Οταν «Η Εξαφάνιση της Ελενορ Ρίγκμπι» («The Disappearance of Eleanor Rigby»), το φιλόδοξο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Νεντ Μπένσον, έκανε την πρεμιέρα του στο Τορόντο πέρσι το φθινόπωρο, είχε την μορφή που είχε οραματιστεί, γράψει, γυρίσει κι μοντάρει ο δημιουργός του: δύο ταινίες, σύνολο τριών ωρών, που παίζονται back-to-back με τίτλο «Him» and «Her», παρουσιάζοντάς μας (από τη δική του και τη δικής σκοπιά) την ιστορία του χωρισμού ενός νέου ζευγαριού όταν η τραγωδία που τους χτύπησε την πόρτα ήταν αβάσταχτη για να την επιβιώσουν. Οσοι είδαν τις ταινίες στο TIFF έγραψαν διθυράμβους για το πόσο αλληλοσυμπληρωματικά λειτουργούσαν. Η μία γέμιζε τα κενά της ιστορίας της άλλης, σχηματίζοντας ένα σπαραχτικό αποτέλεσμα που αποζημίωνε το θεατή για την υπομονή του. Ταυτόχρονα βέβαια, υπήρχαν και οι σκεπτικές φωνές της εμπορικής λογικής: πέρα από ένα φεστιβαλικό περιβάλλον, πώς θα πουλούσε κανείς δύο ταινίες στο μαζικό κοινό; Υπήρχε τρόπος διανομής ενός τέτοιου εγχειρήματος;
Κι εκεί στο πλάνο μπαίνει ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν. Ο μεγαλοπαραγωγός της Weinstein Co. που προκάλεσε (από ό,τι φάνηκε, δικαιολογημένα) και όλο το σκάνδαλο με το «Grace of Monaco», είχε γνώμη και για «Eleanor Rigby». Το αγόρασε στο Τορόντο, αλλά αμέσως μετά υποχρέωσε τον Μπένσον να κάνει μία... τρίτη ταινία με τίτλο «They» - η οποία αψηφώντας το εύρημα των δύο διαφορετικών οπτικών, συμβιβάζει το στόρι σ' ένα 2ωρο «best of» των κομματιών τους. Ο Χάρβεϊ υπέβαλλε την ταινία στις Κάννες, κι επιλέχθηκε στο τμήμα «Ενα Κάποιο Βλέμμα».
Οπου και το είδαμε πριν από λίγο. Κι απογοητευτήκαμε. Γιατί όσο κι αν ο Μπένσον και η ομάδα του χρυσώνουν το χάπι δηλώνοντας ότι «το αποτέλεσμα τους ξάφνιασε και τους ικανοποίησε και για αυτό δέχτηκαν αυτή την παρέμβαση», η αλήθεια είναι πιο πικρή. Πρώτον, το πρότζεκτ υποβιβάστηκε σε ένα ακόμα συνηθισμένο παράδειγμα μικρής indie ταινίας και, δεύτερον και κυριότερον, δεν λειτουργεί - έχει κενά. Τόσο στην αφήγηση, όσο και στο συναίσθημά του.
Βέβαια καταλαβαίνεις, τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά, ότι υπάρχουν οι καλύτερες προθέσεις. Το αισθάνεσαι: ο Μπένσον θέλησε να αφηγηθεί τη ιστορία ενός ζευγαριού που ξεκινούν για το «για πάντα» και η ζωή τούς τσακίζει, με έναν τρόπο πρωτότυπο, μακριά από κλισέ, αφαιρετικό, ελλειπτικό, άμεσο, τρυφερό, παράδοξο. Σαν μία συρραφή ειλικρινών στιγμών, κι όχι γραμμικής κινηματογραφικής αφήγησης.
Επίσης, η επιλογή του καστ δημιουργεί προσδοκίες και υποσχέσεις: με την Τζέσικα Τσαστέιν (είναι ακόμα νωρίς να μιλήσουμε για την επόμενη Κέιτ Μπλάνσετ;) στον ομώνυμο ρόλο, τον πάντα εύθραυστα στιβαρό Τζέιμς ΜακΑβόι ως σύντροφό της, την Βαϊόλα Ντέιβς καθηγήτριά της και τους Γουίλιαμ Χαρτ και Ιζαμπέλ Ιπέρ να ερμηνεύουν τους γονείς της, κανείς περιμένει αυτή τη δραμεντί χαρακτήρων να... αναπτύξει χαρακτήρες. Να ζυμώνεται μέσα από διαλόγους ουσίας, σκηνές γραμμένες για να τις σηκώσουν στις πλάτες τους ηθοποιοί αυτής της στόφας, ένα σενάριο που θα επιτρέψει στο τόσο ταλέντο να αναπνεύσει και μία σκηνοθετική ματιά που θα απογειώσει την μεταξύ τους χημεία.
Μόνο που η «They» version δεν επιτρέπει τίποτα από τα παραπάνω. Ο Γουίλιαμ Χαρτ έχει μισή σκηνή, η Βαϊόλα Ντέιβις μία συρραφή από «indie» (αντι)μεγαλοστομίες, η Ιζαμπέλ Ιπέρ αντιπροσωπεύει τη «γαλλίδα μάνα» απλά καπνίζοντας μανιωδώς και κρατώντας μονίμως στο χέρι της ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Οι Τσαστέιν-ΜακΑβόι είναι πολύ καλοί. Πολύ. Αλλά δεν καταλαβαίνεις ποτέ την ιστορία τους, τον ψυχισμό τους, τα κίνητρα, τις πληγές, τα θέλω τους. Δεν τους νιώθεις ως ζευγάρι, έτσι όπως η αφήγηση έχει κατακερματιστεί και κολλήσει ξανά με σελοτέιπ.
Ο Μπένσον μοιάζει να «στήνει» τον ρυθμό της ταινίας, με την υπομονή και την ελλειπτικότητα του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά. Επιλέγει να μην βάζει τους ηθοποιούς του να απαγγέλουν κλισέ, αλλά να αποτυπώνει τα μικρά «τίποτα», τις νευρώσεις της ανθρώπινης φύσης. Χτίζει σκηνές που ελπίζει να δημιουργήσουν την «μεγάλη ιστορία». Αυτή με την οποία θα μας συγκινήσει, θα μας ταράξει, θα επικοινωνήσει. Την αντιπαράθεση, το χωρισμό ή την επανένωση του ζευγαριού. Τη σύγκρουση με τους γονείς, την αποκαθήλωση, την επούλωση. Μόνο που όλα αυτά δεν γίνονται ποτέ. Οι στιγμές προσπερνούν σα χαμένες ευκαιρίες. Η επιμονή να μην φανεί κάτι στημένο, αλλά να το πνίξεις στην «ειλικρινή» αμηχανία σε αφήνει με... μία σειρά από αμηχανίες.
Ισως όμως όλα αυτά να είναι αποτέλεσμα του ψαλλιδίσματος στο μοντάζ. Ισως οι δύο εκδοχές να γέμιζαν τα κενά, να έχτιζαν ατμόσφαιρα, να αναδείκνυαν τη χημεία του ζευγαριού και να έκαναν τις καρδιές μας να ραγίσουν με την υπόνοια της «all those lonely people / where do they all come from?» μοναξιάς που επιφέρει ένας χωρισμός.
Ο Γουάινσταϊν διαβεβαίωσε ότι θα ανοίξει την εννιαία ταινία μαζικά, αλλά το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει και τις original δύο εκδοχές της σε arthouse κύκλωμα. Το ελπίζουμε και θέλουμε να το δούμε έτσι και στην Ελλάδα.
Tags: κάννες 2014