Οι καιροί έχουν αλλάξει. Πάρα πολύ, από το 1981, όταν ο Γουόρεν Αντλερ έγραψε το προκλητικό μυθιστόρημά του, «Ο Πόλεμος των Ρόουζ» και, το 1989, όταν ο Ντάνι ΝτεΒίτο το διασκεύασε, με τον Αντλερ στο σενάριο, σε μια ταινία που έγινε εμβληματική, έγινε στοιχείο της ποπ κουλτούρας, έγινε αναφορά κάθε φορά που συζητιέται η τοξικότητα σ' ένα γάμο.

Γιατί η μαύρη κωμωδία του Ντάνι ΝτεΒίτο έβγαζε στη φόρα όλα όσα... χωρίζουν ένα ζευγάρι και ποτέ δεν ομολογούνται φωναχτά, σχολίαζε την πατριαρχία μέσα σε μια έστω ευτυχισμένη οικογένεια και, ταυτόχρονα, καυτηρίαζε την καταναλωτική αμερικανική κοινωνία όπου όλο το πάθος, η πίστη και η συντροφικότητα μιας ζωής εντοπίζονται σ' ένα και μόνο διακύβευμα: ποιος ή ποια, τελικά, θα πάρει το σπίτι;

Το σημερινό ριμέικ - γιατί περί αυτού πρόκειται - του «Πολέμου των Ρόουζ» είναι λιγότερο... πολεμοχαρές, περισσότερο ταυτισμένο με τη σημερινή εποχή και με μια πρόθεση για ταινία πιο αγαπησιάρικη, άρα και λιγότερο τολμηρή, πιο φλατ. Με μεγαλύτερη έμφαση στην κωμωδία και μικρότερη στη «μαύρη». Εδώ όπου τον γνώριμο, ευπρόσδεκτο κυνισμό του σεναριογράφου Τόνι ΜακΝαμάρα (μεταξύ άλλων της «Ευνοούμενης» και του «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου), λειαίνει και φωτίζει η σκηνοθετική ματιά του έξυπνου χορατατζή Τζέι Ρόουτς, της φήμης του «Austin Powers» και του «Meet the Parents».

Το περιβάλλον είναι γεμάτο εκπληκτικά locations φωτισμένα σαν ιλουστρασιόν σαλόνι, το χρώμα επικρατεί του σκότους, κυριολεκτικά κι όχι μόνο μεταφορικά, η διάθεση είναι ενωτική. Η Αϊβι και ο Θίο έχουν τον τέλειο γάμο (και τα τέλεια παιδιά), που όλοι οι φίλοι τους ζηλεύουν, ώσπου η καριέρα του αρχιτέκτονα Θίο καταρρέει, ενώ της σεφ Άιβι αναδύεται. Οι ισορροπίες τους χάνονται, η συνωμοτική αγάπη τους γίνεται αντιπάθεια κι όλα οδηγούν, μοιραία, στο διαζύγιο και στο νομοτελειακό ερώτημα: ποιος ή ποια, τελικά, θα πάρει το σπίτι; Μόνο που εδώ, η Αϊβι και ο Θίο δεν μπορούν να μην αγαπιούνται, δεν καταλήγουν να μισιούνται κατάφορα όπως η νοικοκυρά σε απόγνωση Μπάρμπαρα της Κάθλιν Τέρνερ και ο δικηγόρος-μπαρακούντα Ολιβερ του Μάικλ Ντάγκλας, χτυπούν ο ένας τον άλλον εκεί που ξέρουν ότι πονάει, αλλά μετανιώνουν γι' αυτό. Από γαμήλιο θρίλερ, η ταινία τείνει περισσότερο προς τη ρομαντική κομεντί.

Τον τόνο, βέβαια, μεταφέρουν ακόμα πιο σύνθετο και ντελιριακό η Ολίβια Κόλμαν κι ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, σε δυο ρόλους που εξυψώνουν στην κορυφή της γαμήλιας τούρτας, εναλλάσσοντας την απέχθεια και τη λατρεία μ' ένα βλέμμα, μια μικρή κίνηση ή, γιατί όχι, μ' έναν διάλογο-βιτριολικό-κομψοτέχνημα που προκαλεί σωματικές αντιδράσεις. Κι αν οι δυο τους είναι μια τεράστια απόλαυση, θαυμάσιοι είναι στους δεύτερους ρόλους και το φιλικό ζεύγος Αντι Σάμπεργκ - Κέιτ ΜακΚίνον αλλά και η Αλισον Τζάνεϊ ως σαδίστρια δικηγόρος διαζυγίων, παρότι κι οι τρεις εμφανίζονται πολύ λίγο, μάλλον ανεκμετάλλευτοι.

Σίγουρα το «Ρόουζ Εναντίον Ρόουζ» δεν ξεφεύγει ποτέ τόσο άγρια, διονυσιακά, βίαια όσο η παλιότερη ταινία, σίγουρα το μεγαλύτερο μέρος της είναι πασπαλισμένο από τη ζάχαρη που απλόχερα η Αϊβι ρίχνει στα λιγουρευτά γλυκά που διαρκώς εμπνέεται. Είναι, όμως, μια χαριτωμένη, αν και τόσο πιο άτολμη, κωμωδία, που έρχεται να ξεδιψάσει το κινηματογραφικό κοινό αυτού του καλοκαιριού που ως τώρα είχε πάρει διαζύγιο από το fun στα θερινά.