Υποψήφιος για επόμενος Πρόεδρος της Γαλλία, ο Ντεβερό φτάνει στη Νέα Υόρκη, περνάει μια βραδιά ακολασίας με κορίτσια, ναρκωτικά και ποτό σε ένα ξενοδοχείο της πόλης και το πρωί συλλαμβάνεται από τις Αρχές με την κατηγορία της σεξουαλικής κακοποίησης μιας καμαριέρας.
Υπάρχει μια ευθεία γραμμή που ενώνει σχεδόν όλους τους ήρωες του Εϊμπελ Φεράρα με τον «φανταστικό» Ντομινίκ Στρος-Καν του Ζεράρ Ντεπαρντιέ.
Από τον βρώμικο αστυνομικό του Χάρβεϊ Καϊτέλ στο «Bad Lieutenant» μέχρι τον «King of New York» Κρίστοφερ Γουόκεν, ακόμη και τον επερχόμενο «Παζολίνι», οι άντρες στο έργο του λάτρη της παρακμής και της βίας ως αντίπαλο δέος της ανθρώπινης νηφαλιότητας και αξιοπρέπειας Φεράρα, ζουν και πεθαίνουν με μοναδικό κίνητρο τα πάθη τους, τις εμμονές τους και το ανεξέλεγχτο σεξουαλικό τους ένστικτο.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που το μικρό σε διάρκεια και μέγεθος (τουλάχιστον σε σχέση με την «αλήθεια» της ιστορίας και του πρωταγωνιστή του) «Welcome in New York» σπαταλά την πρώτη μισή ώρα του καταγράφοντας έναν σεξουαλικό παρόξυσμό σε μια σειρά από σκηνές που δεν αφήνουν καμία αμφιβολία πως ο Φεράρα βρίσκεται εδώ για να αφηγηθεί την ιστορία ενός εμμονικού με το σεξ άνδρα ακριβώς τη στιγμή της πτώσης του.
Το γεγονός πως ο Ντεβερό (όπως είναι το όνομα του Ντεπαρντιέ στο φιλμ) βρίσκεται εκτός έδρας δίνει στον Φεράρα τη δυνατότητα να τον γδύσει (μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά σε μια καταπληκτική σκηνή) από κάθε του άλλη ιδιότητα (μαθαίνουμε πως είναι υποψήφιος για επόμενος Πρόεδρος της Γαλλίας) και να τον ακολουθήσει μέσα στην άβολη διαδικασία μιας σύλληψης, χρησιμοποιώντας πραγματικούς αστυνομικους της Νέας Υόρκης και τοποθεσίες της πόλης, σχεδόν σαν να κάνει ντοκιμαντέρ,. Ή τουλάχιστον σαν να προσπαθεί να κατέβει μαζί του μέχρι εκεί όπου πια δεν υπάρχουν γκρίζες γραμμές ανάμεσα στο καλό και το κακό, το σινεμά και την πραγματική ζωή.
Ο Ντεβερό είναι ένοχος. Και αυτό παραμένει αδιαπραγμάτευτο σε όλη τη διάρκεια του φιλμ – ακόμη και όταν ο ίδιος δεν θέλει και κυρίως δεν μπορεί να αντιληφθεί την ενοχή του ή όταν ο Φεράρα υποκύπτει σε ένα αχρείαστο παραλήρημα/εσωτερικό μονόλογο του προς το τέλος προσπαθώντας να εξηγήσει το ατελέσφορο της εσωτερική του πάλης.
Με κεντρικές αφηγηματικές γραμμές τη δίκη που θα αποφασίσει την προσωρινή του κράτηση (με αναπαράσταση αληθινών πρακτικών από τη δίκη του Στρος-Καν) και τον ερχομό της συζύγου του (η Ζακλίν Μπισέ σε μια οριακά συγκινητική αν και αδέξια ερμηνεία), ο Φεράρα «φυλακίζει» τον Ντεπαρντιέ μέσα σε δωμάτια ξενοδοχείων, κελιά αστυνομικών τμημάτων και ένα υπό μετακόμιση διαμέρισμα στην Τραιμπέκα που στο οποίο θα ζήσει περιμένοντας το τελικό δικαστήριο.
Και πραγματικά κάνει αυτό που λίγοι σκηνοθέτες θα μπορούσαν να πετύχουν χωρίς να πέσουν στην παγίδα μιας εύκολης κριτικής ή στο απόλυτο γκροτέσκο: δημιουργεί σασπένς από την ανθρώπινη κατάπτωση, καταφέρνει να απεικονίσει τον ήρωά του ταυτόχρονα ως ένα «γουρούνι» και έναν «ασθενή» χωρίς να παίρνει θέση (!), κάνει το άβολο (φανταστείτε μια σκηνή στην οποία ένας σύζυγος εξηγεί στη συζυγό του τι ακριβώς έκανε το προηγούμενο πρωί πάνω στο στήθος μιας καμαριέρας) να μοιάζει τουλάχιστον «φυσιολογικό», κατακρίνει την εξουσία που δίνει η εξουσία και παίζει – αν και όχι ολοκληρωμένα – με το ερώτημα των ρόλων που παίζουμε καθημερινά τις ώρες που οι άλλοι μας κοιτούν ή ακόμη καλύτερα όταν νομίζουμε πως είμαστε μόνοι μας στον κόσμο και άρα παντοδύναμοι.
Ηδη από την σκηνή πριν τους τίτλους, ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ – εκτός ρόλου – εξηγεί σε δημοσιογράφους πως είναι να παίζεις κάποιον που είναι «αντιπαθητικός» και σε όλη τη διάρκεια του «Welcome in New York» δεν δυσκολεύεται να είναι και ο ίδιος μέρος μιας διττής προσωπικότητας που βρίσκει σχεδόν χωρίς ψεγάδι τον τρόπο να υποδυθεί έναν άνθρωπο με περίσσευμα εξουσίας και έλλειμα ενοχής.
Η ερμηνεία του, σωματική και ογκώδης όπως και ο ίδιος, είναι κυρίαρχη, αλλά όχι και η πρωταγωνιστική σε μια ταινία που ανάμεσα σε διγλωσσες «θεατρικές σκηνές», κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, σκοτεινό φόντο και ένα από τα εκ των πραγμάτων λόγω της έμπνευσής της πλούσια παρασκήνια των τελευταίων χρόνων, αφήνει χώρο για τον κεντρικό της ήρωα που δεν είναι άλλος από το «άδειασμα» που νιώθεις προσπαθώντας να κατανοήσεις που ακριβώς τελειώνει η... πτώση.
Σε κάθε περίπτωση, όχι στο τέλος μιας (αληθινής) ιστορίας που ο Φεράρα την αποκαλύπτει από τις κάρτες της αρχής – γνωστή ήδη από την ειδησεογραφία, ήσυχος πως το φιλμ του μπορεί να μείνει γυμνό από προεκτάσεις, συνέχεια μιας μοναχικής φιλμογραφίας που επιστρέφει με κάθε αφορμή στο πόσο άσχημη μοιάζει η ανθρώπινη φύση κάτω από το φορεμένο από τις νόμιμες ή παράνομες (δεν έχει καμία σημασία) κοινωνικές δομές καλοσιδερωμένο της κοστούμι.