Ενας ραδιοφωνικός παραγωγός με το κρυπτικά προφανές όνομα «Νυχτερινός Εκφωνητής» γιορτάζει τον ερχομό των 50 χρόνων του on air. Αποφασισμένος να ξορκίσει την κρίση ηλικίας που παραμονεύει εδώ και καιρό, αποφασίζει να καλέσει από τον αέρα του ραδιοφώνου ένα νεανικό του έρωτα, από την εποχή που ήταν εύζωνας στην Προεδρική Φρουρά. Για να το καταφέρει επιστρατεύει μια σειρά από κασέτες του τότε τηλεφωνητή του - τα μηνύματα θα παίξουν αυτούσια στον αέρα ανάμεσα στις μουσικές επιλογές της εκπομπής στέλνοντας στην πόλη το σήμα μιας νιότης που διακόπηκε απότομα και που σήμερα, λίγη ώρα μετά από τα μεσάνυχτα ζωντανεύει ξανά. Σαν μια εφηβική τρέλα; Σαν μια δεύτερη ευκαιρία; Σαν μια επιστροφή στο παρελθόν, απαραίτητη για να μπορέσει κανείς να προχωρήσει στο μέλλον;
Υπάρχει κάτι γοητευτικό στον τρόπο με τον οποίο ο Ρένος Χαραλαμπίδης χρησιμοποιεί τη διαχρονική δύναμη του ραδιοφώνου ως μοχλό μιας αφήγησης που μοιάζει περισσότερο με ένα ημερολόγιο ενηλικίωσης ή ένα γράμμα από αυτά που κάποτε οι άνθρωποι έγραφαν για να στείλουν στον μεγαλύτερό τους εαυτό με την ελπίδα κάποτε να τον «συναντήσουν». Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται μέσα στο ραδιοφωνικό στούντιο, εκεί όπου βρίσκονται το πικ-απ για τα βινύλια, οι κασέτες του τηλεφωνητή, ένα κασετόφωνο εκτός κυκλοφορίας και μια μαγνητοταινία με τη φωνή ενός άντρα που λέει την ώρα, σαν «μνημεία» ενός κάποιου ένδοξου παρελθόντος που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Εκτός στούντιο, το ίδιο. Δεν υπάρχει πάρα μόνο το παρελθόν. Το παρελθόν του ήρωα, ή μάλλον η αναπαράστασή του, αποσπασματική και παραμορφωμένη, όπως συχνά το ανασύρει με τα δικά της απρόβλεπτα φίλτρα η μνήμη. Και το Παρελθόν της Αθήνας, τα (αντίγραφα) αρχαία ακέφαλα αγάλματα στη στάση του μετρό της Ακρόπολης, το Παναθηναϊκό Στάδιο, το (πολυσήμαντο λόγω Βουλής) μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη και η Πύλη του Αδριανού.
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης δεν κρύβει - ακόμη και από την αφίσα της νέας του ταινίας - ότι αντλεί από την «Τέλεια Ομορφιά» του Πάολο Σορεντίνο παίζοντας ένα πανομοιότυπο παιχνίδι με τα μνημεία της πόλης και το παρελθόν τού σε κρίση ηλικίας ήρωά του. Ενα παιχνίδι που σταματάει φυσικά εκεί, καθώς η όνομα και πράγμα «Τέλεια Ομορφιά» στηριζόταν σε ένα production value που εδίνε ουσιαστικά και τραγικό νόημα στο αβάσταχτο βάρος της Ρώμης πάνω στον (αιώνιο) άνθρωπο, συν μια παροξυσμική φελινική αύρα που κυριαρχούσε στις διαδρομές του ήρωά της. Στον «Νυχτερινό Εκφωνητή», η κινηματογράφηση είναι πρόδηλα (μέχρι και καταναγκαστικά) λιτή, νυχτερινή, μια Αθήνα άδεια - σαν να 'ναι για πάντα Δεκαπενταύγουστος - που η δική της γοητεία προσπαθεί να ισορροπήσει διαρκώς ανάμεσα στο σχήμα και την ουσία, ανάμεσα στην ταινία που θα ήταν και που δεν είναι.
Ολος ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» προδίδεται από την ίδια την κατασκευή του που μοιάζει με την προετοιμασία για μια ταινία που δεν βλέπουμε ποτέ. Εκτός ίσως από τις σκηνές μέσα στο στούντιο που μοιάζουν αυθεντικές αλλά όχι αρκετές για να στηρίξουν έστω και την αυτοαναφορική μυθοπλασία του κεντρικού ήρωα (και δημιουργού της), η άτεχνη αναπαράσταση του παρελθόντος όχι μόνο δεν πείθει για τη διαδρομή από την Ελλάδα του σήμερα στα χρόνια της μεταπολίτευσης αλλά προδίδει και την ρομαντική αναπόληση μιας σχέσης που δεν είσαι σίγουρος αν ήταν τόσο σημαντική για να γίνει κάτι σαν «ιερό δισκοπότηρο» τόσα χρόνια μετά. Την ίδια στιγμή, η περιδίνηση στην αρχαία Αθήνα του σήμερα που προσπαθεί να δημιουργήσει μια σύνδεση, πρωτίστως χρονική, με τις εποχές του ήρωα, υποκύπτει σε επαναλήψεις και κοινοτοπίες, αφήνοντας μάλλον σε αμηχανία τις περισσότερες από τις ιδέες που την περιτριγυρίζουν - είτε αυτό είναι μια γενικότερη ιδέα γύρω από τη χορογραφία που ξεκινά από την ιδιότητα του νεανικού έρωτα του ήρωα είτε το plot twist που (χμ...) ανατρέπει τη συγκινησιακή φόρτιση της βραδιάς.
Περισσότερο σαν μια εικονογράφηση ενός μονολόγου που μόνο σε στιγμές είναι και νοσταλγικός και ρομαντικός και αστείος, ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» είναι ακριβώς το κενό ανάμεσα στη διάσημη άρια «Je Crois Entendre Encore» από τους «Αλιείς Μαργαριταριών» του Μπιζέ και του «Μωρό μου φάλτσο» του Μιχάλη Ρακιντζή που ορίζουν το soundtrack του. Μια ταινία που τα σημεία της δεν αρκούν για να γεμίσουν ακόμη και τα σύντομα 75 της λεπτά, με την περισπούδαστη ελαφρότητα που φέρει ο ίδιος ο Ρένος Χαραλαμπίδης να είναι η μόνη που ενώνει - για καλό ή για κακό - τις τελείες.