβαση από το πριν στο μετα όμως, θα είναι ο εξάδελφος του γαιοκτήμονα -κι αληθινός ιδιοκτήτης της γης- που καταφθάνει με μεγάλα σχέδια. Τα χωράφια θα πάψουν να καλλιεργούνται και αντί για στάρι, στα λιβάδια θα βόσκουν πρόβατα. Οι εργάτες δεν θα χρειάζονται πια, λίγοι βοσκοί και κάποια χέρια για την κουρά. Οι χωρικοί μιλούν για μια κατάρα που έφεραν οι ξένοι, αλλά η κατάρα -ακόμη κι αν δεν το ξέρουν- έχει όνομα: καπιταλισμός.
Στην νέα εποχή που ονειρεύεται ο ιδιοκτήτης της, η γη έχει πια φράχτες και η παραγωγική διαδικασία, οι πηγές του πλούτου, ανήκουν σε λίγους. Οι πλούσιοι γίνονται πιο πλούσιοι και οι φτωχοί χάνουν ακόμη και τα λίγα που είχαν. Χανουν τον ίδιο τους τον τόπο. Μπορεί η στιγμή της ιστορίας του «Harvest», να τοποθετείται στο προβιομηχανικό παρελθον, αλλά η αναλογία, κάθε άλλο παρά μοιάζει ξένη στο σήμερα. Και γι αυτό φέρνει ανατριχίλες.
Μπροστά σε αυτόν τον κατακλυσμό που έρχεται, οι ήρωες της ταινίας, αποδεικνύονται απλά άνθρωποι. Ανίκανοι να συγκρατήσουν την ορμή του, άπραγοι μπροστά στην δύναμή του. Η ταινία ξεκινά με μια φωτιά στον στάβλο του γιακτημοντα, αλλά κανείς δεν κάνει τίποτα για να τιμωρήσει εκείνους που την έβαλαν. O Γουόλτερ, ένας άντρας που βρέθηκε εκεί από τύχη αλλά που αγάπησε τον τόπο όσο λίγοι, δεν κάνει επίσης τίποτα. «Θα μπορούσα να σηκώσω το χέρι μου για να μιλήσω, αλλά δεν το έκανα» λέει. «Και ήταν πολύ πληγωμενο για να το κρατήσω όρθιο». Στην πορεία της ταινίας, η μια μικρή ή μεγαλύτερη τραγωδία διαδέχεται την άλλη, μέχρι το προδιαγεγραμμένο τέλος, που μπορεί να αφήνει μια ελπίδα για «μια ακόμη άνοιξη», αλλά δεν παύει να παραμένει τόσο σκοτεινό όσο η βαριά σκιά της Ιστορίας και της αναπόφευκτης αλλαγής.
Η ομορφιά πηγαίνει χέρι χέρι με την απογοήτευση στο φιλμ, που χωρά στην αγκαλιά του στιγμές ποιητικές (η βόλτα του χαρτογράφου με τον Γουόλτερ στο κτήμα), αλλά και έντονου πόνου και οργής. Ομως κάθε συναισθηματική διακύμανση και κάθε εικόνα, σκληρή η γοητευτική, έχει τον δικό της λόγο ύπαρξης σε ένα φιλμ που όπως ένας χάρτης σε αφήνει να δεις την μεγάλη εικόνα του, μόνο όταν ολοκληρωθεί. Το «Harvest» γίνεται έτσι κάτι αληθινά συνταρακτικό, μια μαρτυρία για το πως ο άνθρωπος λυγίζει στην ορμή του ανέμου της Ιστορίας κι ένα διαπεραστικό παράδειγμα για την κυκλική φύση της. Μια ταινία με ένα μήνυμα που δεν είναι στιγμή διδακτικό, μα που προβάλλει σαν ένας πυκνός μα απαραίτητος μύθος. Αχρονος ή καλύτερα διαχρονικός.
Διαβάστε κι αυτό: Η Αθηνά Τσαγγάρη μιλάει αποκλειστικά στο Flix για το «Harvest»
_Το «Ηarvest» κάνει πρεμιέρα Σάββατο 2 Νοεμβρίου στις 22.00 στο Ολύμπιον _