Ενα άγριο φυσικό τοπίο, η συνεχής απειλή μιας αναμέτρησης, δυο ομάδες «σκληρών» ανδρών, οι ντόπιοι και οι ξένοι, ένα μικρό χωριό στην ζέστη του καλοκαιριού, ακόμη κι άλογα, το φιλμ της Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ μοιάζει να έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για να δώσουν λόγο ύπαρξης στον τίτλο του φιλμ.
Ομως αυτό το γουέστερν, διαδραματίζεται κοντά στα σύνορα της Βουλγαρίας με την Ελλάδα, εκεί όπου μια ομάδα Γερμανών εργατών έρχεται να χτίσει ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο και να κάνει «έργα υποδομής» όπως λέει ο εργοδηγός στους ντόπιους. Η έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στους δυτικούς και τους βαλκάνιους, τους «Γερμανούς που επιστρέφουν», εβδομήντα χρόνια μετά την τελευταία φορά που βρέθηκαν στην περιοχή, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, δημιουργούν αυτομάτως δυσπιστία.
Ομως ανάλογη δυσπιστία υπάρχει ανάμεσα στην ομάδα των Γερμανών, με την «εξουσία» του μάτσο εργοδηγού Βίνσεντ να απειλείται από την σιωπηλή δύναμη του πενηντάρη Μέιναρντ, νεοφερμένου στο γκρουπ και υπερβολικά πρόθυμου να χτίσει σχέσεις με τους ντόπιους, αφού είναι μόνος, πρώην στρατιώτης δίχως ρίζες πουθενά αλλού.
Με φόντο ένα καλοκαίρι που μοιάζει να κάνει τα πάντα πιο ράθυμα αλλά και να ανεβάζει επικίνδυνα την θερμοκρασία, όχι μόνο στην φύση μα και στα πνεύματα, η Γκρίζεμπαχ στήνει το σκηνικό για κάτι που θα μπορούσε να μεταμορφωθεί ανά πάσα στιγμή σε σύγκρουση, μα που ευτυχώς ακολουθεί μια πολύ πιο πολύπλοκη κι ενδιαφέρουσα διαδρομή.
Η σύγκρουση έτσι κι αλλιώς υπάρχει εκ προοιμίου. Είναι αυτή της εύπορης Ευρώπης και των φτωχών συνοριακών χωρών της, αυτή της εγγενούς ανδρικής αντιπαλότητας στις σχέσεις εξουσίας, αυτή της παράδοσης και της προόδου. Ομως στο φιλμ υπάρχει χώρος και για άλλου είδους παρατηρήσεις, για την (εθνική αλλά όχι μόνο) ταυτότητα, για τις διαδρομές της επικοινωνίας, για την ικανότητα να χτίζεις δεσμούς ακόμη και πέρα από τα εμπόδια όπως η γλώσσα ή η τάξη. Και υπάρχει ακόμη και χώρος για στιγμές καθαρής, απόλυτα λιτής αλλά κι όμορφης συγκίνησης, σε μερικές σκηνές που δεν χρειάζονται την γλώσσα για να μιλήσουν κατ’ ευθείαν στην καρδιά.
Με ένα καστ μη επαγγελματιών ηθοποιών και το μαγνητικό πρόσωπο του Μαίνχαρτ Νόιμαν να τον μεταμορφώνει στον ιδανικό πρωταγωνιστή αυτής της ιστορίας, η Γκρίζεμπαχ στήνει δίχως βιασύνη ένα κινηματογραφικό μωσαϊκό που καταγράφει πειστικά την διαδρομή των σχέσεων, την πάροδο του χρόνου, την ζύμωση των διαφορετικών χαρακτήρων, απλά και μόνο από την συνύπαρξή τους. Και σχεδόν άκοπα, κατορθώνει να πλάσει ένα φιλμ που με καθόλου προφανή ή εύκολο τρόπο μιλά για μερικά απόλυτα σύγχρονα και από την άλλη πλευρά ολοκληρωτικά άχρονα ζητήματα.
Περισσότερες κριτικές από το 70ό Φεστιβάλ Καννών:
- Κάννες 2017: Στο «Wonderstruck», ο Τοντ Χέινς μιλά για την αγάπη: με δυο εποχές, τρεις ταινίες και μια μακέτα
- Το τέλος ενός γάμου και μιας ολόκληρης χώρας στο «Χωρίς Αγάπη» του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ
- Κάννες 2017: Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ κάνει το προσφυγικό προσωπική της υπόθεση στο «Sea Sorrow»
- Κάννες 2017: Τα «Φαντάσματα του Ισμαήλ» δεν είναι σίγουρα το «8 1/2» του Αρνό Ντεπλεσέν
Tags: western, Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