Άποψη

Best of 2024: Την πιο ζεστή χρονιά του ελληνικού σινεμά

of 10

Η χρονιά κλείνει με κοσμοσυρροή στις αίθουσες για ελληνικό σινεμά και αναλόγου ύψους ανησυχία για το μέλλον της ελληνικής παραγωγής που εκτός από την αβεβαιότητα και την αδιαφορία στέκεται πλέον απέναντι και σε φαινόμενα πολιτικής… ορθοδοξίας!

Best of 2024: Την πιο ζεστή χρονιά του ελληνικού σινεμά

Βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν τον ερχομό του 2025 και κάποιος θα έλεγε πως το ελληνικό σινεμά ζει μεγάλες στιγμές: ο νέος φορέας που ένωσε το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου με το ΕΚΟΜΕ είναι πραγματικότητα, το «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου μαζεύει πλήθη στις αίθουσες, μόλις μέσα σε μια εβδομάδα μια ελληνική μεγάλου μήκους ταινία, «Οι Αγριες Μέρες μας» του Βασίλη Κεκάτου και μια μικρού μήκους, το «Pirateland» του Σταύρου Πετρόπουλου ανακοινώθηκε ότι θα συμμετάσχουν σε μεγάλα διεθνή φεστιβάλ, το «Animal» της Σοφίας Εξάρχου συνεχίζει την πορεία του προς τα βραβεία LUX, περισσότερες από 10 ταινίες μυθοπλασίες και ντοκιμαντέρ προετοιμάζουν την έξοδό τους από αρχές του χρόνου μέχρι και το καλοκαίρι του 2025, τα διεθνή γυρίσματα στη χώρα συνεχίζονται και μάλιστα αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο κύρος σε (φημολογούμενα) ονόματα δημιουργών και παραγωγών, μέχρι και η πολυαναμενόμενη συλλογική σύμβαση εργασίας υπογράφηκε ανάμεσα σε τεχνικούς και παραγωγούς.

Αν κοιτάξει όμως κάποιος λίγο κάτω από την επιφάνεια, θα ανακαλύψει τις πραγματικά μεγάλες στιγμές που ζει το ελληνικό σινεμά. Στιγμές άλλης δυναμικής, συχνά εντελώς αντίθετης από την επίπλαστη που συχνά επικρατεί λόγω κεκτημένης ευφορίας.

Νέος Φορέας.

Ας ξεκινήσουμε από τα σημαντικά, τα οποία έχουν να κάνουν με τον νέο φορέα, το επονομαζόμενο ΕΚΚΟΜΕΔ (Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου Οπτικοακουστικών Μέσων και Δημιουργίας) που ήρθε μετά από μεγάλη προσμονή και προσδοκίες για να διορθώσει τη διχοτόμηση ανάμεσα σε δύο φορείς που θα έπρεπε από την αρχή να στοχεύουν προς την ίδια κατεύθυνση. Στο στάδιο της ολοκλήρωσης οργανωτικών και κτιριακών αναγκών και με τις σχετικά αναμενόμενες καθυστερήσεις λόγω μετάβασης αλλά και προσπάθειες για χρηματοδότηση που θα καλύψει τόσο τον τομέα της εγχώριας παραγωγής όσο και αυτής των ξένων ταινιών που γυρίζονται στην Ελλάδα, το ΕΚΚΟΜΕΔ - όλα δείχνουν - πως οδεύει σε μια κανονικότητα.

Οι ανησυχίες της κοινότητας όμως παραμένουν και αφορούν δύο σημαντικούς πυλώνες.

Ο πρώτος είναι ότι αυτή τη στιγμή οφείλονται από τον φορέα 132 εκατομμύρια ευρώ που αφορούν σε 112 υπαχθέντα σχέδια. Οπως αναφέρει ο Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Παραγωγών Οπτικοακουστικών Εργων (ΣΑΠΟΕ), το ποσό αυτό ενδέχεται να είναι και μεγαλύτερο, καθώς υπάρχουν και νέα σχέδια που έχουν πραγματοποιήσει εργασίες παραγωγής. Ο φόβος είναι λογικό ότι είναι ανάλογος του υψηλού χρέους: ότι προκειμένου να καλυφθεί αυτό θα υπάρξουν επιπλέον καθυστερήσεις και πάγωμα των αιτήσεων. Η λύση της κάλυψης του χρέους από το ΕΣΠΑ, όπως έχει γίνει γνωστό από την πλευρά του ΕΚΚΟΜΕΔ ότι θα συμβεί, προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία καθώς οι απαιτήσεις των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ δεν είναι πάντα συμβατές με τις διαδικασίες και τις πρακτικές του οπτικοακουστικού τομέα.

Ο δεύτερος πυλώνας ανησυχίας, που φυσικά σχετίζεται άμεσα με τον πρώτο, είναι το θέμα των επιλεκτικών προγραμμάτων που αποτελούν και τη ραχοκοκκαλιά της ελληνικής παραγωγής. Από τις καταθέσεις του 2024 δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμη οι προεγκρίσεις για το βασικό πρόγραμμα - αυτό αναμένεται να γίνει στα τέλη Ιανουαρίου - ενώ υπάρχουν καθυστερήσεις σε διάφορους τομείς που μοιάζουν μικρότερης σημασίας, αλλά αποτελούν ζωτικό πεδίο για τις ελληνικές παραγωγές, όπως είναι οι συμβασιοποιήσεις και οι πληρωμές καθώς και οι νέες διαδικασίες έκδοσης πιστοποιητικών π.χ. ιθαγένειας κλπ.

Μοιάζει λογικό μια τέτοιου μεγέθους μετάβαση να φέρνει μαζί της καθυστερήσεις και ανησυχίες. Ας ελπίσουμε απλώς τα ελλείμματα του ΕΚΟΜΕ να μην συμπαρασύρουν την ομαλότητα που με κόπο είχε επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια στο Κέντρο Κινηματογράφου. Και ο νέος φορέας να είναι όντως μια νέα σελίδα στην οπτικοακουστική παραγωγή της χώρας.

Το ελληνικό σινεμά στις αίθουσες.

Χρόνια τώρα, η συζήτηση γύρω από τη σχέση του ελληνικού σινεμά με τις αίθουσες μοιάζει ακριβώς η ίδια: επιφανειακή και ατελέσφορη.

Μια μερίδα κατηγορεί τις ελληνικές ταινίες που δεν απευθύνονται σε κοινό. Αδικα. Μια μερίδα κατηγορεί το κοινό που δεν ενδιαφέρεται για το ελληνικό σινεμά. Αδικα. Ευθύνη πέφτει - δίκαια εδώ - πάντα στην εκπαίδευση και την κρατική μέριμνα που δεν ενδιαφέρεται για τη στήριξη και προώθηση του ελληνικού σινεμά. Τη συζήτηση θολώνουν τα άκρα: όσοι πιστεύουν πως οι ταινίες του ελληνικού σινεμά φτιάχνονται μόνο για φεστιβαλική κατανάλωση και περιφρονούν τις «ανάγκες» του κοινού καθώς και όσοι πιστεύουν ότι οι εμπορικές επιτυχίες, φτιαγμένες ως τέτοιες, βοηθούν όλες τις ελληνικές ταινίες.

Ολα ισχύουν και όλα δεν ισχύουν. Το ελληνικό σινεμά στη συνείδηση των Ελλήνων θεατών βρίσκεται χαμηλότερα και από το πιο εξεζητημένο καλλιτεχνικό εισαγόμενο προϊόν. Και εκεί, χαμηλά, τοποθετείται και από το σύστημα της διανομής και των αιθουσών. Και όπως ελάχιστοι πηγαίνουν σινεμά γενικώς, ακόμη πιο ελάχιστοι βλέπουν ελληνική ταινία - αν αυτή δεν είναι, για παράδειγμα, το «Υπάρχω». Το αποτέλεσμα είναι μια σπασμωδική διανομή - για όσες ελληνικές ταινίες καταφέρουν να στηριχτούν από τις δυο-τρεις μικρές ελληνικές εταιρίες διανομής που θα επενδύσουν σε ελληνική ταινία και αμέτρητες ταινίες που ανοίγουν και κλείνουν σχεδόν χωρίς ποτέ κανείς να μάθει την ύπαρξή τους. Σε έναν κύκλο που συνεχίζει και που μας κάνει να πανηγυρίζουμε για το φράγμα των 10.000 εισιτηρίων σαν να μιλάμε τουλάχιστον για εξαψήφιο νούμερα.

Φέτος βγήκαν στις αίθουσες περίπου 30 ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, καθώς και ακόμη περισσότερες σε μεμονωμένες προβολές, μια πρακτική που τα τελευταία πολλά χρόνια έχει αντικαταστήσει την κανονική διανομή που για μερικές ταινίες θα ήταν αδύνατη. Με το «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου που βγήκε μόλις το τελευταίο δεκαήμερο να βρίσκεται στην πρώτη θέση με περισσότερο από 250.000 εισιτήρια, η αμέσως επόμενη πιο εμπορική ταινία ήταν το «Μην Ανοίγεις την Πόρτα» των Unboxholics με 145.000 περίπου εισιτήρια και ακολουθούν η «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα με περίπου 100.000 εισιτήρια και οι «Κουραμπιέδες από Χιόνι» του Γιάννη Τσιμιτσέλη με περίπου 70.000 μέσα στο 2024. Το άτυπο αυτό τοπ-5 για το 2024 συμπληρώνει ο «Καπετάν Μιχάλης» του Κώστα Χαραλάμπους. Στις υπόλοιπες θέσεις θα βρούμε τον «Νυχτερινό Εκφωνητή» του Ρένου Χαραλαμπίδη που ξεπέρασε τις 22.000 εισιτήρια, τον «Νόμο του Μέρφυ» του Αγγέλου Φραντζή με περίπου 18.000 εισιτήρια, ενώ ακολουθούν το «Καλοκαίρι της Κάρμεν» του Ζαχαρία Μαυροειδή με περισσότερα από 16.000 εισιτήρια, το «Animal» της Σοφίας Εξάρχου με περισσότερα από 7.000 εισιτήρια και το «Πολύδροσο» του Αλέξανδρου Βούλγαρη με πάνω από 5.000 εισιτήρια.

Η απόσταση ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη πεντάδα (με τα εισιτήρια της δεύτερης να θεωρούνται «επιτυχημένα» απλώς επειδή οι προσδοκίες είναι πλέον χαμηλές), δίνει το στίγμα του λεγόμενου διαχωρισμού ανάμεσα στα «εμπορικά» και τα «καλλιτεχνικά» για τον οποίο ξέσπασαν (ντροπιαστικές) διαμάχες το 2024 (η συγκεκριμένη κορυφώθηκε μετά τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και φυσικά την περίοδο του φιάσκου με την επιτροπή των Οσκαρ). Λάθος συζήτηση, όταν ανάμεσα στις γραμμές της βρίσκεται αυτό που όλοι θέλουν να κρύψουν πίσω από εφήμερες επιτυχίες «του καλοκαιριού»: ότι οι Ελληνες θεατές δεν βλέπουν ελληνικό σινεμά. Βλέπουν μόνο (και αν) μεμονωμένες ταινίες.

Πέφτοντας στο (θεσμικό) κενό.

Αν τα γεγονότα (και το timing) έχουν σημασία:

Την ίδια ώρα που μια ελληνική ταινία μικρού μήκους επιλέγεται για να διαγωνιστεί στο μεγαλύτερο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους του κόσμου (το «Pirateland» του Σταύρου Πετρόπουλου στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιων Μικρού Μήκους του Κλερμόν - Φεράν), στην Ελλάδα απομακρύνεται με συνοπτικές διαδικασίες ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Δράμας, από την ακραία (από κάθε άποψη, κυρίως συντηρητικής ατζέντας) δημοτική αρχή στην οποία - δυστυχώς - ανήκει το «εθνικό φεστιβάλ» μας. Κι αυτό αμέσως μετά από μια από τις πιο επιτυχημένες διοργανώσεις του Φεστιβάλ Δράμας, το οποίο τουλάχιστον μέχρι και σήμερα ήταν (και ελπίζουμε από την καρδιά μας να παραμείνει) ένα πραγματικά διεθνές Φεστιβάλ με κύρος.

Την ίδια ώρα που το «Animal» της Σοφίας Εξάρχου επιλεγόταν ανάμεσα στις πέντε ταινίες υποψήφιες για το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, στην Ελλάδα ολοκληρωνόταν μια από τις πιο θλιβερές στιγμές που έζησε το ελληνικό σινεμά, με την υπόθεση της επιτροπής του Υπουργείου Πολιτισμού για το ξενόγλωσσο Οσκαρ που έβγαλε στην επιφάνεια περισσότερες από μια παθογένειες που συνεχίζουν να ορίζουν την τύχη του. To Υπουργείο απέδειξε για ακόμη μια φορά πως αντιμετωπίζει το χώρο του ελληνικού σινεμά με επιπολαιότητα και αδιαφορία, η κοινότητα χωρίστηκε στους μεν και τους δε(ν) σ' ένα ψευτοδίλημμα, και τελικά, η μοναδική υποψήφια για τον τίτλο της ελληνικής συμμετοχής στα Οσκαρ, «Φόνισσα», μετά την απόσυρση όλων των υπόλοιπων ταινιών από τη διαδικασία, δεν πέρασε στην τελική short list για τις ταινίες που θα διαγωνιστούν στα Οσκαρ. Θα περνούσε το «Animal»; Πιθανότατα όχι. Κι ίσως αυτή είναι κι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι ποτέ δεν ήταν αυτό το πραγματικό θέμα. Ο σεβασμός στις διαδικασίες, τους συναδέλφους και τους επαγγελματίες της αγοράς, ένα κοινό μέτωπο απέναντι σε θεσμούς που αφήνουν (πονηρά;) κενά για παρατυπίες (όποιον κι αν ευνοούν), η αλληλεγγύη κι όχι ο διχασμός κι η τοξικότητα θα ήταν ένα καλό αντίδοτο απέναντι σε όλες τις εγγενείς δυσκολίες που έτσι κι αλλιώς αντιμετωπίζει το ελληνικό σινεμά.

Την ίδια στιγμή που το ελληνικό σινεμά, από τις μικρού μήκους ταινίες μέχρι τη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ, κοιτάζει μπροστά σε κεκτημένα που παραμένουν διεκδικήσεις, με περισσότερες από μια θεματικές και όχι μόνο επιλογές του (ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε τα «Αδέσποτα Κορμιά» της Ελίνας Ψύκου και το «Αvant-Drag!» του Φιλ Ιερόπουλου ως πολιτικά ντοκιμαντέρ που δημιούργησαν το καθένα το θόρυβό του, δοκιμάζοντας τις συντηρητικές αντοχές μεγάλου μέρους της χώρας). Την ίδια στιγμή που οι διοργανώσεις ανά την Ελλάδα (από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μέχρι αυτό της Αθήνας και όλα τα μικρότερα φεστιβάλ σε όλη τη χώρα), βρίσκουν με ρίσκο απέναντι στις τοπικές κοινωνίες χώρο για να στηρίξουν τη συμπερίληψη και την αποδοχή του διαφορετικού. Την ίδια ακριβώς αυτή στιγμή που κάτι επιτέλους αλλάζει, μια τάση αντιδραστική, βαθιά συντηρητική, απλώνεται υπόγεια και υπέργεια στο χώρο του πολιτισμού. Με λέξεις που φτάνουν στο τραπέζι με λάθος αναγνώσεις (ανάμεσά τους: εθνικό, λαϊκό, δημοφιλές, πετυχημένο, ελληνικό κ.ά.) και με κάθε πιθανή άποψη, μέσω κοινωνικών δικτύων, να δικαιώνεται από μικρές (ή και μεγαλύτερες) ομάδες ακραίας πολιτικής… ορθοδοξίας. Και το Υπουργείο Πολιτισμού, θεματοφύλακας εννοείται του πολιτισμού και της ανεξαρτησίας του, να νίπτει διαρκώς και με επαναλαμβανόμενες κινήσεις τας χείρας του.

Το επιμύθιο.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές μια σειρά από ελληνικές ταινίες περιμένουν να εξασφαλίσουν κάποιου είδους διανομή για τη χρονιά που έρχεται, άλλες περιμένουν εγκρίσεις για να δουν αν θα μπορέσουν να μπουν σε παραγωγή, το θέμα με το Φεστιβάλ Δράμας παραμένει κρίσιμα ανοιχτό, εργαζόμενοι στο σινεμά μοιάζουν ανήσυχοι για τη συλλογική σύμβαση που υπεγράφη, το ΕΚΚΟΜΕΔ μένει να αποδείξει ότι είναι ο νέος αποτελεσματικός φορέας που ευαγγελίιστηκαν πολλοί, νέα παιδιά και καταξιωμένοι δημιουργοί συνεχίζουν να κάνουν ταινίες δύσκολα σε μια χώρα που δεν δείχνει να ενδιαφέρεται πολύ για την ελληνική ταινία. Μεγάλες στιγμές #not.

[Η φωτογραφία του άρθρου είναι από τη μικρού μήκους ταινία του Σταύρου Μαρκουλάκη, «Tα Περιστέρια Αρρωσταίνουν όταν η Πόλη Φλέγεται». Από το τραγούδι που ακούγεται στους τίτλους τέλους της ταινίας, «Την Πιο Ζεστή Μέρα του Χρόνου», γραμμένο από την Μαριλένα Ορφανού, είναι εμπνευσμένος και ο τίτλος του άρθρου με απαραίτητο συμπλήρωμα μια στροφή από τους στίχους που ταιριάζει σε μια ευχή για το ελληνικό σινεμά το 2025: Την πιο ζεστή μέρα του χρόνου, αντί να λιώσουμε, φέτος θέλω να νιώσουμε…]