Ο Μισέλ πιστεύει ότι η ζωή είναι σινεμά: φορώντας το καπέλο του στραβά, όπως ο ήρωάς του, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, θα κλέψει το αυτοκίνητο που θα τον οδηγήσει από τη Μασσαλία στο Παρίσι κι εκεί θα διεκδικήσει την Πατρίτσια, το κορίτσι που δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του. Οταν όμως στην πορεία σκοτώνει έναν αστυνομικό, η αναμέτρησή του με την αληθινή ζωή είναι θέμα χρόνου. Ποιος όμως είπε ότι μέχρι τότε δεν μπορεί να απολαύσει κάθε λεπτό - έντονα, ξέφρενα, άπνοα;

Το σπάσιμο της φόρμας στην κινηματογραφική αισθητική μπορεί να είναι κούφιο τέχνασμα, ή ατόφιο, μεγάλο σινεμά. Ενα στοίχημα που θέλει τον παράδοξο χειρισμό της εικόνας να καταφέρνει να οπτικοποιήσει την καρδιά του σεναρίου. Ο Γκοντάρ δεν είχε σενάριο (ή τουλάχιστον δεν είχε ολοκληρωμένο σενάριο). Είχε όμως τρεις ήρωες. Το αγόρι, το κορίτσι και το Παρίσι. Τρεις αφορμές να αποτυπώσει σε αθάνατο ασπρόμαυρο τη φρεσκάδα, την ακαταμάχητη τρέλα, την αναίδεια της νιότης. Την προτροπή του «ζήσε γρήγορα, ζήσε στα όρια», καθαρόαιμου, ουτοπικού ρομαντισμού. Και μια πόλη που λες κι έχει χτιστεί για να μεταμορφώνει τα πάντα σε κινηματογραφικό σκηνικό.

Αυτή την ορμή έκανε ο Γκοντάρ ταινία. Και την έκανε ανατινάζοντας τις συμβάσεις, τις δομές, παρασύροντας με ένα Νέο Κύμα τους κανόνες της γαλλικής (κι όχι μόνο) κινηματογραφίας. Με ελάχιστα χρήματα, αυτοσχεδιασμούς στους διαλόγους, κάμερα στο χέρι (ή δεμένη σε καροτσάκι του σούπερ μάρκετ για τα «travelling»), jump cuts, φυσικούς χώρους και άναρχη αφήγηση, όπου για 25 από τα 87 λεπτά της ταινίας το πρωταγωνιστικό του ζευγάρι είναι κλεισμένο σε μια κρεβατοκάμαρα με το φακό να παρακολουθεί τα μικρά τους τίποτα. Να καταγράφει κάθε μορφασμό του Ζαν-Πολ Μπελμοντό στο ρόλο που τον ανήγαγε σε μύθο του παγκόσμιου σινεμά, κάθε βλέμμα της Τζιν Σίμπεργκ που έδωσε νέα διάσταση στον όρο της μούσας.

Αυτή όμως ήταν η επανάσταση: στο σινεμά μπορείς να πεις όποια ιστορία θέλεις και με όποιο τρόπο θέλεις. Μπορείς να μπερδέψεις την υψηλή τέχνη με την ποπ, λαϊκή απόλαυση. Στο σάουντρακ συνυπάρχουν και ο Μότσαρτ και η τζαζ, στο σελιλόιντ χωράνε και οι γυναίκες του Πικάσο και τα σέξι pin up κορίτσια των '50ς.

Εξήντα χρόνια μετά την έξοδο της ταινίας όμως (όταν όλα έχουν αντιγραφεί από κάθε φιλόδοξο πειραματιζόμενο indie σκηνοθέτη, σε κάθε γωνιά της γης) δεν μας μένει τόσο η κινηματογραφική αποδόμηση που τόλμησε ο Γκοντάρ, όσο η κατάθεση αγάπης του για το σινεμά. Mία αναμφισβήτητη, ζωντανή, παλλόμενη αγάπη που γεννά αυτοαναφορικούς νουάρ χαρακτήρες, κλείνει το μάτι στον Οτο Πρέμινγκερ, τις γκανγκστερικές ταινίες, τα αμερικανικά b-movies.

Δεν ήταν τελικά ο Μισέλ που πίστευε ότι η ζωή είναι σινεμά, αλλά ο Γκοντάρ. Με κομμένη την ανάσα ανατίναξε τους κανόνες, αλλά ανανέωσε την αιώνια κινηματογραφική υπόσχεση ότι σ΄ένα παράλληλο μαγικό σύμπαν οι πράξεις μας δεν έχουν ποτέ συνέπειες, οι ήρωες δεν τσαλακώνονται και οι προδομένοι έρωτές μας έχουν τη δύναμη να παλέψουν για το χάπι έντ τους ή να πεθάνουν ένδοξα για αυτό.