Σε μια εργατική πολυκατοικία στα προάστια του Παρισιού ζουν λογής λογής άνθρωποι: ένας τσιγγούνης μοναχικός άντρας που αρνείται να πληρώσει για την επισκευή του ασανσέρ επειδή μένει στον πρώτο όροφο, ένας νεαρός που λέει ότι ζει με τη μητέρα του την οποία δεν βλέπουμε ποτέ, μια πρώην διάσημη ηθοποιός που αρνείται να πιστέψει ότι έχει γεράσει, μια Αλγερινή που επισκέπτεται συχνά τον γιο της στη φυλακή...
Η καθημερινότητα, όμως του καθενός, θα πάρει γρήγορα μια ακόμη πιο απρόσμενη, σουρεαλιστική τροπή.
Ο μοναχικός άντρας θα αναγκαστεί να καθίσει σε αναπηρική καρέκλα, υπολογίζοντας τις ώρες που μπορεί να παίρνει το ασανσέρ χωρίς να τον βλέπουν οι υπόλοποι ένοικοι και σε μια από τις βραδινές του εξορμήσεις θα γνωρίσει μια νοσοκόμα που θα της συστηθεί ως φωτογράφος. Ο νεαρός του τελευταίου ορόφου θα ερωτευτεί την ηθοποιό που μετακομίζει απεναντί του και η Αλγερινή κυρία θα δεχθεί την επίσκεψη ενός αστροναύτη της NASA.
Κάπου ανάμεσα στο σινεμά του Ρόι Αντερσον (χωρίς το έντονα συμβολιστικό) και μια αμερικάνικη ανεξάρτητη ματιά πάνω στο περιέργως καθημερινό, ο πάλαι πότε βραβευμένος στο Sundance με το «J'ai Τoujours Ρêvé d'être un Gangster» ποιητής, σεναριογράφος, ηθοποιός και σκηνοθέτης Σαμουέλ Μπενσετρίτ φτιάχνει με το «Asphalte» ένα χάρτη της σύγχρονης αστικής μοναξιάς καδράροντας σε ακαδημαϊκό τετράγωνο κάδρο μια ομιλούσα ταινία βωβής αισθητικής που γρήγορα κάνει το παράδοξο να μοιάζει φυσιολογικό και το μυστηριώδες μια ιδέα πιο πάνω από το υπαρξιακό.
Υπέροχα φωτογραφημένο (κάθε σκηνή είναι ένα μικρό ποπ ταμπλό), πικρά αστείο (ακόμη και όταν οι δύο λέξεις αντιστρέφονται), με μια μελαγχολία που συναγωνίζεται τη στέπα των προαστίων και την ανάγκη για επικοινωνία να είναι σχεδόν οδηγός επιβίωσης, ο Μπενσετρίτ φτιάχνει ένα σπονδυλωτό κωμικό μωσαϊκό όπου μέσα του χωράνε ιστορίες που θα κάποιος θα μπορούσε να αφηγηθεί πως κάποτε άκουσε να συμβαίνουν κάπου μακριά - κάτι σαν αστικοί μύθοι όπως αυτός ο θόρυβος (σε ένα υπέροχο λάιτ μοτίφ που διαπερνά όλη την ταινία) που ακούγεται ανα διαστήματα και οι ήρωες της ταινίας πιστεύουν πως είναι ένα παιδί που ουρλιάζει ή μια τίγρη που πεινάει ή ένας δαίμονας που είναι έτοιμος να τους κατασπαράξει όλους.
Οσο ο Μπενσετρίτ απομακρύνεται από τον σουρεαλισμό και την τρέλα - εκεί ίσως που θα έπρεπε να στείλει τις ιστορίες του ακόμη περισσότερα στα άκρα, το κενό του weirdness γεμίζει η τρυφερότητα και οι υπέροχοι ηθοποιοί του: ο τρόπος που στέκεται και μιλάει καπνίζοντας το τσιγάρο της η Βαλέρια Μπρούνι - Τεντέσκι, το βλέμμα του Μάικλ Πιτ σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του, η ακαταμάχητη εφηβεία του γιου του Μπενσετρίτ, Ζιλ, η τραγικά κωμική περσόνα του Γκουστάβ Κερβέρν και φυσικά η τελική σκηνή αφιερωμένη στην Ιζαμπέλ Ιπέρ, σε ένα αφοπλιστικά σπαρακτικό και σχεδόν αυτοβιογραφικό μονόλογο που ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο μια τόσο «περίεργα» όμορφη ταινία που είναι αδύνατον να της αντισταθείς.
Διαβάστε περισσότερες κριτικές από το 68ο Φεστιβάλ Καννών: