Από τα «17 Κορίτσια», το ενδιαφέρον των αδελφών Μιριέλ και Ντελφίν Κουλέν για τη γυναικεία φύση, τη δύναμή της, τη σχέση της με το σώμα της και με τον κόσμο γύρω της ήταν ξεκάθαρο. Τώρα, στη νέα τους ταινία, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο της Ντελφίν, η εξερεύνησή τους γίνεται πιο βαθειά κι αγγίζει ένα θέμα πολύ μεγαλύτερο, τη θέση του ανθρώπου - και κυρίως της γυναίκας - απέναντι στη βία, με εφαλτήριο τις ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν.

Τα «κορίτσια» αυτής της ταινίας είναι η Ορόρ και η Μαρίν, δυο κοπέλες που μεγάλωσαν μαζί στο γαλλικό Λοριάν και κατατάχθηκαν στο στρατό, για να βρουν μια δουλειά και, κυρίως, για να γυρίσουν τον κόσμο. Επιστρέφοντας στη Γαλλία από αποστολή στο Αφγανιστάν, κάνουν μια τριήμερη στάση σ' ένα παραδεισένιο θέρετρο (η Ρόδος ποζάρει ως Κύπρος), για να αποσυμπιεστούν πριν φτάσουν στους δικούς τους. Αυτή η αποσυμπίεση είναι οργανωμένη, περιλαμβάνει ασκήσεις, χρονομετρημένη χαλάρωση και ομαδική ψυχοθεραπεία με τη βοήθεια ψηφιακής αναπαράστασης των συγκεκριμένων στιγμών που βίωσαν στη μάχη, μέσα σ' ένα ντεκόρ από ήλιο, θάλασσα, φοίνικες, μεθυσμένους τουρίστες και δυο πρόθυμους ντόπιους. Ο παραλογισμός του συνδυασμού δυο κόσμων και η ίδια η αναβίωση της μάχης δημιουργούν τις πιεσμένες συνθήκες που θα κάνουν τα βίαια ένστικτα να ξεσπάσουν πιο δυνατά απ' ό,τι στον πόλεμο.

Οι αδελφές Κουλέν ξεκινούν την ταινία τους μ' ένα κοντινό στην ίριδα ενός πανέμορφου ματιού, της Ορόρ, της Αριάν Λαμπέντ - είναι το μάτι που βλέπει, ώσπου να χορτάσει. Με την ίδια σταθερότητα κοιτάζουν κι οι σκηνοθέτες τους ήρωές τους, γνωρίζοντας βαθειά και καθαρά τι θέλουν να κάνουν σ' αυτήν την ταινία. Με μια κάμερα που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, που «βλέπει τον κόσμο», αποτυπώνουν ένα τοπίο γεμάτο ομορφιά κι ένα μάτσο ανθρώπους που δεν ξέρουν τι να την κάνουν. Είναι οι άνθρωποι που έχουν κάνει τον πόλεμο επάγγελμα και που, κάπως, πρέπει να εκλογικεύσουν αυτήν την επιλογή τους. Σ' ένα περιβάλλον απόλυτα ανδρικό, οι γυναίκες ηρωίδες ταλαντεύονται ανάμεσα στην αποδοχή και την απόρριψη. Προς και από αυτές

Δεν είναι παράξενο ότι οι πιο πετυχημένες σεκάνς της ταινίας είναι, όχι εκείνες όπου η βία ξεσπά, αλλά εκείνες όπου ελλοχεύει. Οπου μ' αυτή τη γνώση, η κάμερα περιπλανιέται σε κοντινά πλάνα των προσώπων, των εκφράσεων, του κορμιού που αποκαλύπτει με τα σημάδια του, εφήμερα ή μόνιμα, τι έχει περάσει. Οι καλύτερες στιγμές είναι οι διαπροσωπικές, οι διαλογικές. Η Λαμπέντ που εξηγεί στον Κωνσταντίνου ότι ως στρατιώτης θεώρησε ότι θα υπερασπιστεί τη Γαλλία κι εκείνος απαντά γελώντας, «Σοβαρά;» Μια τόση δα σκηνή με μια πηγαία αντιπολεμική διάσταση. Τα κορίτσια, τρία μόνο μέσα στο στράτευμα, που προσπαθούν, μεταξύ τους, ν' απαλύνουν τα τραύματά τους. Οι στιγμές της αληθινής, «ειρηνικής» χαλάρωσης, που τοποθετούν τον πόλεμο εκεί όπου ανήκει, μακριά.

Η Αριάν Λαμπέντ χαρίζει στην ταινία την καλύτερη ερμηνεία της που έχουμε δει, η Σοκό συμπυκνώνει τη θλίψη στο σκυθρωπό της βλέμμα, οι άντρες ηθοποιοί του «στρατεύματος», κάποιοι από αυτούς αληθινοί στρατιώτες, συνθέτουν ένα σώμα γεμάτο εύγλωττες αντιθέσεις, η παρουσία των Ανδρέα Κωνσταντίνου και Μάκη Παπαδημητρίου είναι ο καταλύτης στη δράση. Μια αντιπολεμική ταινία χωρίς να το κάνει θέμα, μια γυναικεία ταινία χαμηλών τόνων κι εσωτερικών εντάσεων, μια γαλλοελληνική συμπαραγωγή πανέτοιμη να γυρίσει τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη: