Ως σκηνοθέτης, ο Τζορτζ Κλούνεϊ είναι θαρραλέος και άνισος - ίσως με καλύτερη ως τώρα δουλειά του το «Good Night, and Good Luck.» του 2005. Πάντα έχει την ικανότητα να χτίζει σκηνοθετικά κόσμους με ξεκάθαρη, μεταδοτική ατμόσφαιρα και ανθρωπιστικά μηνύματα - το ίδιο κάνει και στη νέα του ταινία αλλά, δυστυχώς, τίποτε παραπάνω.

Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Λίλι Μπρουκς-Ντάλτον του 2016, η ταινία εκτυλίσσεται στο μεταποκαλυπτικό 2049, όπου, για κάποιο λόγο, η Γη έχει καταστραφεί, είναι, πια, μη κατοικήσιμη και οι επιζώντες αποχωρούν από τον πλανήτη. Πίσω θα μείνει μόνο ένας, ο επιστήμονας Ογκουστίν Λόφτχαους, με τη μελαγχολική μορφή του Τζορτζ Κλούνεϊ, μάλλον επειδή έτσι κι αλλιώς πάσχει από μοιραία ασθένεια και υποβάλλει καθημερινά τον εαυτό του σε αιμοκάθαρση. Ο Ογκουστίν ζει σ' έναν ερευνητικό σταθμό όπου, ξαφνικά, θα εντοπίσει μία ακόμα ζωή: ένα σιωπηλό, πανέμορφο κοριτσάκι που η μητέρα του άφησε πίσω στην αναταραχή.

Παράλληλα, το διαστημόπλοιο Εθερ έχει ολοκληρώσει την αποστολή του: έχει φτάσει στον Κ-23, σελήνη του Δία κι έχει διαπιστώσει ότι ο πλανήτης είναι βιώσιμος για τους ανθρώπους, μια προφανής λύση για την επικείμενη καταστροφή. Το πλήρωμα ξεκινά στη ρότα της επιστροφής με καλά νέα, χωρίς να γνωρίζει ότι η καταστροφή έχει ήδη έρθει στη Γη. Ο Ογκουστίν προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί τους για να τους ενημερώσει και να τους αποτρέψει.

Η ταινία κινείται σε πολλά - υπερβολικά πολλά - πεδία και χρόνους. Ο Ογκουστίν και το κοριτσάκι, η Ίρις, διανύουν την απόσταση από τον επιστημονικό σταθμό σ' έναν δεύτερο, διασχίζοντας έρημους παγωμένους τόπους σε απειλητική χιονοθύελλα. Το παρόν εναλλάσσεται με το παρελθόν όπου μαθαίνουμε ποιος είναι ο Ογκουστίν και τι, ενδεχομένως, ρόλο έχει παίξει στο ζοφερό παρόν της ταινίας. Στο διάστημα, το πλήρωμα του Εθερ ζει τις δικές του ζεστές (με ολογράμματα από την παλαιότερη ζωή του στη Γη) ή αγωνιώδεις στιγμές. Και τα δύο πεδία κάποια στιγμή συνδέονται με δυο κρίκους, έναν ρεαλιστικό κι έναν φαντασιακό.

Θέλοντας, στην πραγματικότητα, να κάνει ένα στοχαστικό δράμα φαντασίας, ο Κλούνεϊ αποτυπώνει πετυχημένα κάθε τόπο, εσωτερικό ή εξωτερικό, ως ένα μεγάλο, άδειο σύμπαν, όπου ο άνθρωπος είναι μικρός και αδύναμος. Αυτούς τους κόσμους τους μεταφέρει με μια θλιμμένη ομορφιά και μια υπαρξιακή δύναμη - έστω κι αν τα πλάνα του είναι γυρισμένα μ' ένα φιλόδοξο Super 65 που, φυσικά, καμία σημασία δεν έχει στην προβολή του στο Netflix, σε μια οθόνη οπωσδήποτε μικρότερη από του κινηματογράφου.

Την ταινία διαπερνά η αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς, ακόμα και η σημασία των τηλεπικοινωνιών που χτυπά ένα ευαίσθητο καμπανάκι τον καιρό της δικής μας πανδημίας. Οι δευτεραγωνιστές, ειδικά το... διαστημικό ζευγάρι Ντέιβιντ Ογιελόουο και Φελίσιτι Τζόουνς, αλλά και ο πάντα ευαίσθητος Ντέμιαν Μπισίρ και ο strong silent type Κάιλ Τσάντλερ, είναι όλοι εξαιρετικοί, αλλά χωρίς, πραγματικά, κάποιο ρόλο να παίξουν. Αντίθετα, ο Τζορτζ Κλούνεϊ, μ' αυτό το εκφραστικό πρόσωπο και το ταλαιπωρημένο κύρος, γεμίζει κάθε του σκηνή με μια συναρπαστική ποιότητα, που ξεδιπλώνεται ακόμα κι όταν δεν έχει λόγο, έτσι, επειδή ο Κλούνεϊ έχει αυτή τη δυνατότητα στην οθόνη.

Αλλά για την αδυναμία της ταινίας δεν φταίει καμιά αισθητική πλευρά της. Η πλοκή της είναι τόσο κατακερματισμένη, οι ανατροπές τόσο σκόπιμες, ακόμα και βιαστικές, ή προβλέψιμες, που ποτέ δεν αποκτούμε το χρόνο, ή τα εφόδια, να γνωρίσουμε κανέναν από τους ήρωες, ή να νοιαστούμε για τη δεινή του θέση. Σ' ένα φιλμ που συναγωνίζεται μια μεγάλη παράδοση ταινιών, από το «Σολάρις» ως το «Gravity» και το «Interstellar», ο Κλούνεϊ δείχνει τις καλές προθέσεις του, ως σκηνοθέτης και... ως άνθρωπος, αλλά χάνει την ουσία: αυτό που στο σινεμά προκαλεί τη συναισθηματική εμπλοκή ή την εγκεφαλική ανάλυση. Χάνει, με λίγα λόγια, το στοίχημα με όσα κι εκείνος μοιάζει να θεωρεί σημαντικά.