Μια ταινία για... την κρίση μέσης ηλικίας, για το αλκοόλ, για την ανδρική φιλία, τη συντροφική προδοσία. Μια ταινία για όλ' αυτά και για κάτι εντελώς άλλο είναι το νέο φιλμ του Τόμας Βίντερμπεργκ, η καλλιτεχνική επιτυχία της χρονιάς, ένα φιλμ που αποτυπώνει τη λαχτάρα του να χάνεις τον έλεγχο, για μια στιγμή, μ' ένα ποπ, σαν αυτό που κάνει ο φελλός καθώς αποσφραγίζει το μπουκάλι.
Στο «Ασπρο Πάτο», μια ομάδα καθηγητών σχολείου, τέσσερις κολλητοί φίλοι, θέλουν να δοκιμάσουν μια καινούργια προσέγγιση στη ζωή και τη δουλειά: αποφασίζουν να πίνουν σταθερά, μόνο τις εργάσιμες ώρες και να διατηρούν ένα ελαφρύ επίπεδο μέθης σε όλη τη διάρκεια της μέρας. Σκοπός τους, ν' αποδείξουν, όπως ακράδαντα πίστευαν ο Χέμινγουεϊ κι ο Τσέρτσιλ, ότι μια λίγο μεγαλύτερη περιεκτικότητα αλκοόλ στο αίμα, ανοίγει τη σκέψη στον έξω κόσμο, κάνει τα προβλήματα να φαίνονται μικρότερα και αυξάνει τη δημιουργικότητα. Ενα πείραμα που θα αποδειχθεί εξαιρετικά πετυχημένο για μερικούς, αλλά όχι τόσο πετυχημένο για άλλους. Το σενάριο υπογράφει ο Βίντερμπεργκ μαζί με τον Τομπίας Λίντχολμ (όπως και το «Κυνήγι») και με πρωτοστάτη τον Μαντς Μίκελσεν (που συνεργάζεται ξανά με τον Βίντερμπεργκ, οκτώ χρόνια μετά το «Κυνήγι»), συμπρωταγωνιστούν, όπως και σ' εκείνη την ταινία, οι Τόμας Μπο Λάρσεν, Λαρς Ράτθε, Σούσε Βολντ, αλλά κι ο Μάγκνους Μίλανγκ από το «The Commune» και το «Kursk» - σαν να λέμε, οικογενειακή γιορτή.
Είναι συγκινητικό ότι, πάνω από 20 χρόνια μετά το «Festen», την ταινία με την οποία έγινε σ' εμάς γνωστός, ο Βίντερμπεργκ επιστρέφει στο κλειστό περιβάλλον των στενών διαπροσωπικών δεσμών, για να τους διασπάσει, έστω εδώ με άλλο τρόπο, έστω πιο αφαιρετικά, αλλά εξίσου πικρά. Κι έχει, πλέον, την ωριμότητα να το κάνει με χιούμορ κι ένα σαρκασμό της αποδοχής της αλήθειας της ζωής.
Ο Βίντερμπεργκ τοποθετεί τους ήρωές του σε κλειστά, περιποιημένα περιβάλλοντα. Σ' ένα γκουρμέ εστιατόριο, σ' ένα ζεστό, καλοδιακοσμημένο σπίτι, σε μια μοντέρνα, τακτοποιημένη τάξη. Τους κλείνει εκεί, για να κρατήσει την κάμερά του πάνω τους, να πλησιάσει τα πρόσωπά τους, καθώς ξεφεύγουν από την πραγματικότητα, πρώτα διασκεδαστικά, σταδιακά τραγικά, αφόρητα, επώδυνα.
Αυτή δεν είναι μια ταινία για το αλκοόλ, ούτε για την ανδρική συνείδηση, τους ανδρικούς «κώδικες». Είναι μια ταινία για τη γοητεία του να σπας τα όρια. Για το πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη γι' αυτό σε μια ζωή που τρέχει χωρίς απόλαυση, αλλά και για το πόσο μπορεί η απώλεια ελέγχου να ξεγελάσει, να θεωρηθεί ανάσα, λύση, ενώ αφήνει το χάος της προσωπικής ζωής ανεπηρέαστο.
Είναι μια ταινία για τη νοοτροπία της ομάδας, για την αλόγιστη αισιοδοξία της στιγμής. Και για την αναμέτρηση με τους κανόνες που εσύ θέτεις, με τον εαυτό σου, με τις ελλείψεις σου. Για την ανάταση ενός «στα κομμάτια» και την πικρία που αυτό μπορεί να κρύβει, όταν το μόνο που θέλεις είναι ν' ανοίξεις διάπλατα τα παράθυρα της ζωής. Ή, βρε αδερφέ, να πιεις και να μεθύσεις, χωρίς κόστος. Είναι η αναρχία μιας άρνησης, μιας σβούρας, μιας χορευτικής φιγούρας σε μια αποβάθρα γεμάτη κόσμο. Χωρίς εκρήξεις, αλλά με αυξανόμενη ένταση και με τη χαρακτηριστική, αυτοκαταστροφική, βορειοευρωπαϊκή αυτοσυγκράτηση.