Η δεύτερη μεγάλου μήκους του Γεωργιανού Αλεξάντρ Κομπερίτζε ξετυλίγεται σαν ένα αστικό παραμύθι, που πασπαλίζει με ρομαντισμό τους δρόμους και τα πάρκα του Κουτάισι της Γεωργίας, μιας πόλης όπου η σύγχρονη ζωή μπορεί να συνυπάρχει με την πίστη στο «κακό μάτι» κι όπου τα ξόρκια μπορεί ακόμη να πιάνουν.
Με μια διάρκεια που φτάνει τις δυόμισι ώρες θα μπορούσες να την πεις και ταινία «ποταμό», αλλά για να περιγράψεις κυρίως τον αβίαστο τρόπο με τον οποίο κυλά, την κελαρυστή μουσικότητα του τόνου της, τα υπέροχα τοπία της πόλης ή της ψυχής που διασχίζει.
Το φιλμ ξεκινά με μια τυχαία γνωριμία, ο Γκιόργκι και η Λίζα σκοντάφτουν ο ένας πάνω στον άλλο στην αυλή του σχολείου κι όταν τυχαία ξανασυναντηθούν την ίδια μέρα, θα κανονίσουν ένα ραντεβού για την επόμενη, δίχως καν να ανταλλάξουν όχι τηλέφωνα αλλά ούτε καν ονόματα. Ομως αυτό που δεν ξέρουν είναι πως το ραντεβού τους θα κανονιστεί κάτω από την επήρεια μιας κατάρας, και πως όταν ξυπνήσουν το άλλο πρωί, η εξωτερική εμφάνιση και των δυο θα έχει αλλάξει. Κι έτσι, παρότι και οι δυο τους θα πάνε στο ραντεβού, δεν θα συναντηθούν γιατί ο ένας δεν θα αναγνωρίσει τον άλλο. Και κάπως έτσι ξεκινά μια από τις πιο απροσδόκητα ρομαντικές, ανεπιτήδευτα όμορφες και φρέσκιες ταινίες που είδαμε εδώ και πολύ καιρό, ένα φιλμ που σε κρατά σε εγρήγορση ακόμη και στις στιγμές όπου σχεδόν τίποτα δεν συμβαίνει και που ανακαλύπτει την μαγεία στο καθημερινό, το μικρό, το αδιάφορο.
Το «Τι Βλέπουμε Οταν Κοιτάμε τον Ουρανό;», δεν θα μπορούσε να έχει έναν καλύτερο τίτλο, αφού όπως κι ο μεγάλος γαλάζιος θόλος πάνω από τα κεφάλια μας, έτσι και η ταινία του Κομπερίτζε είναι κάτι στο οποίο μπορείς να δεις όχι μόνο ότι υπάρχει εκεί, αλλά να γίνει ο καμβάς για να προβάλλεις πάνω της, οτιδήποτε άλλο θες. Με μια αφήγηση που δεν κλείνεται ερμητικά στον εαυτό της, αλλά μπορεί να δώσει «πρωταγωνιστικό ρόλο» στα πάντα από τα αδέσποτα σκυλιά, μια παρέα παιδιών που παίζουν ποδόσφαιρο, ή μια μπάλα που επιπλέει στο ποτάμι, το φιλμ γίνεται ένα μωσαϊκό από εικόνες και ιστορίες, από πράγματα μικροσκοπικά που όμως μπορούν να δείχνουν μεγαλειώδη, από προσωπικές, άγνωστες μυθολογίες που μπορούν να μοιάζουν με τις δικές σου που κρατάς κρυμμένες μέσα στην καρδιά ή το μυαλο σου.
Γιατί όπως σε κάνει να καταλάβεις αυτή η πανέμορφη, εμψυχωτική, ιστορία, μερικές φορές το να δεις την αληθινή φύση των πραγμάτων ή των ανθρώπων, πρέπει να το κάνεις μέσα από το φίλτρο του σινεμά. Που ίσως δεν μπορεί να μας αλλάξει το πως δείχνουμε, αλλά μπορεί να αλλάξει το πώς κοιτάμε. Κι αν δεν μας κάνει να ερωτευτούμε έναν άνθρωπο, μπορεί τουλάχιστον να μας κάνει να αγαπήσουμε πολύ μια ταινία. Μια ταινία σαν αυτή.