Δεν είναι τυχαίο που η ταινία του Ντέιμιαν Σαζέλ ονομάζεται «First Man», κι αυτό δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι κατά βάση αφηγείται την ιστορία του πρώτου ανθρώπου που περπάτησε στο φεγγάρι. Η ταινία του Σαζέλ, η αμέσως επόμενη μετά τον θρίαμβο του «La La Land» και η πρώτη που δεν βασίζεται σε δικό του σενάριο, δεν έχει καν να κάνει αμιγώς με το διάστημα, ούτε στοχεύει, στην ουσία της, να αφηγηθεί μια μεγάλη ιστορία ενός μεγάλου άνδρα. Αντιθέτως, το «First Man» έχει να κάνει με τον ίδιο τον άνθρωπο, με την εμμονική του προσπάθεια να κατακτήσει το άγνωστο και με την απαραίτητη, εσωτερική του ανάγκη για νέες αρχές, λευκές σελίδες και την κατάκτηση κάθε φαινομενικά αξεπέραστου εμποδίου στη διαδρομή.

Γι’ αυτό ακριβώς από την αρχή, όπου η όψη της Γης αντικατοπτρίζεται στο σκάφανδρο του Νιλ – Ράιαν Γκόσλινγκ – Αρμστρονγκ, μέχρι το ιστορικά προδιαγεγραμμένο φινάλε στην επιφάνεια της Σελήνης, τόσο η αφήγηση όσο και η εικονογραφία της ταινίας παραμένει προσκολλημένη στην οπτική του Αρμστρονγκ, στις εικόνες μεγαλείου που κλέβει πίσω από τα παράθυρα του κάθε διαστημικού οχήματος στη διαδρομή για το Apollo 11, στις αναμνήσεις και τα τραύματα του οικογενειακού παρελθόντος του, στην ασφυκτική ατμόσφαιρα εντός του πιλοτηρίου. Η κάμερα του Σαζέλ εστιάζει στις μικρές λεπτομέρειες, ακολουθεί τα τραντάγματα των εσωτερικών χώρων, διαβάζει μέσα από τα μάτια τις αντιδράσεις και τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού σε συνθήκες που προκαλούν την επιβίωσή του, και με συνέπεια διατηρεί το ενδιαφέρον καθαρά ανθρωποκεντρικό, μακριά από παραδοσιακές ηρωικές αναγωγές.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι για μια ταινία που θεωρητικά αφορά το διάστημα, ο Σαζέλ επιμένει εμμονικά να πατάει γερά στη Γη. Θα μπορούσε επίσης να υποστηρίξει ότι για ταινία που αφορά μια ιστορική ηρωική μορφή για την αμερικανική αλλά και την παγκόσμια ιστορία, ο Σαζέλ επιμένει μέχρι τέλους να την απομυθοποιεί. Επιπλέον, για αφήγηση που θεωρητικά προϋποθέτει μεγάλες συγκινήσεις και ακραία συναισθήματα, ο Σαζέλ με εντυπωσιακή συνέπεια φαίνεται να μάχεται για να διατηρήσει μια σχεδόν παγωμένη ψυχραιμία. Και σαν να μην ήταν αυτά αρκετά, για ταινία που ακολουθεί μια πραγματιστική διαδοχή πράξεων μέχρι την πρώτη επανδρωμένη προσελήνωση, το «First Man» δεν προσφέρει λεπτομέρειες παρά προτιμά να πραγματοποιεί κρίσιμους σταθμούς σε μια ελλειπτική αφήγηση που περισσότερο ακολουθεί τη λογική των αισθήσεων παρά τα ιστορικά γεγονότα.

Είναι ένα πείραμα που στο μεγαλύτερό του βαθμό πετυχαίνει, παρουσιάζοντας έναν Σαζέλ υπό έλεγχο, φιλόδοξο, οπτικά μεγαλοπρεπή και καλοδεχούμενα απομακρυσμένο από τη συναισθηματική δύναμη του «La La Land». Και δεν είναι ότι οι προηγούμενες δυνάμεις του σκηνοθέτη έχουν εξαφανιστεί για χάρη μιας εντελώς νέας πλευράς του. Μπορεί η μουσική να μην αποτελεί πλέον τόσο κρίσιμο κομμάτι της αφήγησης, όμως έχει αντικατασταθεί από έναν ηχητικό σχεδιασμό που αποτελεί και το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της ταινίας. Μπορεί η φαντασία να μην έχει θέση σε έναν επιστημονικά ορισμένο κόσμο, όμως στη θέση της έχει εμφανιστεί μια εσωτερική, πένθιμη ανάγκη που μπορεί τελικά να ικανοποιηθεί μόνο στην επιφάνεια της Σελήνης. Και μπορεί οι πολύχρωμες χορογραφίες να μην μπορούν φυσικά να πραγματοποιηθούν στο διάστημα, όμως παραχωρούν τη θέση τους σε μια από τις πιο όμορφες εκτοξεύσεις πυραύλου που έχουν αποτυπωθεί στην ιστορία του σινεμά, δίνοντας νέα διάσταση στην έννοια ενός χορού (όπου σίγουρα βοηθά και η μουσική του Τζάστιν Χέρβιτς που ντύνει τη σκηνή).

Σε έναν ιδανικό κόσμο, όλα αυτά θα έπρεπε να δημιουργήσουν μια ταινία πολύ καλύτερη από αυτό που τελικά είναι το «First Man», οδηγώντας σε ένα φιλμ που εντυπωσιάζει άμεσα, που παρασέρνει στη στιγμή, που δεν δίνει απλά στοιχεία για να συζητήσει κανείς αλλά για να θαυμάσει. Η ταινία του Σαζέλ, όμως, όχι απλά διατηρεί μανιωδώς τον έλεγχο μέχρι τέλους αλλά και δεν απογειώνεται ποτέ πραγματικά, δίνοντας ενδείξεις για την κρυφή της δύναμη αλλά χωρίς ποτέ να αφήνεται σε αυτήν.

Ισως φταίει το γεγονός ότι ο Αρμστρονγκ του Ράιαν Γκόσλινγκ παραμένει από την αρχή μέχρι το τέλος μια αινιγματική, συναισθηματικά αβέβαιη φιγούρα, παρά το γεγονός ότι ο Σαζέλ δανείζεται συνεχώς την οπτική του. Ισως φταίει πάλι το γεγονός ότι η ψυχή της ταινίας, Κλερ Φόι (που δίνει με διαφορά την καλύτερη ερμηνεία του φιλμ, ισορροπώντας ανάμεσα στην τραχύτητα και την ευαισθησία), να μην έχει στην πραγματικότητα καν στα χέρια της έναν αυθεντικά πλούσιο ρόλο. Ισως απλά να φταίει το γεγονός ότι ο Σαζέλ παίρνει τον εαυτό του κατά στιγμές τόσο στα σοβαρά που καταντά πομπώδης. Ή ίσως απλά για το αποτέλεσμα να ευθύνεται η συνειδητή απόφαση της ταινίας να παρουσιάσει εξαρχής μια ελλιπή αφήγηση, χωρίς να δίνει τη δυνατότητα εύκολης συναισθηματικής ταύτισης.

Ολα τα παραπάνω, όμως, δεν αναιρούν το γεγονός ότι το «First Man» είναι το πραγματικά ενδιαφέρον πρώτο βήμα του Ντέιμιαν Σαζέλ στη μετά-«La La Land» εποχή, όντας ένα φιλμ που δείχνει γνήσια διάθεση για εξέλιξη, έστω μετρημένο πειραματισμό και μια - κατά στιγμές άτσαλη - χρήση μιας αφηγηματικής γλώσσας μακριά από την ασφάλεια όσων γνωρίζει ήδη καλά ως σκηνοθέτης. Το αν θα αποτελέσει ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο αλλά ένα μεγάλο άλμα για την καλλιτεχνική του περσόνα θα το δείξει μόνο το μέλλον.