Η απόφαση του Τοντ Χέινς να μεταφέρει στο σινεμά το «The Price of Salt» που έγραψε η Πατρίσια Χάισμιθ το 1952 μοιάζει με μια αυτονόητη επιλογή – ευτυχώς ο σκηνοθέτης δεν κάνει τίποτα το αυτονόητο στην ταινία του. Παρότι λόγω εποχής, γυναικείας οπτικής, γεύσης μελοδράματος και αντικομφορμισμού, η ταινία μοιάζει με τη λογική συνέχεια του «Far From Heaven» και της «Μίλντρεντ Πιρς», το «Carol» υπερβαίνει και τα δυο στο πιο πνευματικό, υπόγειο έργο του Τοντ Χέινς ως τώρα, μια λεπτοδουλεμένη ερωτική ιστορία που αγγίζει το μεγαλείο όχι μόνο στην εικόνα της, αλλά κυρίως στη διαρκή, ταλανιστική αμφισημία της.
Η πλοκή της ταινίας είναι τόσο απλή, όσο σύνθετη είναι η ανάπτυξή της: στη Νέα Υόρκη του ’50, η νεαρή, συνεσταλμένη πωλήτρια (κι επίδοξη φωτογράφος) Τερέζ γνωρίζει την αρκετά μεγαλύτερή της, παντρεμένη, μεγαλοαστή, σαγηνευτική Κάρολ κι ανάμεσά τους γεννιέται ένας τόσο ειλικρινής έρωτας, όσο ψεύτικη είναι η κοινωνική επίφαση που τον κρατά κρυφό.
Το εικαστικό στήσιμο της ταινίας δεν είναι τίποτε λιγότερο από ένα αριστούργημα. Αυτή εδώ η Νέα Υόρκη είναι μια πολύβοη, σκληρή, βρώμικη πόλη, πιο πιστή στο ύφος του νουάρ, με τα υπέροχα σκηνικά και κοστούμια να στολίζουν την εποχή των Χριστουγέννων, την παραδοσιακά οικογενειακή, σπιτική γιορτή. Η φωτογραφία του Εντουαρντ Λάκμαν, σε φιλμ 16mm, νοσταλγική στα καφέ και κίτρινα χρώματα του παρελθόντος, απέχει από τις φωτεινές διαφημίσεις του ’50 – αυτή εδώ η ιστορία δεν έχει τίποτα κοινό με τα fifties των περιοδικών. Μέσα σ’ αυτό το υποτονισμένο ντεκόρ, βουτηγμένη στις μελωδίες του Κάρτερ Μπεργουέλ, η παρουσία της Κάρολ της Κέιτ Μπλάνσετ έρχεται ως επαναλαμβανόμενη έκρηξη, ντυμένη σε πρωτογενή κόκκινα και μπλε, ένα εξωτικό πουλί που κάνει ό,τι μπορεί για να καμουφλάρει την εσωτερική της μελαγχολία.
Ο τρόπος που ο Τοντ Χέινς παρακολουθεί τις ηρωίδες του είναι μια αποτύπωση των δικών τους φραγμών: τις κοιτάζει μέσα από παράθυρα φορτωμένα βροχή, θαμπά, μέσα από μισάνοιχτες πόρτες, διαδρόμους, σε πλάνα μακρινά, εστιάζοντας στο δέρμα, στο βλέμμα, σε μια τούφα των μαλλιών, κλέβοντας ματιές πάθους όπως θα έκανε κάθε ερωτευμένος που δεν του επιτρέπεται η δημόσια διαχυτικότητα – ούτε καν η ιδιωτική, ώσπου να ξεπεράσει τις αντιστάσεις του: η κάμερα μοιάζει να φτάνει εκεί όπου η αφή δεν μπορεί.
Η κοινωνική πανοπλία πέφτει μόνο όταν, έχοντας κάνει σπίτι τους το δρόμο και τα ξενοδοχεία, η έμπειρη Κάρολ κι η άπειρη Τερέζ παραδίνονται σε μια αφοπλιστική ερωτική σκηνή. Εκεί όπου όλα είναι αποδεκτά κι επιθυμητά, εκεί η κάθε συναισθηματική διακύμανση, το κάθε μυστικό μπορεί να εκδηλωθεί με πάθος και τρυφερότητα, ανάμεσα σε δυο γυναίκες (και δυο ηθοποιούς) γενναίες και γενναιόδωρες, με μια διάχυτη αίσθηση μητρικής προστατευτικότητας, χωρίς ίχνος πρόκλησης αλλά και χωρίς κανέναν φραγμό.
Μέσα σ’ αυτό το τόσο πολυεπίπεδο πλέγμα ιδιοσυγκρασίας, νόρμας και έρωτα που φτιάχνει ο Τοντ Χέινς, οι δυο πρωταγωνίστριές του μεγαλουργούν. Η Ρούνι Μάρα, με μια παιδική συστολή, αφήνει το διαπεραστικό της βλέμμα, εκείνο που ξαφνικά μπορεί να δει την αλήθεια, να ισοπεδώνει επαναλαμβανόμενα κάθε άμυνα - καθόλου παράξενο που τιμήθηκε με το Βραβείο Γυναικείου Ρόλου στις Κάννες, για μια χαμηλών τόνων αλλά απίθανου ενστίκτου ερμηνεία. Κι η Κέιτ Μπλάνσετ απλώνει στην οθόνη όλη την κλίμακα της αλά Μέριλ Στριπ υποκριτικής της. Από τη στιλιστική και εκφραστική υπερβολή μιας Γκλόρια Σουάνσον (δεν είναι τυχαίο το πέρασμα του «Sunset Blvd.» από μια ανοιχτή τηλεόραση), όταν και η ηρωίδα της «παίζει» μ’ ένα πλαστό προσωπείο στην καθημερινότητά της, μέχρι το απόλυτο συναισθηματικό άδειασμα, το ρομαντικό πάθος, τον γυναικείο δυναμισμό, μια ερμηνεία που στην πραγματικότητα απογειώνεται αφότου τελειώσει η ταινία κι όλα τα κομμάτια του παζλ της ηρωίδας της πέσουν στη σωστή θέση.
Για έναν σκηνοθέτη που ανέκαθεν εξερευνούσε τα όρια του queer σινεμά, το «Carol» είναι το ώριμο απόσταγμα του έργου του Τοντ Χέινς. Μια απίθανα όμορφη, mainstream λεσβιακή ερωτική ιστορία, σε πετυχημένη αντίστιξη με το «Brokeback Mountain» μιας δεκαετίας πριν, που λαμβάνει υπόψιν τις αλλαγές όχι μόνο στο σινεμά, αλλά κυρίως στην κραταιά αντιμετώπιση του «διαφορετικού». Ενα μόνο γυναικείο – και γι’ αυτό λιγότερο σαρκικό και πιο νοητικό – βαθύ ρομάντζο, ένα πολυδιάστατο μελόδραμα που πετά την τραγικότητα για να διαλέξει την αισιοδοξία, μια πολιτική αναφορά σ’ όσα ακόμα μένουν αδήλωτα και κρυφά και, πάνω απ’ όλα, μια ερωτική ιστορία που νιώθεις ότι μοιράστηκες και θέλεις να ξαναζήσεις.
Διαβάστε και δείτε ακόμη:
- Το Flix συναντά (συνομιλεί με & ερωτεύεται) την Κέιτ Μπλάνσετ
- Σολ Λάιτερ: Ο φωτογράφος στον οποίο η «Carol» χρωστάει κάτι από την ομορφιά της
- «Carol»: έρωτες, μουσικές και σιωπές σε 6 βίντεο
- Ποτέ ο απαγορευμένος έρωτας δεν ήταν τόσο όμορφος, όσο στην «Carol» του Τοντ Χέινς
- Η Βασίλισσα Κέιτ Μπλάνσετ μεταμορφώνεται σε... Μικρό Πρίγκιπα
- Κάθε τρέιλερ του «Carol» του Τοντ Χέινς ένα ακόμη κομψοτέχνημα!
- Ενας απαγορευμένος έρωτας για Οσκαρ στο πανέμορφο τρέιλερ του «Carol» του Τοντ Χέινς
- H Ρούνι Μάρα ερωτεύεται την Κέιτ Μπλάνσετ στο πρώτο κλιπ από το «Carol»
- Οι Κάννες γυρνούν την πλάτη τους στην Κέιτ Μπλάνσετ (και άλλα 4 πράγματα που μάθαμε από τα βραβεία του 68ου Φεστιβάλ Καννών)
- Ετσι θα μοιάζει η Κέιτ Μπλάνσετ στην «Carol» του Τοντ Χέινς