«She could laugh, she could cry in a single sound» λέει ένας κάποιος στίχος. Και είναι αυτό που σκεφτόμαστε κάθε φορά που βλέπουμε την Κέιτ Μπλάνσετ στην μεγάλη οθόνη. Η πειθαρχημένη της εκφραστικότητα, η καλοκουρδισμένη της κινησιολογία, η εγκρατής ωριμότητα σε πλήρη ισορροπία με το παλλόμενο ένστικτο. Είναι, ίσως, η σπουδαιότερη ηθοποιός της γενιάς μας - αν και οι τίτλοι δεν έχουν τόση σημασία. Οσο το πόσο την απολαμβάνεις εκείνη τη στιγμή, ενώ μέσα σου γνωρίζεις ότι τέτοιες ερμηνείες μένουν αυτόματα κλασικές.
Αυτό κάνει στο «Carol» του Τοντ Χέινς. Δίνει, μία ακόμα, αυτόματα κλασική ερμηνεία. Χωρίς να χοροπηδά στην πρόκληση του ρόλου σε τραμπολίνο επιδειξιομανίας. Χωρίς να βροντοφωνάζει ένα κάποιο μανιφέστο. Αντιθέτως, γειώνοντας και δοξάζοντας την παγκοσμιότητα των συναισθημάτων. Αποθεώνοντας την ανθρωπιά.
Τη συναντήσαμε την επόμενη μέρα από την πρεμιέρα της ταινίας στο φεστιβάλ Καννών. Μπροστά μας εμφανίστηκε ψηλή, αγέρωχη, όμορφη. Καθόλου τέλεια, σε καμία περίπτωση αψεγάδιαστη. Με τις ρυτίδες που στολίζουν το πρόσωπο μίας γυναίκας που πλησιάζει τα πενήντα. Κουρασμένη από το υποχρεωτικό ξενύχτι της φεστιβαλικής φιέστας. Φυσική, αλλά χωρίς να σου χαρίζεται για λόγους πολιτικής ορθότητας και φορσέ ευγένειας. Κι όλα αυτά την έκαναν... τέλεια. Της έδιναν μία λάμψη και μία ωστική δύναμη που γέμιζε το δωμάτιο. Η Κέιτ Μπλάνσετ, για όλους αυτούς τους λόγους σκεφτόσουν, είναι η απόλυτη σταρ. Η παντοτινή «Βασίλισσα». Και δεν διστάσαμε. Υποκλιθήκαμε.
Διαβάστε εδώ: την 5 αστέρων κριτική του Flix για το «Carol»
Κυρία Μπλάνσετ, τι ήταν το πιο ερωτεύσιμο στοιχείο του «Carol» και ποια η μεγαλύτερη του πρόκληση;
Είναι πραγματικά μία ταινία που ερωτεύεσαι. Ολα ξεκινούν, φυσικά, από το λόγο. Κι εγώ έχω μεγάλη αδυναμία στην πένα της Πατρίτσια Χάισμιθ. Είχα ξανασυναντηθεί, όχι με την ίδια δυστυχώς δεν την πρόλαβα ζωντανή, αλλά με το έργο της, όταν έπαιξα στον «Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ». Αυτό που αγαπώ πολύ σε αυτήν δεν είναι τόσο οι σύνθετες, μυστηριώδεις ιστορίες της, οι οποίες είναι πραγματικά γοητευτικές, όσο το πώς σκιαγραφεί τους ήρωές της – με πυκνή γραφή και ουσιώδη υπόσταση. Σκοτεινούς, συχνά ηθικά και σεξουαλικά ασαφείς. Η πρόκληση για μένα ήταν να διατηρήσω αυτή την ασάφεια, αυτό το μυστήριο, αλλά να ταυτόχρονα να φωτίσω με διακριτικές αποχρώσεις την «Κάρολ» με τρόπο που ο θεατής θα την καταλάβει, θα τη νιώσει. H γενικότερη πρόκληση για να γίνει η ταινία ήταν ότι δεν ήταν ένα πρότζεκτ που κανείς αναλάμβανε εύκολα. Παραγωγοί και σκηνοθέτες έφευγαν, το σενάριο ήταν έτοιμο εδώ και 16 χρόνια, εγώ συνεχώς άκουγα τις εξελίξεις από μακριά. Μέχρι που ανέλαβε ο Τοντ (σ.σ. Χέινς). Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε «διάβασα το σενάριο και το ερωτεύτηκα – εξακολουθείς να ενδιαφέρεσαι;». Και του είπα ότι αν κάνει αυτός το άλμα, ακολουθώ κι εγώ!
Ηταν λοιπόν ο σκηνοθέτης του «Ο Παράδεισος Είναι Μακριά» (ενός υπέροχου μελόδραματος εποχής με αντισυμβατικό θέμα επίσης) η εγγύηση ότι είστε σε καλά χέρια;
Ναι, αμέσως σκέφτηκα ότι ο Τοντ γνωρίζει πολύ καλά το είδος της ταινίας εποχής. Ομως, και είναι περίεργο, ο ίδιος δεν μου έδειξε μελοδράματα του 50 για να αντλήσουμε τις αναφορές μας για το «Carol». Μου έδειξε τα έργα λεσβιών φωτογράφων που δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ όσο ήταν εν ζωή. Μου έδειξε επίσης αυτή την υπέροχη, τόσο προοδευτική για την εποχή της ταινία, το «Lovers and Lollipops» του 1956. Δεν είχε στο μυαλό του να κάνει την «τυπική» 50ς ταινία. Γιατί, σκεφτείτε το λίγο: κοιτάμε το παρελθόν, τις δεκαετίες, μέσα από κλισέ. Λέμε «80ς» και στο μυαλό μας έχουμε φουσκωτά μαλλιά, βάτες και τον Ρόναλντ Ρέιγκαν. Λέμε 50ς και οι γυναίκες φορούν ποδιές και ψήνουν κουλουράκια. Ομως, τα 50ς ήταν η μεταπολεμική εποχή, που οι άντρες επέστρεψαν στα σπίτια τους. Οι γυναίκες κατά τη διάρκεια του πολέμου είχαν πάρει τη δύναμη στα χέρια τους, ήταν το κεφάλι των σπιτικών τους, και μετά έπρεπε ξανά να κάνουν 10 βήματα πίσω και να παραδώσουν τα κλειδιά στους άντρες. Μια «εποχή» δεν είναι ποτέ λοιπόν ένα μόνο πράγμα. Δεν είναι μία ταινία με παστέλ χρώματα. Εξαρτάται που κοιτάς, ποιον ρωτάς...
Η ερώτηση είχε να κάνει περισσότερο με το αν ο Τοντ Χέινς είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη σας ότι θα χειριστεί την πρόκληση της γκέι γυναικείας ιστορίας επάξια – με τόλμη, ουσία κι ευαισθησία. Καθώς και το «Ο Παράδεισος Είναι Μακριά» εξιστορούσε την παράνομη σχέση μίας παντρεμένης λευκής γυναίκας με τον αφροαμερικανό κηπουρό της στα συντηρητικά 50ς...
Μήπως έχετε την εντύπωση ότι όταν μιλάμε για λεσβιακές ιστορίες, δε ζούμε ακόμα και σήμερα σε εξαιρετικά συντηρητικές εποχές; Δυστυχώς! Με σοκάρει ιδιαίτερα το γεγονός ότι το συζητάμε ακόμα, εν έτη 2015! Διαπραγματευόμαστε ακόμα αν αποδεχόμαστε ή όχι τις γκέι σχέσεις. Θα μου πείτε, εδώ διαπραγματευόμαστε ακόμα αν η γυναίκα έχει δικαίωμα στο σώμα της, στην αντισύλληψη ή την εγκυμοσύνη της! Αυτό που κατάφερε ο Τοντ, και ναι είχε την πλήρη εμπιστοσύνη μου εξ αρχής, είναι να παρουσιάσει με τα μάτια ανοιχτά την ερωτική ιστορία δύο γυναικών, χωρίς να τις εκθέτει. Διατηρώντας την αξιοπρέπειά τους. Παρουσιάζοντας στους θεατές μία ιστορίας αγάπης που ξεπερνά ακόμα και τα φύλα. Για μένα είναι σαν το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» - δύο άνθρωποι νιώθουν για πρώτη φορά τον έρωτα. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία ότι πρόκειται για δύο γυναίκες, όσο το ότι απελευθερώνεται αυτό το ηφαιστιακό συναίσθημα μέσα τους για πρώτη φορά.
Φαίνεται αυτό. Ερμηνεύετε την «Κάρολ» με χειρουργική ακρίβεια στις ισορροπίες. Δεν σας ενδιαφέρει ένα μανιφέστο υπέρ των γκέι δικαιωμάτων, όσο η παγκοσμιότητα, η ανθρωπιά του ρόλου...
Υπάρχει μία σκηνή όπου η Κάρολ παραδέχεται μπροστά στο σύζυγο και τους δικηγόρους τους ότι είναι ομοφιλόφυλη. Αυτή η σκηνή είναι αυτό που λέμε στα σενάρια «ήρθε η ώρα του μεγάλου λόγου». Ξέρετε, όταν σηκώνεται ο πρωταγωνιστής και βγάζει λόγο. Δεν ήθελα να την παίξω έτσι. Μεγαλόφωνα, πολιτικά. Δεν ήταν αυτό. Η Κάρολ ήταν γκέι, αλλά κι ένας πολύ ακριβοθώρητος άνθρωπος, η ιδιωτική της ζωή ήταν ιδιωτική. Θυμήθηκα την ημέρα του γάμου μου. Σκέφτηκα μέσα στο τρακ μου ως νύφη ότι «έλα μωρέ, ηθοποιός είμαι θα τα καταφέρω». Κι όμως όταν ήρθε η ώρα των όρκων, η φωνή μου δεν έβγαινε. Γιατί αυτά που ήθελα να πω στον άνθρωπό μου ένιωθα ότι ήταν ιδιωτικά. Οπότε και η Κάρολ έπρεπε να ψιθυρίζει...
Μία λεσβιακή ερωτική σκηνή στο mainstream σινεμά είναι πρόκληση; Πώς τη διαχειριστήκατε;
Θα σας απαντήσω διαφορετικά. Στην πρεμιέρα της «Κάρολ» ήρθε η μητέρα μου. Ηταν τα γενέθλιά της κι αυτό ήθελε να κάνει, να έρθει στην πρεμιέρα μου. Την προειδοποίησα λοιπόν: «μαμά, πρέπει να ξέρεις ότι στην ταινία υπάρχει μία ερωτική σκηνή – θα με δεις να φιλάω το στήθος μίας γυναίκας». Σοκαρίστηκε λίγο, με έκοψε, δεν ήθελε άλλες εξηγήσεις. Οπότε όταν ήρθε η ώρα της σκηνής, καθόταν δίπλα μου, κράτησα ασυναίσθητα την αναπνοή μου για λίγο. Μέχρι που την άκουσα να ψιθυρίζει, ούτε καν σε μένα, στον εαυτό της: «ω, πόσο υπέροχο!» Αυτό είναι νομίζω: όταν κάτι απεικονίζεται τίμια, από έναν σπουδαίο σκηνοθέτη, ξεχνάς ακόμα και τι ακριβώς βλέπεις. Δεν ξέρω αν έχετε κάνει συγκλονιστικό σεξ, αλλά είναι ακριβώς το ίδιο συναίσθημα: δεν βλέπεις πια σώματα, δεν ξέρεις ποιο είναι το χέρι ποιανού, χάνεις την αίσθηση της σάρκας, της πραγματικότητας. Απλά, νιώθεις. Η μητέρα μου δεν σχολίασε στην ουσία την ερωτική σκηνή. Σχολίασε τη δύναμη της ιστορίας. Κι αυτό ελπίζω να περάσει σε όλους τους θεατές. Κι αυτό είναι και στο δικό σας χέρι, των δημοσιογράφων: ας μην γίνει εμμονή «πόσο γκέι σεξ έχει η ταινία!» (γελάει). Η ταινία είναι πολλά παραπάνω. Εχει να κάνει με την δύναμη που αποκτάς όταν ερωτεύεσαι. Μία δύναμη που σε αλλάζει ως άνθρωπο.
Πότε νιώσατε εσείς αυτή την ωστική δύναμη; Στην εφηβεία;
Ω, σε καμία περίπτωση. Δεν είχα ερωτευτεί στη ζωή μου πριν γνωρίσω τον άντρα μου. Δε θα σας πω λεπτομέρειες (σκάει στα γέλια). Αλλά, άλλαξε η ζωή μου. Κι ο τρόπος που βλέπω τα πράγματα. Ολος ο υπόλοιπος κόσμος σταματά να έχει σημασία. Κι έτσι ακριβώς νιώθω ακόμα, όσα χρόνια κι αν πέρασαν.
Οι γυναίκες του Χόλιγουντ μιλούν όλο και πιο θαρραλέα και δυνατά για τον σεξισμό στη βιομηχανία. Πώς, όταν μία πρωταγωνίστρια μεγαλώσει, δεν μπορεί να βρει πια σύνθετους, ενδιαφέροντες ρόλους. Είναι κάτι που σας τρομάζει;
Ο φόβος δεν βοηθάει. Το να πάρεις τα μέτρα σου και να αγωνιστείς να αλλάξεις κάτι, αυτό κάνει τη διαφορά. Οι γυναίκες ηθοποιοί φωνάζουν για σεξισμό γιατί ο σεξισμός υφίσταται, αγαπητή μου. Δεν είναι μόδα, δεν είναι φάση, δεν πρέπει κι εσείς να τον μεταφέρετε μέσα από τα κείμενά σας ως «trending topic». Ο τρόπος που σήμερα πρέπει να κάνουμε αυτόν τον διάλογο είναι εξαιρετικά σημαντικός. Ο τρόπος που εμείς οι γυναίκες θα δουλέψουμε τα επόμενα χρόνια σ' αυτή τη βιομηχανία -οι επιλογές μας, η στάση μας- είναι εξαιρετικά σημαντικός. Εχω τρία αγόρια και πρόσφατα απέκτησα μια κόρη. Δε θα τη μεγαλώσω διαφορετικά, γιατί ούτε εμένα με μεγάλωσαν να γίνω κορίτσι. Νομίζω ότι αυτό προέκυψε. Με μεγάλωσαν ως άνθρωπο, όμως έξω από το σπίτι μου δεν βρήκα την ίδια ισότητα. Για αυτό πρέπει να αλλάξω κάτι σ' αυτό τον κόσμο. Να το βρει η κόρη μου έτοιμο όταν θα μεγαλώσει. Να μην αναγκαστεί να κάνει όλες αυτές τις παρωχημένες κουβέντες για το σεξισμό. Να μην υπάρχει τότε...
Στα νιάτα σας ήσασταν πανκ. Σήμερα είστε μία από τις πιο κλασάτες, καλοντυμένες γυναίκες στο Χόλιγουντ. Σας ενδιαφέρει το στιλ;
Αν μπορούσατε να δείτε τα εσώρουχα που φοράω δε θα το λέγατε αυτό (σκάει στα γέλια). Είναι αλήθεια, δεν μπορώ να αποχωριστώ τα εσώρουχα που μου έφτιαχνε η μαμά μου όταν ήμουν στο γυμνάσιο – είναι τόσο βολικά! Nαι, ήμουν πανκ στα νιάτα μου – είχα μπλε, κόκκινα, πράσινα μαλλιά, ξύρισα το κεφάλι μου τα έκανα όλα. Ομως νομίζω ότι είναι αναγκαίο να περνάμε από στάδια στη ζωή μας. Και επίσης δεν βρίσκω τις ταμπέλες χρήσιμες – στη ζωή ή στην τέχνη. Για αυτό μου αρέσει να πειραματίζομαι, να δοκιμάζω τα όριά μου τα οποία έχω συνειδητοποιήσει ότι είναι αρκετά ελαστικά. Αν είμαι καλοντυμένη; Ελπίζω! Αλλά, μη γελιέστε: και η υψηλή μόδα δεν είναι κάτι παραπάνω από performance. Κι εγώ είμαι performer.
Εχετε δηλώσει ότι σας είναι δύσκολο να βλέπετε τις ταινίες σας. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια καριέρας, εξακολουθείτε να νιώθετε άβολα την πρώτη φορά...
Ω Θεέ μου, είναι τρομακτικό, βασανιστικό – η στιγμή της αλήθειας! Οπως όλες οι πρώτες φορές. Η πρώτη μέρα πρόβας στο θέατρο, η πρώτη μέρα στο γύρισμα επίσης. Είναι η στιγμή που δεν ξέρεις αν θα τα καταφέρεις, ακόμα εξοικειώνεσαι με το περιβάλλον, το ρόλο, τους συνεργάτες σου. Πολλές φορές παρακαλώ το σκηνοθέτη να γυρίσουμε μία σκηνή που απλώς κάνω ένα πέρασμα, απλώς περπατάω κάπου, στο βάθος. Χρειάζομαι λίγο ζέσταμα. Αλλά δεν δουλεύει έτσι στο σινεμά. Μπορεί να βρεθείς, πρώτη μέρα, στο κρεβάτι για την ερωτική σκηνή. Γιατί έτσι λέει το πρόγραμμα. Το έπαθα αυτό με τον Τζον Τορτούρο, που δεν είχα γνωρίσει ποτέ πριν στη ζωή μου: «Γεια σου είμαι η Κέιτ», «Γεια σου είμαι ο Τζον» - και... πάμε γύρισμα ερωτικής σκηνής. Είναι τρομακτικό!
Εικοσιπέντε χρόνια καριέρας στο θέατρο και το σινεμά, αναμέτρητα βραβεία, ανάμεσά τους και δύο Οσκαρ. Πώς επιλέγετε πλέον τους ρόλους σας;
Νομίζω με τον ίδιο τρόπο που το έκανα πάντα. Αν, για παράδειγμα, διαβάζω ένα σενάριο και καταλαβαίνω πώς θα τελειώσει, ή αν λέω από μέσα μου «α, το χω αυτό, μπορώ να το κάνω», τότε απορρίπτω την ταινία. Δεν με ενδιαφέρει κάτι που το ξέρω. Βαριέμαι. Με έλκουν ταινίες και ρόλοι που με τρομάζουν, που εμπεριέχουν ένταση και κίνδυνο. Γιατί αυτό σε κάνει να είσαι ετοιμοπόλεμη, κάθε λεπτό της διαδικασίας, να είσαι «εδώ». Γιατί αυτό θα σε πάει λίγο παραπέρα στο να μάθεις την τέχνη σου, στο να μάθεις ποια είσαι. Η τέχνη οφείλει να είναι προκλητική. Γιατί μόνο έτσι μας ταρακουνάει να σκεφτούμε, να πάρουμε θέση. Είναι άβολο να πρέπει να παίρνεις θέση. Δεν είναι όμως δουλειά μου να κολακεύω τα αυτιά και τα μάτια των θεατών. Η δουλειά μου είναι να ξεκινάμε αυτόν τον υπέροχο, δύσκολο διάλογο...
Διαβάστε επίσης: