Ο Τιερί είναι ένας από τους 700 εργαζόμενους που μετά την απόλυσή του από το εργοστάσιο στο οποίο δούλευε, προσπαθεί να ζήσει την οικογένειά του με τα 500 ευρώ του επιδόματος ανεργίας. Ενα χρόνο μετά δεν έχει σταματήσει να προσπαθεί - συμμετέχει σε εκπαιδευτικά πρόγράμματα του κράτους που όμως δεν αποφέρουν θέση εργασίας, προσπαθεί μάταια να εκπαιδευτεί στο πώς δίνεις μια καλή συνέντευξη προκειμένου να εντυπωσιάσεις ένα μελλοντικό εργοδότη, βλέπει τις οικονομίες του να τελειώνουν καθώς ξεπληρώνει στην ώρα του το δάνειο για το σπίτι που έχει αγοράσει και πασχίζει να πάρει ένα καινούριο δάνειο για να μπορέσει να μην εγκαταλείψει τις σπουδές του ανάπηρου αλλά γεμάτου ζωή γιού του.
Ο Τιερί είναι ένας άνθρωπος σαν τον οποιονδήποτε. Που με οχυρό τη σιγουριά της θέσης εργασίας του, είχε φτιάξει μια λιτή ζωή με ανέσεις στα μέτρα της μικροαστικής τάξης του και με την απολυσή του είδε τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια του, ήρθε αντιμέτωπος με την οικονομική κρίση και έγινε ένας από όλους τους σημερινούς άνεργους που επί χρόνια αγνοούσαν τον πραγματικό «νόμο της αγοράς» ο οποίος ορίζεται από καλογραμμένα βιογραφικά, ανταγωνιστικές επιδόσεις και μια κρατική μέριμνα που αδυνατεί να προστατεύσει τους αδύνατους, βυθίζοντάς τους σε έναν αδιάκοπο παραλογισμό επιβίωσης.
Υπομονετικά, με πληγωμένο εγωισμό αλλά και μια τιτάνια προσπάθεια να μην αφήσει τη ζωή να τον λυγίσει, ο Τιερί θα συνεχίσει να προσπαθεί, να υποκρίνεται πως με το οποιοδήποτε κόστος η ζωή της οικογένειάς του μπορεί να συνεχιστεί κανονικά, να θεωρεί αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα την ευημερία του γιού του, να αρνείται το ξεπούλημα των λιγοστών κεκτημένων του και θα θεωρήσει τον εαυτό του τυχερό όταν θα βρεθεί τελικά μια θέση εργασίας στο προσωπικό ασφαλείας ενός μεγάλου σούπερ μάρκετ.
Χωρισμένο σε ανεπιτήδευτες βινιέτες από την καθημερινότητα του Τιερί, το «La Loi du Μarché» είναι ένας συνεχής αγώνας διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην ανθρωπιά και το άκαμπτο σύστημα - μια διαδοχή καθημερινής προσπάθειας για επιβίωση κόντρα στην οικονομική κρίση, το ημερολόγιο μιας ζωής που τελικά καταλήγει να είναι το μεγάλο λογιστικό «λάθος» μέσα στον απάνθρωπο Νόμο της Αγοράς.
Κάθε μικρή ή μεγάλη σκηνή (από ένα οικογενειακό τραπέζι που θα κάνει τους γονείς να γελάσουν με το ανέκδοτο που θα τους πει ο γιός τους μέχρι το αποκαλυπτικό παζάρι για την πώληση ενός λυόμενου που καταδεικνύει με συνταρακτικό τρόπο τη σημασία μερικών ευρώ) βρίσκεται εκεί για να οδηγήσει στην επόμενη, σε ένα οικοδόμημα που ο Στεφάν Μπριζε του «Mademoiselle Chambon» - εδώ στην πιο πολιτική του στιγμή και σίγουρα στην καλύτερη στιγμή της μάλλον υποτονικής καριέρας του - σκηνοθετεί με το ρυθμό της ανθρώπινης αντοχής και την κινηματογραφική ματιά των αδερφών Νταρντέν, ποτίζοντας με μελαγχολία την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με καθαρή συνταρακτική δραματουργία τα ηθικά διλήμματα που γεννιούνται και με σκληρό ρεαλισμό την απεικόνιση ενός κόσμου σε ελεύθερη πτώση.
Αποφεύγοντας κάθε σκόπελο μελοδραματισμού, εύκολης κοινωνικής κριτικής ή φτηνού κατηγορώ, ο Μπριζέ εμπιστεύεται στον συγκλονιστικό Βενσάν Λιντόν το ρόλο ενός σύγχρονου υπερ-ήρωα τοποθετώντας τον στα καρέ ενός κόμικ που διαδραματίζεται δίπλα μας ή και ακόμη πιο κοντά μας και δεν φοβάται όχι μόνο να θέσει τα πιο καίρια ερωτήματα για την εποχή μας («είναι ο άνθρωπος η δουλειά που κάνει;», «μέχρι που μπορεί να φτάσει κανείς για να κρατήσει τη θέση εργασίας του;») αλλά και να δώσει τις πιο βαρυσήμαντες απαντήσεις.
Σε μια ταινία που σε πιάνει από το λαιμό και δεν σε αφήνει στιγμή, ούτε μετά το λυτρωτικό της φινάλε και που είναι σαφές πως δεν θα μπορούσε παρά να γεννηθεί μέσα σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, αλλά που τελικά η αλήθεια της είναι διαχρονική, ενα μανιφέστο ανθρωπισμού - αδιαπραγμάτευτη λύση για κάθε εποχή.
Διαβάστε περισσότερες κριτικές από το 68ο Φεστιβάλ Καννών: