«Η πρώτη φεμινιστική πράξη μιας γυναίκας είναι να κοιτάξει. Να παραδεχτεί πως γίνεται αντικείμενο παρατήρησης, αλλά να αποκτήσει τη δύναμη να γυρίσει το βλέμμα και να παρατηρήσει κι αυτή.» Ανιές Βαρντά
Μπορεί η νουβελ βαγκ να αποδόμησε και να επαναπροσδιόρισε ριζικά την τέχνη του κινηματογράφου και τους αισθητικούς και αφηγηματικούς κώδικές του, σίγουρα όμως κανείς δεν μπορεί να πει πως μία από τις πτυχές αυτής της πολύμορφης επανάστασης σε όλα τα μέτωπα ήταν και η φεμινιστική προσέγγιση. Μοναδική εξαίρεση μέσα σ’ αυτό το ανδροκρατούμενο σύμπαν από τους πρώην κριτικούς κινηματογράφου, φερέλπιδες επαναστάτες και μετέπειτα μύθους ήταν και παραμένει η Ανιές Βαρντά, η μοναδική γυναίκα σκηνοθέτης της παρέας, αποκαλούμενη και «νονά της νουβέλ βαγκ», αφού το «La Pointe-Courte» της, γυρισμένο το 1955, ήταν ο προπομπός του κινήματος.
Το «Η Κλεό από τις 5 στις 7», γυρίστηκε το 1962, δύο χρόνια μετά το «Με Κομμένη την Ανάσα» του Ζαν-Λικ Γοντάρ και έναν χρόνο μετά το «Ζιλ και Τζιμ» του Φρανσουά Τριφό και το «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» του Αλέν Ρενέ, και ανήκει μαζί με αυτές τις ταινίες στον σκληρό πυρήνα του Νέου Κύματος. Από πολλές απόψεις, ωστόσο, τον ξεπερνά (όπως όλο το έργο της Βαρντά τελικά ακολούθησε τη δική του, ιδιαίτερη και μοναδική πορεία), ειδικά μισό αιώνα μετά, παραμένοντας διαχρονικά επίκαιρο. Ισως γιατί η ταινία, όπως και η ηρωίδα της, ζει σε ένα αιώνιο παρόν, ένα επιτακτικό τώρα, που ακόμα και σήμερα την κάνει φρέσκια, μοντέρνα κι αιχμηρή.
Η Κλεό του τίτλου, λοιπόν, είναι ένα μοντέρνο κορίτσι που ζει στην αριστερή πλευρά του Σηκουάνα, από αυτά που η ποπ κουλτούρα (ετερο)προσδιόρισε ως yé yé girls. Τραγουδίστρια της ποπ, με τρία τραγούδια στο ενεργητικό της, τα οποία σημειώνουν σχετική επιτυχία, αρκετή για να την αναγνωρίζουν οι περαστικοί στο δρόμο, χωρίς όμως ποτέ να είναι σίγουροι γι’ αυτό, η Κλεό θα φτάσει σε ένα κομβικό σημείο της ζωής της κατά τη διάρκεια του θερινού ηλιοστασίου, της μεγαλύτερης μέρας της χρονιάς. Τότε θα ζήσει κι εκείνη τη μεγαλύτερη μέρα της δικής της, σύντομης μέχρι τότε, ζωής, περιμένοντας με αγωνία τα αποτελέσματα της βιοψίας, που θα δείξουν αν οι πόνοι στην κοιλιά της προμήνυαν τελικά κάτι πιο σοβαρό, την αρρώστια που έχει το ίδιο όνομα με το ζώδιο στο οποίο εισέρχεται ο ήλιος ακριβώς εκείνη τη μέρα. Στη διάρκεια του απογεύματος από τις 5 μέχρι τις 7, η Κλεό θα επισκεφτεί αρχικά μία χαρτορίχτρα με δυσοίωνα αποτελέσματα και μετά θα περιπλανηθεί στους δρόμους του Παρισιού, συναντώντας στο διάβα της εραστές, γνωστούς, φίλους και τυχαίους περαστικούς, σε μια πορεία που στο τέλος θα τη βρει λίγο πιο σοφή, σίγουρα πιο ώριμη κι ίσως ερωτευμένη. Μαζί μ’ αυτή και τους θεατές μαζί της.
Η κάμερα της Βαρντά ακολουθεί την κεντρική ηρωίδα της ταινίας σε πραγματικό χρόνο, στο χρονικό διάστημα που καλύπτει ο τίτλος, με μια κινηματογράφηση που μοιάζει αυτοσχεδιαστική κι ενστικτώδης, είναι όμως (προ)μελετημένη στην εντέλεια και αντικατοπτρίζει όλη την πορεία της κεντρικής ηρωίδας από τον ετεροπροσδιορισμό στην χειραφέτηση και την αυτονομία. Η έγχρωμη αρχή της ανάγνωσης των καρτών ταρό σε αντιδιαστολή με την ασπρόμαυρη εξέλιξη της ταινίας είναι εξαρχής δηλωτική αυτής της έξωθεν επιβολής των περιοριστικών δυνάμεων της μοίρας σ’ αυτή την πορεία της Κλεό. Η δεισιδαιμονία και η μοιρολατρεία τη συνοδεύουν σε όλη την πορεία της στους δρόμους του Παρισιού, όπου η Κλεό σε κάθε στάση αναζητά τα σημάδια εκείνα που θα της αποκαλύψουν το μέλλον, από τις σκοτεινές και απειλητικές αφρικανικές μάσκες στις προθήκες ενός καταστήματος μέχρι τα σπασμένα τζάμια και τους καθρέφτες, ακόμα και τα βλέμματα των περαστικών και τις τυχαίες συνομιλίες τους.
Αυτά τα σημάδια όμως μετατρέπονται σταδιακά σε απελευθερωτικούς παράγοντες. Μέσα από την παρατήρηση και τα βλέμματα των άλλων, η Κλεό ανακαλύπτει το δικό της προσωπικό βλέμμα και γίνεται αυτεξούσια της δικής της μοίρας. Η εμπειρία της Βαρντά στη φωτογραφία, από την οποία ξεκίνησε την καριέρα της, σε αντίθεση με το βαθύ θεωρητικό κινηματογραφικό υπόβαθρο των συντρόφων της νουβέλ βαγκ, την κάνει πιο ευαίσθητη στην καταγραφή του παλμού και του πλήθους των οπτικών και ηχητικών ερεθισμάτων που η πόλη και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα προσφέρουν για να συνειδητοποιήσει η Κλεό τη θέση της μέσα στο πλήθος, αλλά κυρίως πάνω στην ίδια της τη ζωή. Ο διαρκής κατακερματισμός των βλεμμάτων όχι μόνο μέσα καθρέφτες και παραπετάσματα (ειδικά στη σκηνή του προβαρίσματος των καπέλων, στην οποία ανατέμνεται ο ετεροκαθορισμός της γυναικείας ταυτότητας), αλλά και με τα jump-cuts και τα διάφορα τεχνάσματα στα οποία με παιδικό σχεδόν ενθουσιασμό επιδίδεται η κάμερα της Βαρντά, δίνει τη θέση του στην καθαρότητα και τη διαύγεια με την οποία ο θεατής και η Κλεό μαζί ατενίζουν στο τελευταίο μέρος την πόλη, τη ζωή, αλλά και (αναστοχαστικά) το ίδιο το σινεμά.
Ακόμα και το πραγματικό όνομα της Κλεό, το οποίο αποκαλύπτεται στο τελευταίο μέρος της ταινίας, υποδηλώνει την αναγέννησή της, όσο βρίσκεται στα πρόθυρα ενός απειλούμενου θανάτου. Η (αναγενημμένη) Φλοράνς είναι πλέον έτοιμη για τον έρωτα, την μόνη ζωοποιό δύναμη, όπως αυτή θα αποκαλυφθεί σε μια τυχαία επίσκεψη στο πάρκο και στη μορφή ενός στρατιώτη σε άδεια από τον πόλεμο της Αλγερίας, ο οποίος θα τη συντροφεύσει στα τελευταία βήματα της διαδρομής της προς το νοσοκομείο για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Κι αν αυτό κατακρίθηκε από μεταγενέστερες θεωρητικούς του φεμινισμού στον κινηματογράφο, ως μια υποχώρηση της σκηνοθέτη από τη μαχητικότητα της ταινίας, δεν παύει να της δίνει μια πιο ανθρώπινη διάσταση και να ολοκληρώνει το πορτρέτο της Κλεό/Φλοράνς, όχι ως μιας γυναίκας που χρειάζεται έναν άντρα στο πλευρό της ως στήριγμα, αλλά ενός ανθρώπου ανεξαρτήτως φύλου, που είναι έτοιμος να δώσει και να δοθεί στη μόνη πραγματική νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο.
Πέρα όμως από τις σημειολογικές και υπαρξιακές προεκτάσεις της σύντομης οδύσσειας της Κλεό, αυτό που κάνει την ταινία ακαταμάχητα και διαχρονικά γοητευτική είναι η ομορφιά και ο μελωδικός ρυθμός της. «Η ασχήμια είναι μια μορφή θανάτου», δηλώνει, άλλωστε, η Κλεό από την αρχή κιόλας και η ταινία γίνεται κάτω από αυτό το πρίσμα ένας θρίαμβος της ζωής μέσα σε όλες της τις αντιφάσεις, όπως αυτές σκιαγραφούνται από την εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία και τις υπέροχες μελωδίες του Μισέλ Λεγκράν, ο οποίος εμφανιζεται σε έναν μικρό, χαρακτηριστικό ρόλο, όσο η Κλεό τραγουδά το «Sans Toi», ένα τραγούδι που θα αρκούσε για να περιγράψει όλο το συναισθηματικό ταξίζι της. Ο Γάλλος συνθέτης δεν είναι ο μόνος που κάνει το πέρασμά του από την ταινία. Κατά την προσφιλή πρακτική της ομάδας της νουβέλ βαγκ, η οποία έβλεπε τον κινηματογράφο ως ένα διαρκές παιχνίδι, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ (η επιρροή του οποίου είναι διάχυτη παντού), η Ανα Καρίνα και ο Ζαν-Κλοντ Μπριαλί εμφανίζονται σε ένα μικρού μήκους, βωβό, σλάπστικ φιλμάκι το οποίο αναφύεται εμβόλιμα και με όλη του την σκανδαλιάρικη, παιγνιώδη και ειρωνική δύναμη.
Αν και μόλις η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Βαρντά, η «Κλεό από τις 5 έως τις 7» ήταν τελικά αντιπροσωπευτική της πορείας που θα ακολουθούσε η Γαλλίδα σκηνοθέτης μέσα στα χρόνια και που, όπως απέδειξε το πρόσφατο «Πρόσωπα και Ιστορίες», η βιολογική συνθήκη ευτυχώς της επιτρέπει να συνεχίζει να ακολουθεί. Ανακαλύπτοντας την joie de vivre ακόμα και στα πιο μελανά και δυσοίωνα σημεία, η Βαρντά έδωσε (και δίνει) ένα πολύτιμο μάθημα για την αυτογνωσία και την ολοκλήρωση. Για κάθε φύλο και για κάθε ώρα της ημέρας.