Στα 19 του, ο Στράτος διέπραξε ένα έγκλημα πάθους. Πέρασε τη μισή του ζωή στη φυλακή, κάτω από την προστασία ενός αρχινονού του υποκόσμου, του Λεωνίδα. Μια μέρα, κατά τη διάρκεια μιας συμπλοκής ανάμεσα σε αντίπαλες συμμορίες, ο Λεωνίδας του έσωσε τη ζωή. Ο Στράτος αυτό δεν το ξέχασε ποτέ. Ελεύθερος πια, ο Στρατός δουλεύει τη νύχτα σε ένα αρτοποιείο, ενώ τη μέρα εκτελεί συμβόλαια θανάτου. Όλα του τα χρήματα τα δίνει στον Γιώργο, τον αδελφό του Λεωνίδα, που οργανώνει ένα παράτολμο σχέδιο απόδρασης για να βγάλουν τον Λεωνίδα από την φυλακή. Το μόνο πράγμα που απασχολεί τον Στράτο είναι να εξοφλήσει το χρέος του στον Λεωνίδα. Η μέρα της απόδρασης, η πιο σημαντική μέρα της ζωής του, πλησιάζει...

Πολυπρόσωπο, λαβυρινθώδες, γεμάτο χαρακτήρες και αντικρουόμενες δυναμικές, το «Μικρό Ψάρι» ξεκινά σαν ένα αποκαλυπτικό μωσαϊκό ενός παράλληλου κόσμου που μοιάζει να κινείται δίπλα ή κάτω από «τον δικό μας». Εναν κόσμο που ο Γιάννης Οικονομίδης έχει επισκεφθεί ξανά στο σινεμά του, αλλά που εδώ δοκιμάζει να τον χαρτογραφήσει με λεπτομέρεια και διεισδυτική ματιά, μέσα από τον ήρωά του τον Στράτο, έναν άντρα που έχει αφήσει πίσω την φυλακή, αλλά όχι και το έγκλημα.

Πενηντάρης, θλιμμένος, σιωπηλός, ο Στρατός δουλεύει σε μια βιοτεχνία με ψωμιά, τυρόπιτες, φύλα ζύμης, αλλά στην πραγματικότητα βγάζει χρήματα σκοτώνοντας ανθρώπους για λογαριασμό του Μπογιατζή, ενός τύπου που μοιάζει να έχει πάντα κάποιον να «σβήσει». Τα περισσότερα από τα κέρδη της δεύτερης δουλειάς του, πάνε στον Γιώργο, τον αδελφό του Λεωνίδα, του φυλακισμένου αφεντικού του υποκόσμου, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν ένα φιλόδοξο σχέδιο απόδρασης.

Περιτριγυρισμένος από ανθρώπους που θέλουν κάτι από αυτόν, για παράδειγμα να δουλέψει για λογαριασμό τους, όπως ο Πετροπουλος, ιδιοκτήτης μπαρ με κορίτσια και σκοτεινή φιγούρα της πιάτσας, ο Στράτος βρίσκει μια μοναδική υποψία φιλίας στον γείτονά του Μάκη, έναν άβουλο, τσαλακωμένο άντρα και την αδελφή του Βίκυ που πουλάει το κορμί της για να ξεχρεώσει τα χρέη της στον Πετρόπουλο.

Εχοντας πίσω του ένα έγκλημα πάθους πριν από χρόνια που του απέδωσε τα εύσημα ενός ανθρώπου που οφείλεις να σέβεσαι, ο Στράτος δεν μπορεί να ξεκολλήσει από την τροχιά στην οποία έχει μπει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να προσπαθήσει. Σε έναν κόσμο όπου όλα μοιάζουν για πούλημα και όπου όλα είναι φτηνά, εκεί όπου όλοι προσποιούνται ότι ζουν με έναν κώδικα τιμής, θα είναι ο Στράτος, ένας δολοφόνος κατ επάγγελμα αυτός που θα δοκιμάσει να υψώσει το ηθικό του ανάστημα. Ακόμη κι αν μια τέτοια πράξη μοιάζει μάταιη όταν όλα σε τραβάνε με βία κάτω.

Ο Βαγγέλης Μουρίκης απλά θριαμβεύει στον ρόλο του Στράτου. Ειναι μαζί τόσο σκληρός κι όσο εύθραυστος χρειάζεται, τόσο απειλητικός όσο κι ευάλωτος, τόσο θύμα όσο και θύτης. Παίζοντας με το βλέμμα και το σώμα του, με τις σιωπές και τις ανάσες, χτίζει έναν χαρακτήρα που διεκδικεί μια θέση ανάμεσα σε ήρωες που έχουν μείνει κλασσικοί στο ελληνικό σινεμά.

Ο Γιάννης Οικονομίδης τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα σε αυτή την καταβύθιση στα πιο σκοτεινά νερά της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και στην προσπάθεια του να βγάλει το κεφάλι του από εκεί και να πάρει ανάσα, με μια κάμερα που χτίζει εντυπωσιακά έναν κόσμο από απρόσωπα προάστια, μια αυθαίρετα δομημένη επαρχία, ερημωμένες αλάνες και στραπατσαρισμένες γειτονιές.

Και τον περιστοιχίζει με μια σειρά από χαρακτήρες που είτε εμφανίζονται λίγο είτε πολύ στην οθόνη αφήνουν το σημάδι τους. Μόνο που στην πορεία αυτή του Στράτου, που θυμίζει κάτι από μια ζεν υπαρξιακή κατάβαση στην κόλαση, ένα καταραμένο νουάρ ή κάτι σαν ένα αστικό γουέστερν, είναι τις περισσότερες φορές, αυτές οι συναντήσεις τους με τους άλλους που μοιάζουν προβληματικές.

Ναι το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη μπορεί να ήταν συνώνυμο με μια σκληρή γλώσσα, με μια λεκτική βία, με έναν τρόπο εκφοράς διαλόγων που τον χαρακτήρισε στο τοπίο του ελληνικό σινεμά, όμως το «Μικρό Ψάρι» μοιάζει να μην έχει ανάγκη αυτή την σύμβαση πια. Σκηνές σαν αυτές, όπου κάποιος μιλά με ρυθμό πολυβόλου επαναλαμβάνοντας ως επί το πλείστον βρισιές και «άγριες» λέξεις, δείχνουν αχρείαστες, μη αληθοφανείς, ανακόπτουν τον ρυθμό, κάνουν την ταινία να σκοντάφτει και δεν μοιάζουν καθόλου απαραίτητες για να δικαιολογήσουν την τροχιά του Στράτου.

Στο δεύτερο μέρος, όταν το τι πρόκειται να συμβεί μοιάζει λίγο πολύ ξεκάθαρο, το φιλμ εγκαταλείπει την υπερβολή αυτής της τεχνητής γλώσσας και κατορθώνει να σε βάλει σε έναν ρυθμό που υπνωτικά σε παγιδεύει και σε κρατά δέσμιο του μέχρι το τέλος. Εκεί είναι που το «Μικρό Ψάρι» δείχνει τα μεγάλα δόντια του και τότε είναι που τα μικρά κομμάτια του φιλμ ενώνονται σε μια μεγάλη εικόνα.

Μια εικόνα που είναι μαζί σκοτεινή και ματωμένη, αλλά που την ίδια στιγμή μοιάζει να αφήνει ένα ψήγμα αισιοδοξίας. Γιατί ακόμη κι αν όλα δείχνουν δίχως ελπίδα ή διέξοδο, ένα σκοτεινό τούνελ που δεν βγάζει στο φως μα σε έναν μαύρο τοίχο, μπορείς να δοκιμάσεις να τρέξεις. Δεν έχει σημασία αν τσακιστείς, σημασία έχει να το δοκιμάσεις. Κι αν στην πορεία κατορθώσεις να σώσεις κάποιον, τότε ο κόπος θα αξίζει. Ακόμη κι αν αυτός που έσωσες, είναι απλά ο εαυτός σου.


Περισσότερο... «Μικρό Ψάρι»: