Το K-141 KURSK, ένα ρωσικό πυρηνικό υποβρύχιο βυθίστηκε στον πυθμένα της θάλασσας του Μπάρεντς, τον Αύγουστο του 2000. Επρόκειτο για μια απλή ναυτική άσκηση που όμως είχε τραγική κατάληξη, με τη ρωσική κυβέρνηση να αρνείται – για πέντε μέρες – τη βοήθεια από τις ξένες κυβερνήσεις, προτού τελικά συμφωνήσει να δεχθεί τη συνδρομή της βρετανικής και της νορβηγικής κυβέρνησης.
Εκ πρώτης όψεως, η επιλογή του Τόμας Βίντερμπεργκ να κάνει μια ταινία, σχεδόν χολιγουντιανών προδιαγραφών, με ένα all-star καστ, κάτι που μοιάζει τελείως αντίθετο (τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο) από τις ταινίες που μας έχει συνηθίσει ως τώρα, ίσως προκαλέσει έκπληξη, αλλά και κάποια ερωτηματικά, σε μερικούς. Και ίσως το «Kursk» να είναι εκείνη η ταινία η οποία κόβει τους όποιους τελευταίους δεσμούς που μπορεί να είχε ο Δανός σκηνοθέτης με το «Δόγμα 95», αλλά αν κάτσει και αναλογιστεί κάποιος τις τελευταίες του ταινίες τότε θα βρει πολλά περισσότερα κοινά με αυτή απ' όσα περίμενε.
Αποφασίζοντας να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τα αληθινά γεγονότα της τραγωδίας του Ρωσικού πυρηνικού υποβρυχίου Kursk, το οποίο βυθίστηκε τον Αύγουστο του 2000 στη θάλασσα του Μπάρεντς, ο Βίντερμπεργκ προσπαθεί να τιμήσει τόσο εκείνους τους άντρες που έχασαν, τόσο άδικα, τη ζωή τους στα παγωμένα εκείνα νερά, αλλά ταυτόχρονα θέλει να μεταφέρει και την αγωνία των συγγενών τους όλες εκείνες τις μέρες που περίμεναν κάποια νέα για την τύχη των αγαπημένων τους.
Ναι η ιστορία μοιάζει με μια από αυτές τις χιλιοειπωμένες περιπέτειες με κορώνες μελοδράματος που άνετα θα μπορούσε να γίνει μια από αυτές τις χολιγουντιανές υπερπαραγωγές του σωρού που σπάνε (ή και όχι) τα ταμεία κάθε χρόνο, αλλά ο Βίντερμπεργκ δε στοιχηματίζει ποτέ σε κάτι τέτοιο.
Βασισμένη στο βιβλίο του Ρόμπερτ Μουρ «A Time to Die» και σε σενάριο του Ρόμπερτ Ρόντατ του «Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν», το «Kursk», καλά καμουφλαρισμένο κάτω από το σασπένς ενός καλογυρισμένου θρίλερ με δόσεις πολεμικού δράματος, είναι στην ουσία άλλη μια ακόμα μελέτη του ίδιου του Βίντερμπεργκ πάνω στις μικρές κοινωνίες, είτε αυτές ζουν και αναπνέουν μέσα στο υποβρύχιο είτε έξω από αυτό, κάτω από ακραίες συνθήκες, Μιας κοινωνίας κάτω από τη θάλασσα η οποία προσπαθεί να επιβιώσει, και μιας κοινωνίας πάνω από αυτή η οποία προσπαθεί να βρει τρόπο να προχωρήσει στο αύριο μαζί με τις πληγές της.
Ξεκινώντας την ταινία του από την στεριά, ο Δανός σκηνοθέτης γρήγορα μας μεταφέρει σε μια κοινωνία αρκετά κλειστή, στα βόρεια της Ρωσίας, με εμφανή τα κατάλοιπα του κομμουνισμού τόσο στους κατοίκους της όσο και στα κτίριά της, όπου όλοι γνωρίζονται με όλους και όλοι είναι μια οικογένεια. Μιας κοινωνίας όμως που προσπαθεί να επιβιώσει υπομένοντας τις αντιξοότητες της καθημερινότητες αλλά και πάντα με μια ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Με χαρακτηριστική μαεστρία, ο Βίντερμπεργκ εγκαθιδρύει τους δεσμούς των χαρακτήρων του, τόσο μεταξύ των ναυτικών όσο και των οικογενειών τους.
Ομως από την στιγμή που το Kursk μπαίνει στη θάλασσα και βυθίζεται, ο Βίντερμπεργκ ανοίγει αυτομάτως τρία μέτωπα: ένα μεταξύ των επιζώντων, ένα των οικογενειών τους και ένα της ομάδας διάσωσης. Ισορροπώντας ανάμεσα στα τρία, ανεβάζει σιγά-σιγά τα επίπεδα της αγωνίας με κάθε σκήνη, κόβοντας πάνω στις κατάλληλες στιγμές. Παραπατάει μερικές φορές στις πιο δραματικές σκηνές (κυρίως εκείνες με τους Κόλιν Φερθ και Πίτερ Σιμόνιτσεκ, του «Tόνι Eρντμαν»), και όταν προσπαθεί, μέσω της όποιας ηρωοποιήσης αξίζουν αυτοί οι χαρακτήρες, να τους κάνει μάρτυρες μιας διεφθαρμένης πολιτικής ατζέντας και τέλος να τους αγιοποιήσει. Αφαιρεί (ηθελημένα;) οποιαδήποτε κριτική απέναντι στη ρωσική κυβέρνηση, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά όνομα του Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος είχε αρκετές ευθύνες για την τραγωδία.
Χρησιμοποιώντας ένα πανευρωπαϊκό καστ για να κάνει την ταινία του πιο διεθνή, ο Τόμας Βίντεμπεργκ εμπιστεύεται εδώ δίκαια τον Ματίας Σχούναρτς (στη δεύτερη συνεργασία τους μετά το «Μακριά από το Πλήθος»). Ως Ρώσος αξιωματικός ο οποίος προσπαθεί να κρατήσει το ηθικό των υπόλοιπων 23 μελών του πληρώματος υψηλό, ενώ ταυτόχρονα να βρει την πίστη πως όλα τελικά θα πάνε καλά και θα ξαναδεί την γυναίκα και το παιδί τους, ο Σχούναρτς δίνει μια υπέροχη ερμηνεία με έναν εκρηκτικό δυναμισμό αλλά και παράλληλα μια ανείπωτη μελαγχολία η οποία κρύβεται καλά στα μάτια του. Στο... πλευρό του, η Λέα Σεϊντού δίνει την δική της μάχη για να μάθει την τύχη του άντρα της, σε μια ειλικρινή, ενίοτε σπαρακτική ερμηνεία - μια από τις καλύτερες της μέχρι σήμερα.
Η πάντα υπέροχη μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά απογειώνει στα σωστά πάντα σημεία την ταινία, ενώ ειδική μνεία χρειάζεται η μοναδικά αντιφατική φωτογραφία του Αντονι Ντοντ Μαντλ (Οσκαρ για το «Slumdog Millionaire» του Ντάνι Μπόλι), ο οποίος μεγαλουργεί φωτίζοντας με μια απόκοσμη, δυστοπική λάμψη τα κτίρια της στεριάς και με πιο ζεστά χρώματα τα πρόσωπα και τις πιο χαρούμενες στιγμές. Ακόμα και όταν πρόκειται και για τους σκοτεινούς, κλειστοφοβικούς, υγρούς διαδρόμους του υποβρυχίου, δεν σταματάει να εντυπωσιάζει και να δημιουργεί ένα μοναδικό εικαστικό αποτέλεσμα. Η επιλογή του να χρησιμοποιήσει ένα τετράγωνο, κλειστοφοβικό αρκετά, κάδρο στην αρχή και στο τέλος της ταινίας, ανοίγοντάς το μόνο όταν το Kursk φεύγει και βρίσκεται στη θάλασσα είναι αρκετά πετυχημένη. Δεν σταματάει λεπτό να σε κάνει να νιώθεις ασφυκτικά και ένα βάρος στην καρδιά που μόνο φεύγει με τους τίτλους τέλους. Ενα τέλος που, ακόμα και αν το γνωρίζεις από την αρχή, σε αφήνει συναισθηματικά μουδιασμένο.