Ενα 22χρονο αγόρι στην Αθήνα δεν έχει δουλειά, δεν έχει λεφτά, δεν έχει κοπέλα και δεν έχει φαΐ να φάει, αλλά έχει ένα καναρίνι και πολύ ωραία φωνή κόντρα τενόρου. Οταν μένει και χωρίς σπίτι, πρέπει να βρει κρυψώνα για το καναρίνι του. Κι όταν το καναρίνι παγιδεύεται μες στην κρυψώνα, το αγόρι πρέπει να βρει βοήθεια. Πρέπει να βρει κάποιον να του εξομολογηθεί ότι δεν έχει δουλειά, δεν έχει λεφτά, δεν έχει κοπέλα και δεν έχει φαΐ να φάει.

Μινιμαλιστική, απόλυτα λυπημένη, μα και γεμάτη αγάπη, η πρώτη μεγάλου μήκους του Εκτορα Λυγίζου είναι μια άψογα εκτελεσμένη άσκηση σινεμά, που δεν αρκείται στη δεξιοτεχνία. Σε αγγίζει βαθιά, στα έγκατα της καρδιάς σου.

Ο τίτλος, παράξενος, μοιάζει ακατανόητος, θα μπορούσε να είναι μεταφορικός. Υπό άλλες συνθήκες ακόμη κι ολόκληρη η ταινία. Μόνο που εδώ είναι απολύτως κυριολεκτικός, όπως κι αυτά που κάποτε θα έμοιαζαν υπερβολικά για να χωρέσουν σε μια ταινία που διαδραματίζεται στην Αθήνα, αλλά που πια είναι πολύ κοντά μας για να τα αγνοήσουμε ως δραματική μεγέθυνση για χάρη της τέχνης.

Ναι το αγόρι του τίτλου είναι κατά στιγμές τόσο πεινασμένο, που τρώει το φαγητό του καναρινιού του, αλλά και τόσο αγνό ώστε δεν αφήνει ποτέ το πουλί να πεινάσει. Η πείνα του είναι πανταχού παρούσα, η κατάρα του και μαζί η δύναμη του, κάτι που δεν του επιτρέπει να σταθεί πουθενά, που το αναγκάζει να κινείται συνεχώς, να ψάχνει ασταμάτητα κάτι να την χορτάσει.

Οι συνθήκες της ζωής του χειροτερεύουν διαρκώς. Χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα, σύντομα χωρίς τρεχούμενο νερό, μετά χωρίς καν διαμέρισμα. Και οι άλλοι απόντες. Ενας ηλικιωμένος γείτονας που δεν μπορεί να βοηθήσει, ένα κορίτσι που δεν μπορεί να αντέξει, μια οικογένεια που υπάρχει μόνο σε μερικές φωτογραφίες στην οθόνη ενός υπολογιστή, στην άλλη άκρη ενός φορτισμένου τηλεφωνήματος, σε μια φωνή σε έναν διάδρομο.

Κι όμως ακόμη κι αν η κάμερα μένει σταθερά προσκολλημένη στον εξαιρετικό πρωταγωνιστή Γιάννη Παπαδόπουλο, ακόμη κι αν στην διάρκεια του φιλμ υπάρχει μόνο το εδώ και το τώρα, μοιάζει αναπόφευκτο να σχηματίσεις στο μυαλό σου την εικόνα του πριν.

Γιατί το Αγόρι δεν είναι απλά ένας καταραμένος ήρωας, μια φιγούρα του περιθωρίου (ότι κι αν σημαίνει αυτό). Εχει μια υπέροχη καλλιεργημένη φωνή ενός κόντρα τενόρου, συμπεριφορά και συγκρότηση ενός ανθρώπου που έρχεται από καλύτερες μέρες.

Και το τέλος του φιλμ μπορεί να μην σε αφήνει χωρίς ελπίδα, αλλά δεν μπορεί να σε σταματήσει από το να αναρωτηθείς για το μετά.

Ομως στην οθόνη υπάρχει μόνο το τώρα. Και είναι τόσο λυπημένο, τόσο άμεσο, τόσο έντονο που σου κόβει την ανάσα. Το σινεμά του Λυγίζου είναι λιτό, ασκητικό, όπως και ο ήρωας του, όμως την ίδια στιγμή είναι ηλεκτρισμένο, «χορογραφημένο», μεθυστικό. Σινεμά ρευστό, αλλά απόλυτα ακριβές, χωρίς καλλωπισμούς και περιττό λίπος, και γιατί όχι, ο χαρακτηρισμός ακούγεται τετριμμένος, αλλά του αξίζει απόλυτα: μπρεσονικό.

Ισως γιατί η ταινία του Λυγίζου, όπως κι αυτές του Μπρεσόν, είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό κομμάτι κοινωνικού σινεμά. Δίχως να αγνοεί την πραγματικότητα, την σαρωτική δύναμη που κάτι τόσο απαιτητικό όσο η πείνα μπορεί να έχει πάνω στο σώμα, δεν μένει μόνο εκεί. Αντίθετα, θέλει να μιλήσει για πράγματα πιο λεπτά και εσωτερικά, για κάτι δυσκολότερο να περιγράψεις, να χορτάσεις, να κρατήσεις αλώβητο απ' ότι το σώμα.

Και αν είναι απαραίτητο να υπάρχει μια μεταφορά σε κάθε ελληνική ταινία των ημερών μας, ειδικά σε μια που μιλά για κάτι τόσο κοντινό όσο η ανέχεια (μα όχι η εξαθλίωση), τότε, αυτή στο φιλμ του Λυγίζου θα πρέπει να αναζητηθεί σε κάτι πιο βαθύ και φιλοσοφικό, από την πραγματικότητα. Οχι στους κάδους των σκουπιδιών από τους οποίους μπορεί να τρέφεται ένας άνθρωπος. Μα στο τι σε κάνει να παραμένεις άνθρωπος, ακόμη κι αν τρέφεσαι από τους κάδους σκουπιδιών...


Διαβάστε περισσότερα για το «Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού»:

2

Ακολουθήστε το «Αγόρι...» στο Facebook, το Twitter και το Instagram.