Η Μαρία-Αλίκη δεν κλαίει. Δεν μπορεί να κλάψει. Ακόμα κι όταν της το ζητάει ο πιο διάσημος σκηνοθέτης, στην οντισιόν για το ρόλο που κυνηγάει, αυτόν που θα εκτόξευε επιτέλους την καριέρα της - από σερβιτόρα με όνειρα, σε πραγματική, εργαζόμενη ηθοποιό. Ακόμα κι όταν χωρίζει για ακόμα μία φορά με τον Δημήτρη, αυτόν που πίστευε ως τον μεγάλο έρωτα και μελλοντικό πατέρα των παιδιών της. Ακόμα κι όταν παίρνει τα αποτελέσματα της κλινικής γονιμότητας: τα ωάρια της δεν είναι άξια κρυοσυντήρησης. Οχι, η Μαρία-Αλίκη δεν κλαίει - παρόλο που, βαθιά μέσα της, είναι ακόμα ένα 8χρονο κοριτσάκι. Γιατί τόσο ήταν όταν έχασε την μητέρα της, μπροστά στα μάτια της, από ανακοπή. Εκλαιγε τότε, θυμάται, και την είχε αναστατώσει.

Η Μαρία-Αλίκη απλώς, ματαιώνεται - συνεχώς, καθημερινά. Απογοητεύουν οι άνθρωποι, ξεβάφουν τα όνειρα. Νιώθει μια αποτυχία με πόδια. Μία γυναίκα χαμένη - με δύο ονόματα και καμία ταυτότητα. Η μόνη της σταθερά: ο Μέρφυ, ο σκύλος της, που την αγαπάει ανιδιοτελώς και το μόνο που περιμένει είναι τη βόλτα τους στο πάρκο.

Τα γενέθλια των 40 θα είναι κομβικά: θα πάρει τη ζωή στα χέρια της. Ομως, καθώς ο Κοέλιο είναι μεγάλος απατεώνας και ο νόμος του Μέρφυ πάντα τον νικά στα σημεία, το σύμπαν έχει άλλη άποψη: να της πάρει τη ζωή από τα χέρια. Ενα ατύχημα την ρίχνει σε κώμα. Σ’ αυτή την ενδιάμεση κατάσταση, στο λίμπο μεταξύ πραγματικότητας και μεγάλου ύπνου, η Μαρία Αλίκη καλείται να παίξει όλους τους πιθανούς ρόλους που θα μπορούσε να της έχει χαρίσει η ζωή, αν είχε κάνει διαφορετικές επιλογές. Σ’ αυτό το υπαρξιακό τράνζιτ θα ζήσει ως επιτυχημένη, πρωταγωνίστρια, ποθητή ερωμένη, διάσημη influencer, πολύτεκνη μάνα. Σ’ αυτό το λήθαργο πρέπει να κοιτάξει καθαρά και να αποφασίσει: είναι αυτά τα πραγματικά όνειρα ή ο εφιάλτης των ανικανοποίητων στόχων που μάς έμαθαν να κυνηγάμε; Μήπως η σύγκρουση με το αυτοκίνητο, σταματήσει την καθημερινή μας σύγκρουση με τους τοίχους εντός μας; Μήπως, αξίζει ο εαυτός μας ένα μπράβο, μία αγκαλιά;

Πέντε χρόνια μετά την επιτυχία της «Ευτυχίας» ο Αγγελος Φραντζής επιστρέφει με την 7η μεγάλου μήκους του - μία πολύ πιο προσωπική ταινία, αλλά ακόμα πιο φιλόδοξη κι επική (όχι όπως σπάταλα χρησιμοποιούμε αυτό το επίθετο, αλλά ουσιαστικά). Συνυπογράφοντας το σενάριο με την Κατερίνα Μπέη και τον Κωνσταντίνο Σαμαρά, αποφασίζει να μιλήσει για τα μεγάλα, τα υπαρξιακά, τα άλυτα. Οσα ακόμα βασανίζουν τον άνθρωπο. Οσα ακόμα κρατούν τη γυναίκα στις αρχέγονες αλυσίδες ανέφικτων ρόλων και προσδοκιών. Και να το κάνει απροσδόκητα, τολμηρά, απίστευτα γενναία.

Γιατί κάνει την ανατροπή: τα πανάρχαια θα τα εκφράσει ο κινηματογραφικός μοντερνισμός, για τα πιο σοβαρά θα μιλήσει η κωμωδία. Κι όχι μία απλή, συντηρητικών δομών και ασφαλούς εκτέλεσης κωμωδία. Αλλά μία screwball comedy (ένα είδος που δεν έχουμε αναμετρηθεί στην Ελλάδα) με την ένταση, τη σωματικότητα, την υπερβολή, την κινησιολογία στα κόκκινα. Με τη βοήθεια του πάντα εξαιρετικού DP Γιώργου Καρβέλα, ο Φραντζής επιχειρεί να αναμετρηθεί με την απαίτηση εγρήγορσης του genre, γυρίζοντας σχεδόν όλη την ταινία με μονοπλάνα - δένει την κάμερα σε ράγες, γερανούς και steady, την εκτοξεύει σε τρεχαλητή κίνηση, υγρή τράβελινγκ ροή, άπνοη καταγραφή της πνοής της ηρωίδας του. Γιατί αυτό τον ενδιαφέρει κυρίως -πέραν από το πολύ καλά μελετημένο και χορογραφημένο τεχνικό εύρημα: η ψυχολογική σύνδεση του θεατή με την αναστάτωση της. Η βουτιά στο δικό μας ασυνείδητο, όσο ο Φραντζής, πολύ συνειδητά, κρατά κάτω από το νερό τη γυναίκα να πνίγεται.

Όχι δεν περνάει απαρατήρητο: ένας άνδρας σκηνοθέτης, δημιουργός, καλλιτέχνης που νιώθει την αναγκαιότητα να εκφράσει τους δικούς του μύχιους προβληματισμούς, να δώσει φωνή στις πιο επώδυνες αναρωτήσεις του, να προσπαθήσει να απαντήσει στην εκκωφαντική σιωπή των υπαρξιακών μας αδιέξοδων, επιλέγει ο «άνθρωπος ηχείο» να είναι μια γυναίκα. Μοιάζει απλό, οριακά αυτονόητο, αλλά δεν είναι καθόλου.

Οπως και τίποτα σ’ αυτή την κωμωδία δεν είναι απλό: φαντάζει αναρχική και ξέφρενη, αλλά είναι προσεχτικά σχεδιασμένη, εξαιρετικά ακριβής. Ακόμα και στα σημεία που μπορεί να ξεφεύγει στην υπερβολή, να μην ταιριάζει με τα υποκειμενικά μας γούστα, να φωνάζει σε στιγμές πιο υπογραμμισμένα από τη δική μας φυσική θερμοκρασία, η προσοχή στην σκηνοθετική λεπτομέρεια είναι συγκινητική, η σπουδή στο είδος αδιαφιλονίκητη, η κατασκευή αυτού του παράλληλου σύμπαντος ένας πραγματικός άθλος. Γιατί ο Φραντζής ως δημιουργός δεν έχει οραματιστεί ένα μόνο σύμπαν - αλλά πολλά ταυτόχρονα, και για αυτό το σύνθετο, απαιτητικό production design, η λαμπερή, μαγική σκηνογραφία στέκεται επάξια ως ένας ακόμα χαρακτήρας. Οχι, ο Φραντζής ως πραγματικός σινεφίλ δεν έχει εμπνευστεί μόνο από screwball αναφορές, κι ως σκηνοθέτης δεν περιορίζεται σε μονοδιάστατους πειραματισμούς με το είδος. Η Μαρία Αλίκη θα αγγίξει «την απόλυτη ευτυχία», θα χορέψει και θα τραγουδήσει σ’ έναν κόσμο που θα ήταν πιο ωραίος ως μιούζικαλ - του Ζακ Ντεμί, του Ντέμιαν Σαζέλ, του Λέος Καράξ. Και το ομολογούμε: αυτό ήταν το αγαπημένο μας κομμάτι της ταινίας.

Κανένα όμως τεχνικό κόλπο, καμία πατέντα, καμία αξία παραγωγής δεν έχει σημασία σε καμία ταινία (αλλά ειδικότερα σε αυτή) όσο ο άνθρωπος. Οι ηθοποιοί. Κι αυτό που κάνει το καστ στο «Νόμο του Μέρφυ» αξίζει υπόκλισης.

Καταπληκτική η Βικτώρια Μπιτούνη (το μπρίο, το πείραγμα, η ειρωνία - όλο το πακέτο της) στο ρόλο του φύλακα-άγγελου που πιέζει για αυτογνωσία. Ισορροπημένα ανταγωνιστικός και σε σωστές δόσεις αντιδραστικός με την ηρωίδα, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου. Αγνώριστος, ασταμάτητος, ευρηματικός, πανέξυπνος Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης σε διπλό ρόλο. Απολαυστικά αυτοσαρκαστικοί οι Τόνια Σωτηροπούλου και Νίκος Κουρής σπάνε την εικόνα τους, με την Σωτηροπούλου όμως να έχει και μία συγκινητική στιγμή αποκαθήλωσης. Κι έρχεται κι ο Θάνος Τοκάκης ως Μπάστερ Κίτον θλιμμένος παλιάτσος, ως ένα μικρό κάμεο με τεράστιο εκτόπισμα και απασφαλίζει την υγρασία στα μάτια μας.

Αυτή όμως που κουβαλά όλη την ταινία, που κρατά το τιμόνι, με ρίσκο και ταλέντο και αυτοθυσία, είναι η Κάτια Γκουλιώνη - η μούσα του Αγγέλου Φραντζή και για μία ακόμα φορά πρωταγωνίστρια του. Δίνει μία ερμηνεία που μοιάζει με ελεύθερη πτώση σε όλα όσα μπορεί να την ενθουσίασαν και ταυτόχρονα να την τρόμαξαν - χειμαρρώδης λόγος, ακραία σωματικότητα, μεγαλόστομη μπουλβάρ εκφραστικότητα, τέντα γκάζια. Μία ερμηνεία που δεν της ταιριάζουν επίθετα, μόνο ρήματα: πάλλομαι, τεντώνομαι, τσαλακώνομαι, συγκρούομαι, πέφτω κι ανασηκώνομαι, τολμώ και εκτίθεμαι, δοκιμάζω και δοκιμάζομαι. Μία ηθοποιός που βουτά με το κεφάλι στην ξέφρενη κομεντιέν κούρσα, χωρίς δισταγμό, με πάθος, με όποια συνέπεια. Αλλά εκεί που πραγματικά αποκαλύπτει όλη της την στόφα, εκεί που λάμπει, είναι όταν σταματά να τρέχει. Οταν επιβάλει στο βλέμμα της να σε ξαφνιάσει, όταν το βουρκώνει και βουρκώνει και το δικό σου. Οταν πέφτουν οι τόνοι, εκείνη απογειώνεται. Οταν χαμηλώνει τον ήχο και τότε ξυπνάς κι εσύ.

Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά αυτό είναι το μεγάλο χαρτί αυτής (κι όχι μόνο αυτής) της κωμωδίας: η συγκίνηση της. Γιατί υπάρχουν αρκετά κομμάτια που η ένταση μάς κούρασε, η φορμαλιστική extravaganza μάς έχασε, και σίγουρα υπάρχουν δαιδαλώδεις διαδρομές που χάθηκε κι η σεναριακή καθαρότητα και οικονομία. Η καρδιά της ταινίας όμως ήταν πάντα εκεί να χτυπά (στο τέμπο της υπέροχης μουσικής του Σταμάτη Κραουνάκη) και να οδηγεί την Μαρία Αλίκη -κι εμάς- από το σκοτάδι στο φως. Για αυτό και η επιλογή -απροσδόκητη κι εξίσου γενναία- για το τελευταίο μέρος. Εκεί που δυναμώνει ο ήχος, που η οθόνη πλημμυρίζει χαρά, γιορτή, λάμψη, αισιοδοξία. Εκεί που πέφτουν οι τίτλοι και νιώθεις να σε συνοδεύει στον έξω κόσμο, τον πιο τρομακτικά αστείο και σοβαρά σουρεαλιστικό, μία αγαπησιάρικη κινηματογραφική αγκαλιά.