Η πρώτη μεγάλου μήκους του Τυνήσιου σκηνοθέτη μετρά ανάμεσα στους παραγωγούς τους τους Λικ και Ζαν Πιερ Νταρντέν και παρ' ότι δεν θυμίζει ιδιαίτερα τον δικό τους τρόπο κινηματογράφησης δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις τι ήταν αυτό που κέντρισε το ενδιαφέρον τους. Το φιλμ του Μπεν Ατία ακολουθεί την ιστορία του Χέντι ενός άντρα που μοιάζει να προχωρά στην ζωή δίχως το παραμικρό ίχνος πάθους σε μια πορεία επακριβώς καθορισμένη κυρίως από τη μητέρα του μου μοιάζει να έχει τον έλεγχο σε ο,τι τον αφορά.
Ο Χέντι δουλεύει σε μια αντιπροσωπεία της Peugeot κι ετοιμάζεται να παντρευτεί την Κετζίγια, μια κοπέλα από καλή οικογένεια με την οποία οι μόνες τους ιδιωτικές συναντήσεις είναι στα πεταχτά, στο αυτοκίνητό του, έξω από το σπίτι της και φυσικά δεν περιλαμβάνουν κανενός είδους σωματική επαφή και το ζευγάρι θα μετακομίσει στο μητρικό σπίτι, σε ένα διαμέρισμα πάνω από αυτό της μητέρας του.
Μόνο που σε ένα ταξίδι του για δουλειά σε μια γειτονική πόλη, θα χωρίσει την Ριμ, μια λίγο μεγαλύτερη του γυναίκα που δουλεύει ως χορεύτρια και υπεύθυνη δραστηριοτήτων για τους τουρίστες και μαζί της θα ανακαλύψει ένα κομμάτι του εαυτού του που έμοιαζε να κοιμάται όσο οι άλλοι έπαιρναν τις αποφάσεις για αυτόν.
Με την ημέρα του γάμου του να απέχει ελάχιστα με την μητέρα και τον αδελφό του που έχει επιστρέψει από την Γαλλία όπου πλέον ζει να τον πιέζουν να προχωρήσει στον δρόμο που εκείνοι του έχουν χαράξει, ο Χέντι θα βρεθεί σε ένα δύσκολο σημείο αναγκασμένος για πρώτη ίσως φορά στη ζωή του να πάρει εκείνος μια απόφαση για τον εαυτό του.
Ο Μπεν Ατία σκιαγραφεί τον εξαιρετικό πρωταγωνιστή του Ματζ Μαστούρα αλλά και τους υπόλοιπους ήρωες με διακριτικότητα, αλλά χτίζοντας με καθαρότητα όχι μόνο τους χαρακτήρες τους αλλά και την νοοτροπία μιας κοινωνίας που εκπροσωπούν, δίχως όμως να τους αφήνει κενά σύμβολα αλλά προσδίδοντάς τους σάρκα κι οστά.
Και την ίδια στιγμή ακόμη κι αν μιλά για μια ιστορία που θα μπορούσε να αφορά αποκλειστικά τον ήρωά του κοιτάζει την μεγαλύτερη εικόνα μιας κοινωνίας σε ένα σταυροδρόμι, αναγκασμένη κι εκείνη να αποφασίσει ανάμεσα σε μια ριζική τομή με το παρελθόν, ή στο να μείνει προσκολλημένη στην παράδοση.
Περνώντας σε δεύτερο πλάνο και με διακριτικό τρόπο γεγονότα όπως την επανάσταση του 2010 που έσπρωξε την χώρα σε μια πιο δημοκρατική πορεία αλλά και την περσινή τρομοκρατική επίθεση σε ένα ξενοδοχείο, το φιλμ είναι αναμφίβολα προϊόν της εποχής του, όμως μπορεί να ιδωθεί εξίσου αποτελεσματικά σαν μια ιστορία προσωπικής σύγκρουσης ανάμεσα στο καθήκον και το πάθος, τα όνειρα και την πραγματικότητα.
Και ναι ο αντίλογος θα μπορούσε να είναι πως η ζωή του Χέντι δεν είναι στην πραγματικότητα ιδιαίτερα δύσκολη και πως τα προβλήματά του αφορούν είναι μάλλον «πολυτελείας», όμως το φιλμ όχι μόνο σε κάνει να ενδιαφερθείς και να τα παρακολουθήσεις με αμείωτο ενδιαφέρον, μα σε βοηθά να κατανοήσεις και κάτι βαθύτερο πίσω από αυτά, κάτι που πιθανότατα θα χανόταν αν το focus του φιλμ ήταν διαφορετικό ή πιο πρόθυμο να εντυπωσιάσει, να «σοκάρει», ή να «αποκαλύψει».
Δείτε ακόμη:
- Berlinale 2016: Στο «Hedi» του Μοχάμεντ Μπεν Ατία, η αγάπη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο (ή τον ήρωα)
- Berlinale 2016: Στο «Midnight Special», ο Τζεφ Νίκολς υπερφωτίζει ένα γοητευτικό sci-fi b-movie
- Berlinale 2016: «Χαίρε, Καίσαρ!», μια σαχλαμάρα με πολλή αγάπη
- Berlinale 2016: Οσο κρύβονται στο υπόγειο στο « Lily Lane» του Μπενς Φλίγκαόυφ