«Ποια είναι η φιλοδοξία σας στη ζωή;»
«Να γίνω αθάνατος και μετά να πεθάνω.»
Εδώ ταιριάζει πραγματικά μία έκφραση που χρησιμοποιούμε συχνά και τόσο σπάταλα: τέλος εποχής.
Ο παγκόσμιος κινηματογράφος έχασε μία εμβληματική φιγούρα, έναν ανεπανάληπτο σκηνοθέτη, έναν πρωτοπόρο δημιουργό που επηρέασε όσο κανένας άλλος το ρου της ιστορίας (του σινεμά και του κόσμου όλου). Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ έφυγε από τη ζωή στα 91 του χρόνια, την Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου του 2022, με τεχνική υποβοηθούμενης αυτοκτονίας.
Με τον Κλοντ Σαμπρόλ στα γραφεία του Cahiers du Cinéma
Γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1930 στο Παρίσι από γονείς ελβετικής καταγωγής και μεγάλωσε βλέποντας, γράφοντας (στα «Cahiers du Cinéma»), και, ευτυχώς, κάνοντας σινεμά. Από το 1959 που κράτησε την κάμερα μέσα από ένα καρότσι του σούπερ μάρκετ και μαζί του κράτησε και το κοινό «Με Κομμένη Την Ανάσα» ο Γκοντάρ προκάλεσε, αμφισβήτησε και μεγάλωσε τα όρια της μεγάλης οθόνης.
Πίσω από τις κάμερες στο «Με Κομμένη την Ανάσα»
Πίσω από τις κάμερες στο «Με Κομμένη την Ανάσα»
Πίσω από τις κάμερες στο «Με Κομμένη την Ανάσα»
Πατέρας της Nouvelle Vague, μαζί με τους Φρανσουά Τριφό, Κλοντ Σαμπρόλ, Ζακ Ριβέτ και όλους όσους χώρεσαν στο ρηξικέλευθο όραμα μιας ολόκληρης γενιάς, ο Γκοντάρ επαναστατοποίησε το σινεμά, αψηφώντας κανόνες και απελευθερώνοντας την κινηματογράφηση.
Δεν τον ενδιάφερε ο κανόνας ότι ο κινηματογράφος «πρέπει να δίνει περισσότερο βάση στη τέχνη παρά στη καινοτομία». Τον ενδιέφερε το πείραμα - μία ριζοσπαστική του προσέγγιση στους κινηματογραφικούς κώδικες, με άξονες την πολιτική και τη φιλοσοφία (μαρξιστικός σοσιαλισμός / υπαρξιακή φιλοσοφία). Κινηματογραφικές επιρροές του, στάθηκαν, ανάμεσα σε άλλα, το κλασικό Χόλιγουντ, ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, αλλά και ο ιταλικός νεορεαλισμός.
Χωρισμένη σε τέσσερις περιόδους, η φιλμογραφία του Γκοντάρ διαθέτει την ευδιάκριτη πολιτική της περίοδο, από το 1968 έως και το 1974 (τη λεγόμενη Μαοϊκή, όταν μαζί με τον Ζαν Πιερ Γκορέν ίδρυσε την ομάδα «Τζίγκα Βερτόφ»), μόνο που αν ψάξει κανείς καλύτερα το σινεμά του, η αλληλεπίδραση του με την πολιτική δεν σταμάτησε ποτέ. Ο πόλεμος στην Αλγερία στον «Μικρό Στρατιώτη» του 1963, το Βιετνάμ και ο Ψυχρός Πόλεμος στον «Τρελό Πιερό» του 1965 αλλά και τα δύο πρώιμα δείγματα της Μαοϊκής περιόδου του (η «Κινέζα» και το «Weekend» του 1967 και τα δύο) αποδεικνύουν πως ο Γκοντάρ πολέμησε εξ αρχής ταυτόχρονα για δύο σκοπούς: την ανατροπή του σινεμά όπως το ξέραμε και την ανατροπή της κοινωνίας όπως δεν θέλαμε να την γνωρίζουμε.
Με την Μπριζίτ Μπαρντό στα γυρίσματα της «Περιφρόνησης»
Με την Ανα Καρίνα στα γυρίσματα του «Alphaville»
Με σημαία την επανάσταση και ορόσημο τον Μάη του '68 ο Γκοντάρ θα αποκήρυσσε το ρόλο του δημιουργού και του σούπερ σταρ σκηνοθέτη (για τον οποίο, ακόμη κι αν δεν το δεχόταν τόσο είχε παλέψει) και θα ξαναδοκίμαζε τις αντοχές του μέσου, σε μια σειρά από πειραματικές και διανοουμενίστικες ταινίες (χαρακτηριστικό το «Ολα Πάνε Καλά» του 1972), τις πιο αδύναμες ολόκληρης της φιλμογραφίας του, φτάνοντας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80. Και θα δεχόταν την κριτική, την αμφισβήτηση, τη δυσπιστία που θα ενέτειναν οι αντισημιτικές του δηλώσεις και η δωρεάν «πολιτική για την πολιτική» που τον είχε κυριεύσει.
Λίγο πριν επιστρέψει στην τρίτη περίοδο του, την πιο συμβατική κινηματογραφικά και ανακαλύψει την τηλεόραση ως το μέσο «όπου μπορούν να συμβούν τα πάντα», ο Γκοντάρ ήταν πια σίγουρος: «Τέλειωσε. Υπήρχε μια εποχή όπου το σινεμά μπορούσε να βελτιώσει την κοινωνία, αλλά αυτή η εποχή χάθηκε για πάντα».
Στο Φεστιβάλ Καννών τον Μάη του '68
Μπαίνοντας στα 00s, πιο προκλητικός απ' ότι σοφός και λιγότερο «πνευματικός άνθρωπος» απ' ότι σκηνοθέτης, πάντα φιλέλληνας (και στο πλευρό της χώρας σε κάθε της μικρή ή μεγάλη κρίση) ο Ζαν Λικ Γκοντάρ του «Éloge de l'amour» (2001), της πιο τρυφερής ταινίας του και των καθαρά πολιτικών «Νotre Musique» (2004) και του «Film Socialisme» (2010), του «Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα» (2014) και του «Βιβλίου των Εικόνων» (2018) δεν διαφέρει στην πραγματικότητα καθόλου από τον Ζαν Λικ Γκοντάρ του «Δύο ή Τρία Πράγματα που Ξέρω Γι' Αυτήν» ή της «Κινέζας».
Μακριά, όμως, από την πολιτική αφύπνιση των 60s και των 70s και γνωρίζοντας πως η ελπίδα για έναν διαφορετικό κόσμο έχει πια χαθεί, ο Γκοντάρ των 00s θύμιζε πλέον έναν γνήσιο μηδενιστή.
Ακόμη, όμως, κι αυτό δεν είναι η απόλυτη αλήθεια. To «αμετανόητα αριστερός» ίσως είναι ο χαρακτηρισμός που του ταίριαζε περισσότερο. Πως αλλιώς να περιγράψεις έναν δημιουργό που, ενώ θα μπορούσε να ελέγχει ολόκληρη την κινηματογραφία της Γαλλίας, ζούσε επί χρόνια απομονωμένος στο Ρολ της Ελβετίας κάνοντας ταινίες με 300.000 ευρώ; Και πως αλλιώς να χαρακτηρίσεις έναν άνθρωπο που συνέχιζε – σιωπηλά – να πιστεύει ακόμη στην επανάσταση, όπως ο ίδιος την έζησε τον Μάη του 1968 στο φλεγόμενο Παρίσι, αποτίοντας με τα κινηματογραφικά δοκίμια της τελευταίας του περιόδου φόρο τιμής στις χώρες και τις κουλτούρες που του δίδαξαν τι σημαίνει πολιτισμός;
Film Socialisme
Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ δεν ήταν ένας εύκολος άνθρωπος. Δεν ήταν καν ένας συμπαθητικός άνθρωπος. Ακόμη και στο πλευρό της Ανα Καρίνα, του μεγάλου του έρωτα, ήταν λίγες οι στιγμές που «κατευνάστηκαν» οι (δικαιολογημένοι και αδικαιολόγητοι) θυμοί του. Η μετριοφροσύνη είναι μια αρετή που δεν βρήκε ποτέ ανοιχτή πόρτα για να εισέλθει στη ζωή του. Και οι απόψεις του για το σινεμά, τον κόσμο, την Αμερική, το ποδόσφαιρο, τον Φρανσουά Τριφό υπήρξαν όλες εν δυνάμει «ανατρεπτικές». Ατάκες από μια κινηματογραφική ταινία (δική του κατά προτίμηση) που δεν θα γυριστεί ποτέ και που θα αποτελούν κάθε φορά θέμα συζήτησης στους κύκλους της διανόησης. Σε απόλυτη ευθεία με τα τελευταία ερμητικά κλειστά και εγκεφαλικά έργα του 80χρονου, σήμερα, σκηνοθέτη.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η «απουσία» του. Από το φεστιβάλ Καννών που τον περίμενε το 2010 ως μάννα εξ ουρανού για να δυναμώσει το γαλλικό ηθικό, μένοντας τελικά με μια επιστολή του που δικαιολούσε την απόφαση του να μην έρθει στο φεστιβάλ επικαλούμενος «προβλήματα ελληνικού τύπου». Από τα Οσκαρ του 2011 που αποφάσισαν να του απονείμουν ένα τιμητικό βραβείο, νομίζοντας πως επειδή ο Ομπάμα βγήκε στην εξουσία, ο Γκοντάρ θα ξεπερνούσε το πρόβλημα του με την Αμερική και θα έτρεχε να υποκλιθεί στα μέλη της Ακαδημίας για την τιμή. Από το σινεμά, που τον βλέπει να επιστρέφει κάθε φορά πιο δυσνόητο, πιο αινιγματικό, ίσως τελικά πιο μοντέρνο απ' όλους τους μοντέρνους. Από τις Κάννες, ξανά, του 2015 που τον βράβευσαν για το «Αντίο στη Γλώσσα» και τις Κάννες του 2018 που του αφιέρωσαν έναν «ειδικό Χρυσό Φοίνικα» για το «Βιβλίο των Εικόνων».
Αυτοπροσωπογραφία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ (Μάρτιος/Μάιος 2020)
Δεν έχει σημασία. Το να εναποθέτεις την αλλαγή του κόσμου στην Τέχνη είναι εξ ορισμού μια μάταιη ιδέα. Και ο Γκοντάρ το έχει πια καταλάβει. Από τους δύο πόλους της πολιτικής του καριέρας, ο δεύτερος, αυτός του να αλλάξει τον κόσμο, παρέμεινε μια ουτοπία. Ισως γι'αυτό και ο Γκοντάρ μιλούσε πλέον σπάνια. Και όταν το έκανε ήξερε πως η εποχή μας τον ακούει από σεβασμό, αλλά και από απόσταση. Σαν ένα ιερό τέρας που δεν μπορείς να αγνοήσεις, αλλά που πλέον δεν μπορείς να ακολουθήσεις.
Ο σοσιαλισμός στον οποίο πίστευε ο Γκοντάρ ήταν ανύπαρκτος, όχι επειδή δεν υπάρχει αλλά επειδή δεν μπορεί να υπάρξει. Η κριτική του απέναντι στην Ενωμένη Ευρώπη, η ιδέα του για έναν κόσμο ελεύθερο από ιδιοκτησίες (πνευματικές και μη), η πίστη του σε μια δημιουργία εκτός συστήματος μπορεί να τον τοποθέτησαν μέσα στα χρόνια σε περίοπτη θέση ως μια από τις πιο «συγκροτημένες» πολιτικές φωνές της διανόησης αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Μόνο που η επανάσταση της οποίας συνέχισε μέχρι και το τέλος της ζωής του να ηγείται αφορούσε πλέον μόνο όσους είχαν διάθεση να αποκωδικοποιήσουν το έργο του.
Για τους υπόλοιπους ήταν, είναι και θα είναι πάντα ο σκηνοθέτης του «Με Κομμένη την Ανάσα», της «Περιφρόνησης», του «Ζούσε τη Ζωή της» και του «Bande à Part», ο άνθρωπος που υποστήριξε πως «το μόνο που χρειάζεσαι για να κάνεις μια ταινία είναι ένα κορίτσι και ένα πιστόλι» ή πως «μια ταινία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, αλλα όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά». Επηρεάζοντας οτιδήποτε γνωρίζουμε σήμερα ως...σινεμά.
Ο πραγματικά «πολιτικός» Γκοντάρ, δηλαδή.
Τα τελευταία νέα, ένα μόλις χρόνο πριν το θάνατό του, τον ήθελαν απομονωμένο στο σπίτι του στο Ρολ της Ελβετίας (κοντά στη λίμνη της Γενεύης, εκεί που δεν άνοιξε την πόρτα στην Ανιές Βαρντά στο «Πρόσωπα & Ιστορίες», να επιμένει στη συντροφιά του πούρου του και των πιστών συνεργατών του Φαμπρίς Αρανιό και Ζαν-Πιερ Μπαταγιά, και να «ιδιοκατασκευάζει» (ναι, με τον τρόπο που το κάνει τελευταία) ακόμα μία ταινία.
Ηταν άραγε αυτή ή κάποια άλλη;
Μπορεί να μάθουμε, μπορεί να μην μάθουμε ποτέ.
Ενα είναι σίγουρο: το σινεμά άλλαξε για πάντα εξαιτίας του Ζαν-Λικ Γκοντάρ και το σινεμά δε θα είναι ποτέ το ίδιο χωρίς τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ.
Δεν με ενδιαφέρει η υστεροφημία. Η ζωή αλλάζει. Τώρα που μεγαλώνω πρέπει να προσέχω περισσότερο τον εαυτό μου. Εχει περάσει αρκετός καιρός όπου αποσύρθηκα από την κοινωνική ζωή. Θα ήθελα να ξαναπαίξω τένις. Αναγκάστηκα να σταματήσω λόγω προβλημάτων στα γόνατα μου. Οταν γερνάμε, η παιδική μας ηλικία επιστρέφει. Είναι καλό. Και όχι, δεν με αγχώνει καθόλου η ιδέα πως μια μέρα θα πεθάνω.»
Δείτε εδώ μερικές συνεντεύξεις του Ζαν-Λικ Γκοντάρ: