«Οι ταινίες είναι σαν πεδία μάχης. Ερωτας, μίσος, δράση, βία, θάνατος - με μια λέξη συναισθήματα.»

Σε μια ταινία που όλοι της οι διάλογοι απαρτίζονται από αποφθέγματα που θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις σε κάθε φάση της ζωής σου, προκειμένου να βγεις (ή να μπεις) από τη δύσκολη θέση, ας απομονώσουμε το παραπάνω. Κι όχι μόνο επειδή το λέει ο «ασυμβίβαστος των ασυμβίβαστων» Σάμιουελ Φούλερ, γκεστ εδώ στη σινεφιλική φαντασίωση ολόκληρης της νουβέλ βαγκ και εξ απαλών ονύχων φετίχ για τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ.

Ας θεωρήσουμε, λοιπόν, πως ο «Τρελός Πιερό» είναι ένα πεδίο μάχης.

Γιατί αλλιώς δεν είναι εύκολο να πεις τι είναι. Είναι ταινία; Είναι ένα οπτικοακουστικό μανιφέστο; Είναι μια απόπειρα για μια ιστορία αγάπης που κλείνει μέσα της όλες τις προηγούμενες αλλά και τις επόμενες ιστορίες αγάπης του σινεμά; Είναι ένα βιβλίο που απλώς τυπώθηκε σε φιλμ; Ενα φιλμ-σύμβολο που δεν μιλάει ποτέ γι’ αυτό που μιλάει και δεν αναφέρεται ποτέ σε αυτό που δείχνει; Ή, τελικά, μια ανθρώπινη κατάσταση - που κάπου ανάμεσα στην ποπ φαντασμαγορία και τον υπαρξισμό - τρέχει με τα 24 καρέ του κινηματογράφου για να προλάβει την Ιστορία;

Το «πεδίο μάχης» ταιριάζει περισσότερο σε μια ταινία που κάθε της στιγμή μοιάζει με μια απόβαση σε έναν επικίνδυνα θαυμαστό καινούριο κόσμο ή κατά μέτωπον επίθεση σώμα με σώμα με οτιδήποτε γνωστό, μια ταινία που είναι έτοιμη να αυτοαναφλεγεί ανά πάσα στιγμή ακόμη και αυθόρμητα, παρορμητικά και το νιώθεις, μια ταινία που έχει αποφασίσει πολύ πριν την ύπαρξή της καν να θυσιαστεί άνευ όρων προκειμένου να υπερασπιστεί τις ιδέες της. Τόσο οι ήρωές της, όσο και ο θεατής περπατάει συνεχώς σε ένα ναρκοπέδιο. Δεν υπάρχει καμία αίσθηση ασφάλειας, όλα γίνονται με την αίσθηση του ζητήματος «ζωής και θανάτου», όλα είναι νέα, όλα θέλουν να είναι νέα, να ξαναγράψουν την ιστορία του κόσμου από την αρχή, χωρίς κανόνες, χωρίς όρους, χωρίς συμβάσεις, χωρίς σινεμά - με σινεμά από την αρχή.

Με την ίδια διάθεση - όλα από την αρχή - ξεκινά και ο Πιερό («το όνομα μου είναι Φερντινάν»), ένα βράδυ που θα συναντήσει έναν παλιό του έρωτα, την Μαριάν και μαζί της θα φύγει από ένα κοσμικό πάρτι προς το άγνωστο. Πίσω του, θα κλείσει την πόρτα σε ένα γάμο που τον βοήθησε στην κοινωνική του ανέλιξη, αλλά τον εγκλώβισε σε ένα κόσμο αποστειρωμένο από αντίδραση, από νουάρ μυθιστορήματα, από φιλιά ανάμεσα σε ρουφηξιές τσιγάρου και από τη διαρκή ανάγκη του ανθρώπου, σε κάποιο σημείο της ζωής του, να διαφύγει, να ξεφύγει, να αποφύγει, να υπεκφύγει. Να φύγει.

Ζαν-Λικ Γκοντάρ και Πιερό μοιράζονται τη διάθεση της αναρχίας, την αλαζονική αδιαφορία για κάθε σύμβαση, τη λαχτάρα για μια καθολική διαγραφή ανθρώπων και ιδεών και την ανυπομονησία να γραφτούν τα νέα ευαγγέλια της ποπ κουλτούρας (εκεί όπου μπορεί να ζουν αρμονικά ο Βελάσκεθ με τον Φριτς Λανγκ και ο Εντγκαρ Αλαν Πόε με τον Σελίν). Πιο πολύ μοιράζονται, όμως, - γεγονός που θα μπορούσε κανείς να αντιληφθεί και εν έτει 1965 και όχι μόνο εκ των υστέρων - την προφητεία για ένα Μάη που γεννιόταν ήδη στα Πανεπιστήμια και τις Ταινιοθήκες, μιας Γαλλίας που στη διαδρομή ανάμεσα στο Παρίσι και το Νότο έβλεπε να πεθαίνουν (με ψεύτικο αίμα) όλες οι ψευδαισθήσεις ενός κόσμου που δεν ήρθε ποτέ και μιας γενιάς που δεν είχε καμία άλλη επιλογή από το να στραφεί εναντίον όλων.

