Στο Χόλιγουντ, το φαρ γουεστ μιας εκκολαπτόμενης βιομηχανίας του κινηματογράφου, στα τέλη της δεκαετίας του '20, στο κέντρο της ερημιάς, ένας όμορφος νέος, ο Μεξικανός Μάνι, περιμένει ένα φορτηγό: πρέπει να μεταφέρει έναν ελέφαντα, φερμένο από την αφρικανική ζούγκλα, όχι σε κάποιο στούντιο για μια περιπετειώδη ταινία, αλλά σε μια έπαυλη μεγιστάνα παραγωγού, για ένα πάρτι πολλάκις πιο περιπετειώδες από ταινία. Ζωντανή τζαζ από μια ξεσηκωτική μπάντα μαύρων μουσικών, σαμπάνια ρέουσα, ναρκωτικά άφθονα, χορός παγανιστικής τελετής, βίτσια, κακοποιήσεις, εκβιασμοί και βιασμοί.

Σ' αυτό το σύμπαν, ο Ντέιμιεν Σαζέλ, του «Whiplash», του «First Man», του «La La Land», θα προσγειώσει τούς ήρωές του, για ν' αφηγηθεί μια ιστορία ταυτόσημη με το σινεμά, για το σινεμά. Εκεί θα φτάσει ο σούπερ σταρ Τζακ Κόνραντ, για πρώτη φορά αντιμέτωπος με την παρακμή του, ο πολυμήχανος Μάνι, τυχοδιώκτης που ονειρεύεται δουλέψει σε στούντιο και γι' αυτό το λόγο θ' αποκηρύξει τη μεξικανική ταυτότητά του και θα υποδυθεί τον Ισπανό και η Νέλι ΛαΡόι με το ολοσδιόλου κατασκευασμένο προφίλ, η ατρόμητη στάρλετ που ρίχνεται σε όλα, στους ρόλους της, στον τζόγο, στο όπιο, στη διασημότητα, με αυτοκαταστροφικό πάθος. Στη μετάβαση από το βωβό σινεμά στο ομιλούν, από την αφάνεια στο πυροτέχνημα, από την ανέχεια στα σουρελιστικά πλούτη κι από τη μοναξιά στη βαθύτερη μοναξιά, οι τρεις ήρωες θα γίνουν το όχημα για την πιο πληθωρική, εκθαμβωτική ταινία της χρονιάς.

Και την πιο μπερδεμένη κι επιφανειακή. Ο Σαζέλ αντλεί ιστορίες από τους θρύλους του Χόλιγουντ, σίγουρα κι από το διάσημο βιβλίο του Κένεθ Ανγκερ, «Hollywood Babylon», και στήνει ένα σύμπαν εξαλλότητας, παρακμής και σήψης, απολαυστικό τουλάχιστον στις εκπληκτικά χορογραφημένες σκηνές πλήθους, υπογραμμισμένες από μουσική, ή στις διασκεδαστικές, ακόμα και συγκινητικές, σινεφιλικές αναφορές του. Ο Μπραντ Πιτ, ενσαρκώνοντας έναν Τζον Γκίλμπερτ ή έναν Κλαρκ Γκέιμπλ, είναι αβίαστα γοητευτικός, σέξι και αυτοσαρκαστικός, η Μάργκο Ρόμπι θαμπώνει με την ομορφιά της, ο Μεξικανός Ντιέγκο Κάλβα είναι έτοιμος για την αμερικανική καριέρα του ως ζεν πρεμιέ. Ομως όλοι είναι μονοδιάστατοι ως ήρωες και καρικατούρες στις ερμηνείες τους.

Αν ο Μπαζ Λούρμαν κρατά τα σκήπτρα της εικαστικά μεγαλειώδους παραγωγής στο σύγχρονο σινεμά, με πολύβοα μονοπλάνα, την κάμερα ν' ανεβαίνει δίπλα στο... μάτι του Θεού για να παρατηρήσει τους μικρούς, μεγαλομανείς ανθρώπους, με γκλίτερ και μουσικές και χορούς και διαμάντια και πάθος και απόγνωση, κερδίζει το στοίχημα επειδή σ' αυτά όλα δεν προσπαθεί να προσθέσει και ένα βαθύ νόημα και μια κριτική για την τέχνη και για τ' ανθρώπινα. Ο Σαζέλ, αντίθετα, συνδέει ανερμάτιστα μια σειρά ανεκδότων, μοιάζει ν' αντιμετωπίζει το «κολαστήριο» του παλιού Χόλιγουντ μ' ένα δέος παιδικό, φτιάχνει ήρωες τόσο μονοδιάστατους, τόσο χάρτινους, που καμία συμπάθεια δεν μπορεί να χτιστεί κι ενώ γίνεται μάλλον προφανές ότι θα ήθελε ν' αντιπαραβάλλει την επώδυνη μετάβαση από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο, με τη σύγχρονη δεινή κατάσταση της αίθουσας απέναντι στις πλατφόρμες, η αφήγησή του είναι τόσο ανερμάτιστη αλλά και άσκοπα επικριτική, που το μήνυμα χάνεται κάτω από νυχτερινούς ουρανούς, σύννεφα κόκας και μονομαχίες με φίδια.

Προς το τέλος της ταινίας – όχι, δεν είναι spoiler αυτό – ο Σαζέλ, παρά τις τρεις ώρες της διάρκειάς της, συμπεριλαμβάνει κι ένα μοντάζ από σκηνές εμβληματικών φιλμ, από τους πρώτους πειραματισμούς της Μάγια Ντέρεν ως τους τελευταίους του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Εκεί, κλεφτά, περνά το ορθάνοιχτο, δακρυσμένο βλέμμα της «Ζαν ντ’ Αρκ» του Ντράγιερ: κι είναι αυτά τα δευτερόλεπτα που καταφέρνουν, τόσο αγνά και ουσιαστικά, να φέρουν στο νου γιατί το σινεμά είναι μια σπουδαία τέχνη. Δεν χωρά αμφιβολία ότι ο Σαζέλ λατρεύει τον κινηματογράφο και τη μουσική κι ότι έχει τη δεξιότητα, μ' ένα τροφαντό budget, να φτιάχνει εικόνες μαγείας. Αυτή τη φορά, όμως, ξεχνά τι θέλει να πει, σ' ένα παραλήρημα αυταρέσκειας κι ενός μάλλον ασυναίσθητου διδακτισμού.