Συνέντευξη

Ο Εκτορας Λυγίζος μιλά στο Flix για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του.

στα 10

Λίγο πριν «Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό τού Πουλιού» παρουσιαστεί ως work in progress στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ, ο Εκτορας Λυγίζος μας δίνει εικόνες και λέξεις για να συνθέσουμε το παζλ του κινηματογραφικού του ντεμπούτου.

Ο Εκτορας Λυγίζος μιλά στο Flix για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του.
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος είναι το αγόρι που προσπαθεί να μη φάει το φαγητό του πουλιού

Ο Εκτορας Λυγίζος είναι ένας από τους εξελισσόμενους Ελληνες δημιουργούς που σου προκαλούν ανυπομονησία: για το τι θα κάνουν, πού θα στραφούν, σε ποιους δρόμους θα σε παρασύρουν. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου, αλλά προς το παρόν έχει δουλέψει περισσότερο στο θέατρο, χτίζοντας το όνομά του με προσωπικό ύφος, γνώση και μια ευπρόσδεκτη διάθεση αυθάδειας. Η πρώτη μικρού μήκους ταινία του, «Εσωτερικό Σπιτιού με Γυναίκα που Καθαρίζει Μήλα», τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποιότητας το 2002 και η δεύτερη, τα «Αγνά Νιάτα» του 2004 συμμετείχε στο Επίσημο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βενετίας και σε άλλα διεθνή φεστιβάλ.

Τώρα ο Εκτορας Λυγίζος ετοιμάζει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, με τίτλο «Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό τού Πουλιού», κεντρικό ήρωα ένα 23χρονο νέο που προσπαθεί να επιβιώσει με αξιοπρέπεια στην Αθήνα κι έναν πρωταγωνιστή που κρατά το βλέμμα κολλημένο στην οθόνη. Η ταινία θα παρουσιαστεί ως work in progress στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ρότερνταμ.

Εχοντας τελειώσει το γύρισμα κι ενώ βρίσκεται στο μοντάζ, ο Εκτορας Λυγίζος μίλησε στο Flix για την ταινία του και για το σινεμά. Διαβάστε τί μας είπε και κρατήστε στο μυαλό την πρώτη, αποκλειστική φωτογραφία από «Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό τού Πουλιού».

Ποια είναι η ιστορία της ταινίας και πώς την εμπνεύστηκες; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του βασικού σου ήρωα;

Η ταινία αφηγείται τρεις μέρες από τη ζωή ενός 23χρονου αγοριού στη σημερινή Αθήνα που παλεύει να επιβιώσει, αλλά και να κρατήσει στη ζωή το καναρίνι του, κόντρα στις συνθήκες αλλά κυρίως κόντρα στο πείσμα και την περηφάνεια του, κόντρα στην απόφασή του να μη ζητήσει από πουθενά βοήθεια και να τα βγάλει πέρα μόνος του.

Πώς στήθηκε η παραγωγή, πόσο ανεξάρτητη είναι και πόσο περίπου κοστίζει;

Η ταινία γράφτηκε για να γίνει με λίγα και να γυριστεί με μικρό συνεργείο. Θα ήθελα πολύ να υπήρχαν τα χρήματα να πληρωθούμε όσοι δουλέψαμε, αλλά τουλάχιστον έχω την ικανοποίηση πως η ταινία ανήκει σε όλους όσοι επένδυσαν πάνω της είτε προσωπική εργασία είτε εξοπλισμό είτε το απαραίτητο ρευστό για να γυριστεί.

Τι ρόλο παίζει στην ταινία η Αθήνα: καθοριστικό, ή γενικά μιας οποιασδήποτε μεγάλης πόλης;

Δεν ξέρω αν παίζει καθοριστικό ρόλο, αλλά σίγουρα η βαριά ατμόσφαιρα που κουβαλάει τον τελευταίο καιρό η πόλη είναι αδύνατο να μη σε επηρεάσει και να μην καθορίσει σε μεγάλο βαθμό μια ταινία που το ένα τρίτο της είναι γυρισμένο στους δρόμους. Εκ των υστέρων πάντως κατάλαβα πως η ταινία είναι, από μια άποψη, κι ένα μικρό χρονικό για τη ζωή στην Αθήνα (τουλάχιστον όπως τη βιώνω εγώ.)

Δώσε μας λίγα στοιχεία για τον πρωταγωνιστή σου: τι αναζητούσες, πώς τον επέλεξες, πώς συνεργαστήκατε.

Δεν αναζητούσα κάποιον. Τον Γιάννη τον γνώρισα λίγο πριν γράψω το σενάριο, την εποχή που είχα πρωτοαποφασίσει να κάνω την ταινία. Και αυτό επέσπευσε όλη τη διαδικασία. Η ταινία γράφτηκε πάνω του. Και κάποιοι από τους βασικούς της άξονες ξεκίνησαν από κείνον. Τέλος πάντων, η ταινία δε θα είχε γίνει αν δεν είχα γνωρίσει τον Γιάννη, γιατί σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό είναι μια ταινία για κείνον.

Τι αισθάνεσαι ότι σου προσφέρει το σινεμά, στη διαδικασία της δουλειάς, σε σχέση με το θέατρο στο οποίο δουλεύεις με επιτυχία τα τελευταία χρόνια;

Δεν περίμενα ότι θα μ’ αρέσει τόσο πολύ. Είχα και χρόνια να κάνω σινεμά. Ανακάλυψα, ή μάλλον θυμήθηκα πως το γύρισμα το λατρεύω. Είναι πολύ γαμάτος τρόπος ζωής. Και νομίζω πως αυτό που το κάνει τόσο γαμάτο, πέρα από το ότι είναι τόσο ομαδικό, σχεδόν σαν ομαδικό άθλημα, είναι πως, σε αντίθεση με το θέατρο, έχεις κάθε μέρα να κάνεις άλλη σκηνή. Οσο καλά ή σκατά και να έχει πάει η προηγούμενη μέρα πρέπει να το ξεχάσεις και να κάνεις όσο καλύτερα μπορείς τη σημερινή. Κάτι μου έμαθε αυτό ή μάλλον κάτι μου υπενθύμισε για την καθημερινή μου ζωή. Οπου κανονικά έχω την τάση να ξαναπροσπαθώ πάλι και πάλι κάτι προηγούμενο.

Κινέζικα πορτρέτα, για μια καλύτερη αίσθηση της ταινίας: Αν η ταινία σου ήταν χρώμα, τι χρώμα θα ήταν; Αν ήταν τραγούδι, ποιο τραγούδι θα ήταν; Αν ήταν φαγητό, ποιο φαγητό θα ήταν;

Γαλάζιο στις ασφαλείς στιγμές, μπεζ στις επικίνδυνες. Τραγούδι το «Erbarme dich» του Μπαχ. Το φαγητό είναι αυτονόητο.

Σε τι ελπίζεις (για την ταινία αλλά και για το κοντινό μέλλον γενικώς); Είσαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος άνθρωπος; Στην περίοδο όπου βρίσκεσαι τώρα, που έχει τελειώσει το γύρισμα και ξεκινά το μοντάζ, με τι είσαι πιο ικανοποιημένος και τι σε αγχώνει περισσότερο;

Ειλικρινά το μόνο που ελπίζω και προσπαθώ είναι να βγει καλή, ή μάλλον να βγει συνεπής στο υλικό της. Και μετά πιστεύω πως θα βρει το δρόμο της. Κι αυτό δεν είναι υπεκφυγή. Παραείναι προσωπική δουλειά για να εξαρτάται η επιτυχία της μόνο από το αν θα πάει ή δε θα πάει κάπου.

Ποιες είναι οι κινηματογραφικές σου αναφορές, άνθρωποι και ταινίες που σε εμπνέουν;

Οι αναφορές τής ταινίας είναι πεντακάθαρες. Και εξόφθαλμες. Και αυτό μ’ αρέσει. Και σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι σκόπιμο. Ως προς τον τρόπο που προσπάθησα να τη δουλέψουμε, σε σχέση κυρίως με την κάμερα αλλά και την αισθητική, η βασική έμπνευση είναι ο Μπρεσόν.

info

σενάριο-σκηνοθεσία Eκτορας Λυγίζος / διεύθυνση φωτογραφίας Δημήτρης Κασιμάτης / μοντάζ Γρηγόρης Ρέντης ήχος Δημήτρης Κανελλόπουλος σκηνικά Σταύρος Λιόκαλος, Κλειώ Μπομπότη / κοστούμια Κλειώ Μπομπότη / μακιγιάζ Ιωάννα Λυγίζου / βοηθός σκηνοθέτη Γιώργος Φουρτούνης / μουσική διδασκαλία Χαράλαμπος Γωγιός / παραγωγοί Eκτορας Λυγίζος, Γιώργος Καρναβάς, Ελίνα Ψύκου, Αργύρης Παπαδημητρόπουλος / executive producer Κωνσταντίνος Κοντοβράκης / Μία παραγωγή τού Eκτορα Λυγίζου, της Steffi και της Guanaco, σε συμπαραγωγή με τη Φαντασία Οπτικοακουστική και την Oxymoron Films

παίζουν Γιάννης Παπαδόπουλος, Λίλα Μπακλέση, Βαγγέλης Κομματάς, Χαράλαμπος Γωγιός, Κωνσταντίνος Βουδούρης