Οι «Μάγισσες» υπήρξαν πάντοτε ένα από τα πιο, ίσως το πιο παρεξηγημένο «παιδί» του Ρόαλντ Νταλ.

Απαγορευτικό σχεδόν ως προς τη σύλληψη του ως «παιδικό βιβλίο» και υπερ-αρκούντως αλληγορικό, τουλάχιστον ως προς την, ακόμη και για τον κόσμο των ενηλίκων, πολυεπίπεδη έννοια της διαφορετικότητας (για να μην αναφερθεί κανείς σε αυτήν του θανάτου ή της «μεταμόρφωσης»), αφηγείται την ιστορία ενός ορφανού παιδιού που, εν έτει 1967, μετά από τον τραγικό θάνατο των γονιών του μετακομίζει στο σπίτι της γιαγιάς του πριν φύγει κι από εκεί μαζί της κυνηγημένο από μια ομάδα αδίστακτων μαγισσών που ζουν για να δουν όλα τα παιδιά του κόσμου μεταμορφωμένα σε ποντίκια.

Ανεξάρτητα αν ο Νταλ ήθελε με αυτό το βιβλίο να ρίξει στα βαθιά τους νεαρούς του αναγνώστες, συστήνοντας τους το κακό ως αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής ή απλώς αυτή ήταν η δική του - την λες και ποπ - εκδοχή πάνω στη μεσαιωνική μυθολογία, οι «Μάγισσες» άργησαν πολύ να θεωρηθούν το σκοτεινό αριστούργημα που είναι. Στην αρχή τρόμαξαν γονείς και παιδιά (με αυτή τη σειρά), στη συνέχεια κατηγορήθηκαν για τη μισογύνικη απεικόνιση των μαγισσών (στο γενικότερο πλαίσιο που οι μάγισσες υπήρξαν κατεξοχήν δαιμονοποίηση του γυναικείου φύλου) και συνολικά άφησαν μια πολύ βαθιά ουλή στις αθώες (και όχι) παιδικές ψυχές με το θρασύ φινάλε τους, κάτι ανάμεσα σε δικαίωση του κακού ή σε μια φαταλιστική εκδοχή της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους.

Παρεξηγημένη υπήρξε και η κινηματογραφική μεταφορά του Νικόλας Ρεγκ το 1990 - σε παραγωγή του Τζιμ Χένσον των Muppets και της Αντζέλικα Χιούστον (που το διασκεδάζει στο ρόλο της αρχι-Μάγισσας), αφού επέζησε των τελών των 80s ως μια ανερχόμενα cult φιλμική παρακαταθήκη για τα σαφώς πιο twisted 90s με διαρκείς αναβιώσεις λατρείας μέχρι και σήμερα. Ελάχιστοι, ωστόσο, διέκριναν στην εποχή της πως μέσα στο φλεγματικό και κιτς γκροτέσκο περιτύλιγμά τους έκρυβαν αυτούσια τη φρίκη μιας σχεδόν απαγορευμένης ενήλικης φαντασίωσης που - plot twist - θα ολοκληρωνόταν προδίδοντας το φινάλε του Νταλ και σώζοντας το παιδί από το να μείνει για πάντα ποντίκι.

Ο Νικόλας Ρεγκ γύρισε και μια εκδοχή με το αυθεντικό φινάλε που έφερε δάκρυα στα μάτια του πιουρίστα μάλλον Ρόαλντ Νταλ, αλλά τελικά αποφάσισε να υπογράψει αυτήν με το «πειραγμένο» τέλος, αναγκάζοντας τον συγγραφέα που θα πέθαινε την ίδια εκείνη χρονιά να απειλήσει πως θα αφαιρέσει το όνομα του από την ταινία - δεν το έκανε μετά από παρέμβαση του Τζιμ Χένσον - και να την χαρακτηρίσει τελικά ως «παντελώς απεχθή».

Ποιος ξέρει άραγε πώς θα χαρακτήριζε ο Ρόαλντ Νταλ την εν έτει 2020 εκδοχή του Ρόμπερτ Ζεμέκις που μεταφέρει το σκηνικό από την Αγγλία στην Αλαμπάμα - με Αφροαμερικανούς παιδί και γιαγιά - διατηρεί το φινάλε του βιβλίου (αν αυτό είναι τελικά το ζητούμενο) και εικονογραφεί την ιστορία σαν να γυρίζει βαριεστημένα τις σελίδες του, έχοντας στην καρδιά του ταλέντα επί ταλέντων σε σκηνογραφία, κοστούμια και ειδικά εφέ, συν μια «κάνει ότι μπορεί και λίγο περισσότερο» ερμηνεία από την Αν Χάθαγουεϊ που όμως δεν αρκεί για να σώσει το τελικό αποτέλεσμα - πόσο μάλλον μια κάποια χαμένη στα σκοτάδια της παιδική ψυχή.

Ο Ρόμπερτ Ζεμέκις που κάποτε γύριζε παιδικές ταινίες για ενήλικες (βλ. «Φόρεστ Γκαμπ», «Beowulf») και τα τελευταία χρόνια προσπαθεί μάταια να γυρίσει ενήλικες ταινίες για παιδιά (βλ. από το «The Flight» και μετά, με το «Allied», το «Welcome to Marwen» κλπ), μπορεί να έχει συνεργαστεί στο σενάριο και την παραγωγή με τον Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, αλλά άδικα θα αναζητήσει κανείς ενός κάποιου είδους μαγικό ρεαλισμό, καθώς η διαρκής προσπάθεια για εύκολο χιούμορ, η σαφής προτίμησή του στις Μάγισσες και όχι στον κεντρικό του ήρωα, η εντελώς αχρείαστη παρουσία της Οκτάβια Σπένσερ με «φυλετικό» πρόσημο όχι όμως και νόημα και η γενική μάλλον ατονία στο ρυθμό της «αλληγορίας» κάνουν την ανάγνωση αυτή να μοιάζει φτιαγμένη χωρίς ιδιαίτερη σκέψη για τα πώς και τα γιατί μιας ιστορίας που κι όμως θα είχε ιδιαίτερο νόημα σε ένα κόσμο που βρίσκει αναχώματα στο μίσος, το φόβο για το διαφορετικό, την έννοια του «τέρατος» εντός κι εκτός από τους (παιδικούς) εφιάλτες.

Οι διαμαρτυρίες από την κοινότητα των Ατόμων με Αναπηρία για τον τρόπο με τον οποίο απεικονίζονται τα άκρα των Μαγισσών στην ταινία, προσομοιάζοντας σε μια υπαρκτή διαταραχή που δεν κάνει αυτόματα τους ανθρώπους «μάγισσες» - διαφορετικά σε κάθε περίπτωση από την αρχική περιγραφή και εικονογράφηση στο βιβλίο του Νταλ - είναι μάλλον ενδεικτική, όχι μόνο του στιβαρού #not υπόβαθρου πάνω στο οποίο στηρίζεται αυτή η νέα διασκευή του, αλλά και μιας εποχής που μακριά από τα 80s όπου γράφτηκαν και έγιναν πρώτη φορά ταινία, οι «Μάγισσες» παραμένουν ένα παρεξηγημένο «παραμύθι» από αυτά που δεν αρκεί να «διαβάσεις», αλλά που πρέπει να καταλάβεις βαθιά μέσα σου πριν προσπαθήσεις να το αφηγηθείς ξανά.