Στη θέση του συνοδηγού, αλλά αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια (παρά το δηλωτικό του τίτλου της ταινίας), η Μαριάν (φυσικά εμβληματική και πολιτική από κάθε άποψη αναφορά στο εθνικό σύμβολο της Γαλλικής Δημοκρατίας) είναι ο πραγματικός ήρωας μέσα σε ένα σύμπαν τόσο σουρεαλιστικό που μάταια αναζητά στην «περιπέτεια» ταυτότητα, σπίτι και καρδιά. Η Μαριάν θα ήθελε η ζωή να είναι σαν τη λογοτεχνία: καθαρή, λογική και οργανωμένη, θα ήθελε οι άντρες να μην μιλούν με λέξεις αλλά να κοιτούν με συναίσθημα, θα ήθελε η αγάπη να είναι σύντομη αλλά αληθινή, θα ήθελε ο Φερντινάν να μην αντιδρά κάθε φορά που τον αποκαλεί «Πιερό». Θα ήθελε αυτό το ταξίδι να μην τους βρει ναυαγούς σε αναζήτησh στεριάς, αλλά πιασμένους αγκαλιά σε ένα αιώνιο βιβλίο που θα ξεφυλλίζει την ιστορία τους μέσα στους αιώνες και σε ένα κόσμο όπου όλοι θα καταλάβαιναν οριστικά και αμετάκλητα πως τα μεγαλύτερα συναισθήματα βρίσκονται μέσα στις ιδέες.

Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ ταξιδεύει μαζί με τον Πιερό («το όνομα μου είναι Φερντινάν») και τη Μαριάν (ποτέ πιο όμορφοι, ποτέ πιο σπουδαίοι - Ζαν-Πολ Μπελμοντό και Ανα Καρίνα), σύμβολο κι αυτός μιας κινηματογραφικής χώρας που γράφει το δικό της «ισότητα, αδερφοσύνη, ελευθερία» - με έμφαση στην «ελευθερία». Χάνεται κι αυτός στις διαδρομές που θα τους οδηγήσουν σε μια έρημο όχι πολύ μακριά από το τέλος του κόσμου, κάτω από την άμμο ή μέσα σε ξεσκέπαστα αυτοκίνητα. Σκηνοθετεί, μοντάρει και αφηγείται την ιστορία τους σαν ένα κολάζ, πρωτοφανές ακόμη και για τον ίδιο. Εχοντας εξαντλήσει τα jump cuts, τα παιχνίδια με τα χρώματα (και τις μπογιές), το αυθαίρετο μοντάζ και έχοντας φτάσει πιο μακριά και από την ακύρωση του τέταρτου τοίχου σε όλο το πρότερο (και σπουδαιότερο) κομμάτι της φιλμογραφίας του - με εξέχουσες σιτγμές το «Με Κομμένη την Ανάσα», το «Ζούσε τη Ζωή της», την «Περιφόρνηση» και το «Αλφαβιλ» - εδώ κατακερματίζει κάθε κινηματογραφική σύμβαση και από τα απομεινάρια της φτιάχνει κάτι νέο: κάτι που θα μπορούσε να μοιάζει με ένα πεδίο μάχης χωρίς νικητές και ηττημένους.

Θαυμαστό για την κατασκευή του, (ακόμη) εμπνευστικό για την πρωτοπορία της κινηματογραφικής του γλώσσας (αυτή που βγάζει ο Γκοντάρ ακόμη και προς όλα, όσα κι ο ίδιος πίστεψε για χρόνια πριν την «κυριαρχία» του), μοντέρνο ακριβώς επειδή μοιάζει άχρονο αλλά την ίδια στιγμή και μια ταινία μιας συγκεκριμένης εποχής που δεν είναι φτιαγμένη για να την αγαπήσεις, αλλά για να την αποστηθίσεις, ένα ποίημα, τελικά ή μια αλληγορία που σε αναγκάζει ακόμη και καταχρηστικά να αναζητήσεις ερμηνείες, συμβολισμούς και παραβολές σε κάθε της σκηνή. Ενα πεδίο μάχης, δηλαδή, που είναι λογικό να σε κρατάει συνεχώς σε εγρήγορση, ποτέ σίγουρο για τίποτα, ποτέ κάτι λιγότερο από έναν θεατή για τον οποίο αξίζει να σπάσουν όλοι οι τοίχοι - εντός κι εκτός οθόνης.

«Με μια λέξη, συναισθήματα.»