Μια από τις πιο αγαπημένες, αλλά και αναγνωρισμένες διεθνώς Ελληνίδες σκηνοθέτες, η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, επιστρέφει αύριο, Σάββατο, 2 Νοεμβρίου, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, εννιά χρόνια μετά την προηγούμενη ταινία της, το «Chevalier». Στις 10 το βράδυ, στο Ολύμπιον, σε μια ειδική προβολή, θα κάνει την ελληνική πρεμιέρα της η αγγλόφωνη ταινία της, «Harvest», συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Βενετίας. Θα βγει στις ελληνικές αίθουσες από το Cinobo και τη Faliro House.
Για μια ακόμα φορά η Τσαγγάρη ανανεώνει τον φιλμικό της κόσμο. Βυθίζεται σε μια παλιά, απομονωμένη, περίκλειστη αγροτική κοινότητα, κάπου στον μεσαίωνα, αλλά και όχι ακριβώς, που αντιμετωπίζει μια συνταρακτική αλλαγή. Η νεωτερικότητα, μια νέα τάξη πραγμάτων εισβάλλει στη σκληρή, αλλά ήρεμη, βέβαιη καθημερινότητά τους, μετατρέποντας τους όμορφους αγρούς τους σε βοσκοτόπια.
Ακούγεται γενικόλογο, αλλά η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη πατάει, εμπνέεται από ένα πραγματικά σπουδαίο μυθιστόρημα, που δυστυχώς δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, παρόλο που ο συγγραφέας του, ο Τζιμ Κρέις, από τα πολύ μεγάλα ονόματα της βρετανικής λογοτεχνίας, είχε πριν είκοσι τόσα χρόνια αγαπηθεί από τους Ελληνες αναγνώστες χάρη στα μυθιστορήματά του «Νεκροί» και «Εξαγνισμός» (εκδόσεις Οξύ). Το «Harvest» μπήκε το 2013 στη short list του Booker, κέρδισε το 2015 το περίφημο Impac Dublin Award, εκθειάστηκε από την παγκόσμια κριτική. Και δικαίως.
Αυτός ο μοναχικός, ιδιόρρυθμος (το παραδέχεται και ο ίδιος) συγγραφέας, γεννημένος το 1946, καταφέρνει με μια μαγική γλώσσα και μια πυκνή πλοκή, γεμάτη ένταση και συναρπαστικά γεγονότα (βία, εμπρησμοί, έρωτες, βασανιστήρια, γιορτές, φιλίες, αυθαιρεσία αρχόντων), να πάρει την αγροτική κοινότητα ενός ανώνυμου χωριού, από έναν πολύ παλιό, αλλά απροσδιόριστο τόπο και χρόνο, και να την κάνει δική μας, σημερινή. Με τις ίδιες αγωνίες και αμαρτίες. Αγρότες και Λόρδοι αντάμα, ένας κόσμος μπροστά σε ένα μέλλον, που μόνο φωτεινό δεν είναι.
Είπαμε να βρούμε τον Τζιμ Κρέις, να μιλήσουμε μαζί του, για ένα βιβλίο που πραγματικά λατρέψαμε όταν κυκλοφόρησε το 2013. Μάς απάντησε από το... αγροτόσπιτό του στο Γούστερσιρ, όπου ζει με τη σύζυγό του. Μακάρι να 'ρθεί στην Αθήνα όταν η ταινία βγει στις αίθουσες, τον περιμένουμε.
Πώς και πότε έγινε η πρώτη κρούση για να κάνει η Αθηνά Τσαγγάρη ταινία το «Harvest» σας; Πώς αντιδράσατε; Σας είχε περάσει από το μυαλό ότι θα μπορούσε να γίνει ταινία;
Η Αθηνά κι εγώ ήμασταν γείτονες επί πολλά χρόνια στην κάποτε σπουδαία πόλη του Οστιν, στο Τέξας. Πίναμε στα ίδια μπάρ. Αλλά δεν το ανακάλυψα παρά δυο εβδομάδες πριν, όταν επιτέλους είχαμε μια κανονική συνάντηση στη λονδρέζικη πρεμιέρα του «Harvest». Mέχρι τότε, με την εξαίρεση μιάς σύντομης σύστασης στη διάρκεια των γυρισμάτων της, στα Χάιλαντς της Σκωτίας, είμασταν ξένοι.
Η αρχική επαφή για να γίνει το «Harvest» ταινία έγινε αμέσως μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, το 2013, από την Αμερικανίδα παραγωγό Τζόσλιν Μπαρνς. Είχε ήδη κάνει μια μικρού μήκους ταινία βασισμένη σε ένα μέρος του βιβλίου μου, «The Devil’ s Larder». Η Τζόσλιν γνώριζε την Αθηνά και ήθελε να συνεργαστεί μαζί της. Εμπιστευόμουνα την Τζόσλιν και έτσι εμπιστεύτηκα και την Αθηνά, ειδικά αφού είδα και θαύμασα τις ταινίες της «Attenberg» και «Chevalier».
Είχα κατά καιρούς κι άλλες προτάσεις να γίνουν βιβλία μου ταινίες, αλλά εκτός από κάποιες μικρού μήκους, μόνο μιά μεγάλου μήκους έφτασε στη οθόνη, μια αμερικάνικη εκδοχή των «Νεκρών» από τον Τζον Μέγιερς. Δυστυχώς, κυκλοφόρησε στη διάρκεια του λοκ ντάουν και ήταν διαθέσιμη μόνο από πλατφόρμες streaming.
Σας εξέπληξε που μια Ελληνίδα σκηνοθέτης ήταν αυτή που θα έκανε ταινία ένα τόσο βρετανικό μυθιστόρημα;
Πάντα εκπλήσσομαι όταν κάποιος φαντάζεται ότι αυτά που γράφω μπορούν να κινηματογραφηθούν. Είμαι ένας εμμονικός, σχεδόν ψυχαναγκαστικός στυλίστας της πρόζας με ελάχιστο ενδιαφέρον για συμβατικές πλοκές και διαλόγους, τα στοιχεία, δηλαδή, που κρατάνε τους θεατές καθηλωμένους στις θέσεις τους.
Πάντα εκπλήσσομαι όταν κάποιος φαντάζεται ότι αυτά που γράφω μπορούν να κινηματογραφηθούν. Είμαι ένας εμμονικός, σχεδόν ψυχαναγκαστικός στυλίστας της πρόζας με ελάχιστο ενδιαφέρον για συμβατικές πλοκές και διαλόγους, τα στοιχεία, δηλαδή, που κρατάνε τους θεατές καθηλωμένους στις θέσεις τους.
Είναι αλήθεια ότι το «Harvest» είναι μάλλον το πιο αγγλικό από τα βιβλία μου, αλλά στο Ηνωμένο Βασίλειο ακόμα με θεωρούν έναν παράξενο, ιδιόρρυθμο μη-Βρετανό συγγραφέα. Επειδή είμαι περισσότερο πολεμικός παρά σατιρικός, περισσότερο σοβαρός παρά αστείος, περισσότερο ποιητικός παρά καθημερινός. Ποιός θέλει να διαβάζει τέτοια πράγματα, πόσο μάλλον να τα κάνει ταινίες; Η γραφή μου ανήκει περισσότερο στην ευρωπαική και νοτιοαμερικανική παράδοση. Κι έτσι, το γεγονός ότι μια Ελληνίδα θα ήταν αυτή που θα μετέτρεπε την πρόζα μου σε εικόνες, μόνο έκπληξη δεν ήταν.
Το «Harvest», κακά τα ψέμματα, είναι ένα θαύμα της πιο πλούσιας, μαγικής, ποιητικής πρόζας. Η γλώσσα του είναι ένα αριστούργημα αισθησιασμού. Ομολογω ότι λυπάμαι, που όλο αυτό θα χαθεί στον κινηματογράφο, όσο κι αν η πλοκή - και δεν συμφωνώ καθόλου μαζί σας - είναι σπουδαία, πλούσια, με συνεχείς ανατροπές και εκπλήξεις, και οι χαρακτήρες σας μοναδικοί, ένας κι ένας. Σκεφτήκατε καθόλου αυτή την απώλεια όταν παραδώσατε το έργο σας σε μια άλλη τέχνη, της εικόνας;
Οχι, καθόλου. Είναι πολύ πιθανό - και τόσο συναρπαστικό - να εκφραστεί η αισθησιακή πρόζα με αισθησιακή εικόνα. Γιατί όχι; Χρειάζεται απλώς ένας σκηνοθέτης με ασυνήθιστα καλό μάτι και θεατές που αντέχουν τις απαιτήσεις. Αυτή, όμως, δεν είναι η μαγεία του κινηματογράφου;
Ζητήσατε από την Αθηνά ένα κάποιο έλεγχο πάνω στο σενάριο;
Οχι, όχι. Η παραγωγή αγόρασε τα δικαιώματα της ταινίας, έτσι της ανήκε το πρότζεκτ ολοκληρωτικά. Ηξεραν ότι δεν θα έχωνα τη μύτη μου σ΄αυτό, ότι δεν θα ανακατευόμουνα με οποιονδήποτε τρόπο. Ξέρω ότι υπάρχουν μυθιστοριογράφοι που διαπραγματεύτηκαν τον έλεγχο πάνω στο σενάριο (δεν θα πω ονόματα, αν και κάνα-δυο είναι απίστευτα γνωστοί), και το αποτέλεσμα ήταν φρικτές ταινίες. Οι συγγραφείς πρέπει να κοιτάνε τη δουλειά τους και να αφήνουν τους σκηνοθέτες να κάνουν την καταραμένη την ταινία. Πώς θα μπορούσα να βοηθήσω; Αν είχα σεναριακές δεξιότητες, θα ήμουνα σεναριογράφος και όχι μυθιστοριογράφος. Θα ζούσα μια λιγότερο μοναχική ζωή, θα είχα συναδέλφους, θα έκανα φίλους και θα είχα σοβαρό λόγο να βγαίνω από το σπίτι μου μια στις τόσες.
Το γράψιμο μυθοπλασίας είναι μια περίεργη, μοναχική και σιωπηλή πράξη στην ηρεμία του σπιτιού σου με την ελπίδα να κερδίσεις μερικούς μοναχικούς και σιωπηλούς αναγνώστες στην ηρεμία του δικού τους σπιτιού. Το γύρισμα, όμως, είναι ένα τσίρκο, όπου δεν μπορείς να βρεις ούτε μια στιγμή γαλήνης. Η Αθηνά, με το αιώνιο θεατρικό καπέλο της, ήταν το αφεντικό του τσίρκου κι εγώ ένας άσχετος παρατηρητής.
…Μόνο που εξακολουθούσα να είμαι συναισθηματικά δεμένος με το μυθιστόρημά μου. Ετσι, πρέπει να παραδεχτώ ότι ανησύχησα πολύ όταν άκουσα ότι αυτή η «μεσαιωνική» ταινία είχε και μαύρους ηθοποιούς! Φοβήθηκα ότι αυτό θα μπέρδευε ακόμα περισσότερο μια αφήγηση, που ήδη δεν ήταν τόσο καθαρή ως προς τον τόπο και τον χρόνο. Φοβήθηκα ότι το «Harvest» μου, ένα μυθιστόρημα για τη γη και τις τάξεις, θα γινόταν μια ιστορία για φυλές και μετανάστες, θέματα που τα είχα θεωρήσει σημαντικά για άλλα βιβλία μου. Ευτυχώς η ανησυχία μου αποδείχτηκε εντελώς αστήριχτη. Η colour-blind διανομή έκανε ακόμα πιο βαθειά και εξωπραγματική μια ιστορία, που ήταν ήδη χαλαρά δεμένη σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο. Ειδικα ο Αρίνζ Κένε είναι εντυπωσιακός και ταιριαστός στο ρόλο του Mr Quill.
Νομίζω ότι το «Harvest» είναι το πιο διάσημο και αναγνωρισμένο βιβλίο σας. Εχω δίκιο;
Τα «Eξαγνισμός» (Quarantine) και «Νεκροί» (Being Dead) είχαν την ίδια καλή τύχη διεθνώς. Αλλα το «Harvest» είναι το καλύτερο βιβλίο που έγραψα αυτόν τον αιώνα. Είχα σχεδόν σταματήσει να γράφω όταν το άρχισα. Είχα προσπαθήσει να γράψω μια φανταστική αυτοβιογραφία μου, αλλά ήταν απαίσια. Πέθανε ενώ την έγραφα. Είχα πληρωθεί, όμως, από τον εκδότη μου στο Ηνωμένο Βασίλειο, έτσι ή έπρεπε να γράψω κάτι καινούργιο ή να καταλήξω στη φυλακή για χρέη. Είχα αγωνία και κατάθλιψη για δυο μέρες και τότε ξεπήδησε μέσα μου η ιδέα για το «Harvest». Γράφτηκε γρήγορα και εύκολα. Δεν χρειάστηκε να ιδρώσω πάνω από το χαρτί. Επεφτε απλώς στη σελίδα. Eτσι είναι το δαιμόνιο της γραφής, μπορεί να γίνει γενναιόδωρο. Οσο για την καριέρα μου, βρίσκεται σε πτώση, όπως είναι φυσικό για κάθε συγγραφέα της ηλικίας μου. Αλλά ακόμα γράφω και δημοσιεύω βιβλία, δεν έχω λόγους να παραπονιέμαι, φτάνει να μην περιμένω τους ουρανούς να ανοίξουν κάθε φορά που πιάνω πένα και χαρτί.
Τι σάς ενέπνευσε να γράψετε το «Harvest»;
Εκτός από την αποτυχία να γράψω μια βλακώδη αυτοβιογραφία, δυο πράγματα. Πρώτον, όταν ζεις, όπως εγώ, στα Μίντλαντς της Αγγλίας σημαίνει ότι δεν βρίσκεσαι ποτέ μακριά από ένα είδος τοπίου, που το λέμε «ridge-and-furrow», ράχες και αυλάκια. Είναι τα βαθειά σημάδια που κάποτε, στους μεσαιωνικούς χρόνους, άφηναν οι αγρότες οργώνοντας τη γη τους με βόδια. Μέχρι να τους την αρπάξουν πλούσιοι καπιταλιστές, που ήθελαν να βγάλουν μεγάλα κέρδη από την εκτροφή προβάτων, και να την κάνουν βοσκοτόπια. Αυτά τα σημάδια του εδάφους, οι ράχες και τα αυλάκια, που ακόμα χαρακτηρίζουν το τοπίο - έχουμε πολλά δίπλα στο σπίτι μας, στο Γούστερσιρ - είναι πολύ όμορφα. Είναι, όμως, επίσης τα τεκμήρια μιας αρχαίας κλοπής της γης, μιας άθλιας στέρησης περιουσίας. Ομορφιά και κλοπή γης! «Ενα μυθιστόρημα κρύβεται ακριβώς εκεί», σκέφτηκα.
Δεύτερον, ως αριστερός, είχα αναπτύξει μεγάλο ενδιαφέρον για τους τρόπους με τους οποίους, μέχρι και σήμερα, η γη ιδιοποιείται είτε από βαρώνους της σόγιας στη Βραζιλία, είτε από εκμεταλλευτές φοινικέλαιου στην Ινδονησία, είτε από τραπεζίτες στο Δελχί, που αγοράζουν γη, την οποία δεν θα επισκεφτούν ποτέ ή θα νοιαστούν γι΄αυτή, παρά μόνο για το κέρδος. Αυτές οι αντιστοιχίες θα μπορούσαν να μετατρέψουν το εκ πρώτης όψεως ιστορικό μου μυθιστόρημα σε μια ιστορία των καιρών μας.
Οι συγγραφείς πρέπει να κοιτάνε τη δουλειά τους και να αφήνουν τους σκηνοθέτες να κάνουν την καταραμένη την ταινία. Αν είχα σεναριακές δεξιότητες, θα ήμουνα σεναριογράφος και όχι μυθιστοριογράφος. Θα ζούσα μια λιγότερο μοναχική ζωή, θα είχα συναδέλφους, θα έκανα φίλους και θα είχα σοβαρό λόγο να βγαίνω από το σπίτι μου μια στις τόσες.»
Μια πολύ σπουδαία και αναγνωρισμένη Βρετανίδα συγγραφεας, η Χίλαρι Μαντέλ, έχει πει ότι τα ιστορικά μυθιστορήματα δεν πρέπει να διαστρεβλώνουν τα γεγονότα και ότι οι συγγραφείς τους θα πρέπει να αποφεύγουν να επιβάλλουν ευαισθησίες του 21ου αιώνα σε παλιές εποχές. Εχει δίκιο. Λειτούργησε γι’ αυτή. Αλλα όχι για μένα. Εγώ θέλω να διαστρέφω και να επιβάλλω. Είναι πιο διασκεδαστικό. Είναι πιο σκανδαλιάρικο. Μου επιτρέπει να κάνω κήρυγμα. Με αφήνει ελεύθερο να πω ό,τι ψέμμα θέλω για το συμφέρον της ιστορίας μου.
Εδώ, ευτυχώς για το βιβλίο, θα διαφωνήσω. Το μυθιστόρημα, όσο κι αν είναι με την πλευρά των άτυχων αγροτών, που αντιμετωπίζουν μια σκληρή νέα τάξη πραγμάτων, δεν αποκρύπτει τις αδυναμίες τους, την ξενοφοβία τους, τη νοoτροπία όχλου, στην οποία εύκολα οδηγούνται. Και ούτε όλοι οι άρχοντες είναι τέρατα. Ενώ και ο βασικός ήρωας, ο Γουόλτερ Θερσκ, είναι μεταξύ των δύο κόσμων, ξένος και στους δύο.
Δεν μου αρέσουν καθόλου τα χολιγουντιανά στερεότυπα για ήρωες και ηρωίδες. Η συστολή είναι πιο ενδιαφέρουσα από την επίδειξη δύναμης. Ενα όμορφο πρόσωπο είναι λιγότερο παραγωγικό ως μηχανισμός για την πλοκή από τις αδυναμίες και πληγές. Αλλά ας μην το πολυκουράζω.. Η ουσία είναι ότι τα μυθιστορήματα είναι πολύ μεγάλα , έτσι ώστε έχεις άφθονο χώρο για αμφισημίες και υφή των χαρακτήρων, ακόμα κι όταν έχεις να κάνεις με αγρότες και αγροκτήμονες. Φυσικά, πάντως, στην πιο πολιτικοποιήμενη εκτός σελίδων ζωή μου, δεν θα χαλάλιζα για ευγενείς και αφεντικά ούτε μια αμφισημία.
Πώς θα εξηγούσατε σε έναν έλληνα θεατή την αρχαία, μεσαιωνική πρακτική των περιφράξεων (Enclosure), που άλλαξε τη βρετανική επαρχία μετατρέποντας αγρούς σε βοσκοτόπια;
Το μυθιστόρημά μου δεν είχε καμμιά πρόθεση να είναι ιστορικά ακριβές. Ο καθένας μπορεί να βρεί τα βασικά γεγονότα των Περιφράξεων με είκοσι λεπτά ψάξιμο στη Wikipedia. Εκτός αυτού, η Αθηνά έχει οικογενειακούς δεσμούς με τη γεωργία. Ηθελε να κάνει μια ταινία βασισμένη στο δικό της μπακγκράουντ, όχι στο δικό μου. Ετσι διάλεξε να τοποθετήσει την ιστορία στην Σκωτία. Θα μπορούσε να την βάλει στην Γκάνα, στο Νεπάλ, ακόμα και στην Ελλάδα. Ενα χωράφι είναι ένα χωράφι είναι ένα χωράφι. Ενας εκμεταλλευτής είναι ένας εκμεταλλευτής είναι ένας απατεώνας.
Μερικές φορές στη διάρκεια της ιστορίας μεγάλες, χρήσιμες αλλαγές γίνονται με θύματα και θυσίες. Πρόσφατα οι Ευρωπαίοι αγρότες με σκληρούς αγώνες σταμάτησαν μέρος της πράσινης πολιτικής στην ΕΕ, παρόλο που η κλιματική αλλαγή και η καταστροφή του πλανήτη είναι παραπάνω από σοβαρή. Τι λέτε;
Οπως πάντα, και οι δυό πλευρές έχουν ένα δίκιο. Πολύ συχνά, δύο αντίθετα πράγματα μπορεί να είναι εξίσου σωστά, την ίδια στιγμή. Για παράδειγμα, πριν μερικά χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο μάς παρότρυναν να στηρίξουμε τους εξαθλιωμένους αγρότες της Κένυας αγοράζοντας τα πράσινα φασόλια τους, που εξάγονταν αεροπορικώς. Στη συνέχεια, ένα διαφορετικό λόμπι μας ζήτησε να σταματήσουμε να αγοράζουμε τα φασόλια, γιατί είχαν τεράστιο αποτύπωμα άνθρακα. Λοιπόν, άντε να κάνεις επιλογή. Ή βοηθάς τον φτωχό αγρότη ή βοηθάς τον ασθενή πλανήτη. Και τα δύο είναι αξιοθαύμαστα. Είναι, όμως, και ασύμβατα.
Είχα προσπαθήσει να γράψω μια φανταστική αυτοβιογραφία μου, αλλά ήταν απαίσια. Πέθανε ενώ την έγραφα. Είχα πληρωθεί, όμως, από τον εκδότη μου, έτσι ή έπρεπε να γράψω κάτι καινούργιο ή να καταλήξω στη φυλακή για χρέη. Είχα αγωνία και κατάθλιψη για δυο μέρες και τότε ξεπήδησε μέσα μου η ιδέα για το "Harvest".»
Εδώ βρίσκεται (για να απλοποιήσω τον Γιούνγκ) το παράδοξο πίσω από πολλές πολιτικές και τα περισσότερα μυθιστορήματα: το κόστος κάποιου νέου πράγματος, που αξίζει να το αποκτήσουμε, είναι η απώλεια κάποιου παλιού, που αξίζει να το διατηρήσουμε. Δεν είναι ένα καθαρό, ωραίο σλόγκαν. Δεν χωράει σε πανό. Αλλά είναι καλό για τη λογοτεχνία και τις ταινίες.
Πιάσαμε την πολιτική, θα σκάσω αν δεν σας ρωτήσω τι ψηφίσατε στο δημοψήφισμα για το Brexit. Eιναι φανερό ότι είστε αριστερός, άρα θα σας πω πόσο εξοργιστική και καταστροφική ήταν τότε η χλιαρή στάση του Τζέρεμι Κόρμπιν.
Ψηφισα με λύσσα Remain. Παραμένω, όμως, και Corbynista. Είναι ένας τόσο τίμιος άνδρας, έχει πάντα την υποστήριξή μου. Ισως είναι λίγο περισσότερο πεισματάρης και κολλημένος με τις απόψεις του απ’ όσο χρειάζεται. Είχε ψηφίσει «Οχι» στο δημοψήφισμα του 1975 για την είσοδό μας στην Ευρώπη (όπως κι εγώ, άλλωστε) για καλούς διεθνιστικούς λόγους (να προστατεύσουμε τα εμπορικά συμφέροντα Κοινοπολιτείας/Τρίτου Κόσμου από ένα λευκό, ευρωπαϊκό μονοπώλιο). Ομως, η ψήφος για Brexit στο δημοψήφισμα του 2016 δεν ήταν υπεράσπιση του διεθνισμού. Το αντίθετο, ήταν υπόθαλψη του βρετανικού εθνικισμού. Αλλά ο αγαπητός Τζέρεμι Κόρμπιν, υπερβολικά αγνός, δεν μπορούσε να αλλάξει τη στάση του.
Αγαπάτε το σινεμά; Πηγαίνετε; Εχετε κάποιον αγαπημένο σκηνοθέτη;
Πηγαίνουμε σινεμά με κάθε ευκαιρία. Υπάρχει ένας μικρός κοινοτικός κινηματογράφος στο Φέκεναμ, το πιο κοντινό μας χωριό, που λέγεται «The FeckenOdeon»! Και υπάρχουν κινηματογράφοι τέχνης, αλλά και μεγάλα συγκροτήματα εμπορικής διανομής λίγη ώρα με το αυτοκίνητο. Ο πιο αγαπημένος μου Βρετανός σκηνοθέτης είναι, φυσικά, ο Κεν Λόουτς. Ενθουσιάστηκα όταν έμαθα ότι η επί χρόνια παραγωγός του Λόουτς, η Ρεμπέκα Ο’ Μπράϊαν, θα ήταν πρώτη τη τάξει παραγωγός στην ταινία της Αθηνάς. Μαθαίνω ότι θέλει να ξαναδουλέψει μαζί της.
Εχετε δει την ταινία της Αθηνάς; Πως σας φάνηκε;
Είδα την ταινία της Αθηνάς παρέα με τρία μέλη της οικογένειάς μου (ανάμεσά τους ο γαμπρός μου Μάικλ Στίβενσον, παραγωγός της μκρού μήκους ταινίας «The One Note Man» του Ελληνα σκηνοθέτη Γιώργου Σιούγα, που μπήκε στην shortlist των Οσκαρ). Παρά την απόφασή μου να πάρω τις αποστάσεις μου από το πρότζεκτ, ήμουνα λίγο αγχωμένος.
Με τη γυναίκα μου είχαμε πάει στα γυρίσματα, στο Ομπαν της Σκωτίας. Η λάσπη, η βροχή και οι τυφώνες που θα δείτε στην ταινία είναι η λάσπη, η βροχή και οι τυφώνες, που μετέτρεπαν τον χώρο γυρισμάτων σε ένα φρικτό βούρκο. Κανένα ειδικό εφέ, ακόμα μούσκεμα είμαι! Η Αθηνά κι εγώ δεν μιλήσαμε πολύ - υπερβολικά βρεγμένοι και παγωμένοι - γιατί ήταν απασχολημένη με τη σκηνοθεσία και τους ηθοποιούς. Ηταν, όμως, μια υπερφορτισμένη μπαταρία συγκέντρωσης και φιλοδοξίας. Και η ταινία την δικαίωσε. Ενα είναι βέβαιο, δεν είναι τηλεόραση. Μερικές ταινίες είναι πολύ μεγάλες και μνημειώδεις για τα καθιστικά μας και αυτή τη μικρή οθόνη στη γωνία. Η ταινία της θυμίζει σε όλους μας ότι πρέπει μια φορά στις τόσες να ξεκολλάμε από τον καναπέ και να πηγαίνουμε σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Το «Harvest» είναι φιλόδοξο, σύνθετο και εντελώς αληθινό. Το τέλος του με βρήκε να κλαίω, κάτι που το ίδιο μου το μυθιστόρημα δεν θα κατάφερνε ποτέ.
Πριν την προβολή, αγκαλιαστήκαμε με την Αθηνά για πρώτη φορά και μου εξομολογήθηκε πόσο αγχωμένη ήταν, πόσο φοβόταν ότι η ταινία δεν θα μου αρέσει. Δεν έπρεπε να ανησυχεί. Ολοι μας λατρέψαμε κάθε υπέροχο πλάνο της.
Ακούγεται ότι θα έρθετε στην Αθήνα για την πρεμιέρα του «Harvest». Θα είναι το πρώτο σας ταξίδι στην Ελλάδα;
Εχω έρθει στην Ελλάδα και στα νησιά σας πολλές φορές, πρώτα ως φοιτητής, μετά ως δημοσιογράφος και τέλος για οικογενειακές διακοπές, όταν τα παιδιά μας ήταν μικρότερα. Μια ευκαιρία να ξανάρθω θα ήταν πολύ ευπρόσδεκτη.
Το «Harvest» της Αθηνάς Τσαγγάρη προβάλλεται το Σάββατο, 2 Νοεμβρίου, στις 22.00, στο Ολύμπιον.
Βρείτε εδώ τα 65 πράγματα που περιμένει το Flix να δει στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης
To 65o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 31 Οκτωβρίου μέχρι και τις 10 Νοεμβρίου. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στην επίσημη σελίδα του στο Facebook και το Instagram.