Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ έφυγε σήμερα, σε ηλικία 91 χρόνων, έχοντας, απολύτως, ζήσει τη ζωή του.
Διαβάστε ακόμη: Μείναμε μόνοι με το κορίτσι και το όπλο. Πέθανε ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ
Το τελευταίο πέρασμά του από την οθόνη που χτυπάει έντονα στη μνήμη - ειδικά για κάποιον που είναι μεγαλύτερος θαυμαστής της Ανιές Βαρντά παρά του Γκοντάρ (guilty) - είναι η... απουσία του, στην ταινία εκείνης, «Πρόσωπα και Ιστορίες». Στο φιλμ (διαθέσιμο στο Cinobo), η Βαρντά, παρέα με τον JR, ακολουθεί μια διαδρομή οδική και συναισθηματική, επισκεπτόμενη μέρη, αναδεικνύοντας μικρές ιστορίες, μεγάλους ανθρώπους, άγνωστους ή σημαντικούς στη δική της πορεία. Αυτή η λογική τη φέρνει στο σπίτι του Ζαν-Λικ Γκοντάρ.
Η Βαρντά και ο Γκοντάρ ήταν, αν όχι φίλοι, σίγουρα συμπολεμιστές. Εκείνος «ο πάπας της νουβέλ βαγκ», εκείνη «η γιαγιά της νουβέλ βαγκ», εκείνος «σημαιοφόρος» της Δεξιάς Οχθης, μαζί με τον Τριφό, εκείνη σε πιο χαμηλούς τόνους στην Αριστερή, μαζί με τον Ρενέ. Δούλεψαν μαζί, ανακάλυψαν κι αποκάλυψαν μαζί, ο Γκοντάρ εμφανίστηκε σε δυο ταινίες της, το μικρού μήκους «Les fiancés du pont Mac Donald ou (Méfiez-vous des lunettes noires)» και το «Η Κλεό από τις 5 στις 7», σίγουρα τσακώθηκαν, σίγουρα αγαπήθηκαν, η παράλληλη πορεία τους σημάδεψε το σινεμά για πάντα.
Αρα γιατί ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, όταν η Ανιές κι ο JR έφτασαν στο σπίτι του, δεν άνοιξε την πόρτα, κάνοντάς τη να κλάψει; Ας πούμε, γι' αυτό: επειδή για τον Γκοντάρ η ανάμνηση, η αναβίωση ή η αποτύπωση του παρελθόντος, δεν είχε ποτέ αξία. Δεν ήθελε ν' αποτελέσει «μια συγκινητική φωτογραφία». Και γιατί απλώς δεν είπε ότι δεν ήθελε να πάρει μέρος στην ταινία; Γιατί... ήθελε κι έτσι κι έγινε. Γιατί, τελικά, τόσο ο Γκοντάρ, όσο κι η Βαρντά, εκείνος πιο ανθρωπιστής, εκείνη πιο ανθρώπινη, έμειναν όμως για πάντα παιδιά, ποτέ συμβιβασμένοι, ποτέ συμβατικοί. Κι ίσως αυτή η κλειστή πόρτα, παρά τα δάκρυα, ήταν η μεγαλύτερη πράξη αγάπης του Ζαν-Λικ στην Ανιές, μια επιβεβαίωση ότι παραμένουν, κι οι δυο τους, μάχιμοι.
Δείτε παρακάτω το απόσπασμα. Η Ανιές Βαρντά διαβάζει το μήνυμα που ο Γκοντάρ έχει γράψει στο τζάμι. Είναι το όνομα ενός εστιατορίου κι ο τίτλος μιας ταινίας της, του «Du côté de la côte». Αυτό, λέει η Βαρντά, ήταν ένα εστιατόριο στο Μονπαρνάς όπου έτρωγαν μαζί, ο Γκοντάρ, ο αγαπημένος της Ζακ Ντεμί κι η ίδια κι όταν ο Ντεμί πέθανε, ο Γκοντάρ της έστειλε μόνο αυτή τη φράση. «Αν ήθελε να με πονέσει, το κατάφερε,» λέει η Βαρντά. «Και το άλλο είναι μια ταινία μου, αυτό σημαίνει ότι σκέφτεται κι εμένα, ότι σκέφτεται και τον Ζακ, αλλά δεν είναι και πολύ αστείο. Λοιπόν. Αν δεν θέλει ν' ανοίξει, είναι γαϊδούρι. Πάμε. Περίμενε. Και να σκεφτείς ότι πήγα στο αγαπημένο του ζαχαροπλαστείο και πήρα μικρά μπριός να του φέρω. Θα του γράψω κάτι. "Δώσε μου την πέννα σου να σου γράψω δυο λόγια, φίλε μου Ζακό. Σ' ευχαριστώ για την ανάμνηση, δεν σ' ευχαριστώ που κράτησες την πόρτα σου κλειστή.»