Η νέα ταινία του Ορεν Μόβερμαν, σκηνοθέτη του «The Messenger» και του συναρπαστικού «Rampart» και δεύτερη συνεργασία του με τον Ρίτσαρντ Γκιρ, μετά το «Time Out of Mind», διασκευάζει το μυθιστόρημα «Το Δείπνο» του Χέρμαν Κοχ κι εκτυλίσσεται ολόκληρη στη διάρκεια ενός πλουσιοπάροχου δείπνου σε εξαιρετικά πολυτελές εστιατόριο, όπου το τελευταίο πράγμα που απασχολεί τους συνδαιτημόνες είναι το φαγητό.

Μαζί τρώνε ο Σταν και ο Πολ, δυο αδέλφια με σχέση ανταγωνιστική, μαζί με τις συζύγους τους. Ο πρώτος είναι Γερουσιαστής, στα πρόθυρα του να περάσει ένα νομοσχέδιο που τον απασχολεί πολύ, δημοφιλής, πλούσιος τεχνοκράτης που μοιάζει να έχει πετύχει τα πάντα στη ζωή του. Ο δεύτερος είναι εκπρόσωπος της (αμερικανικής) ιντελιγκέντσιας, που ζει περισσότερο μέσα στο κεφάλι του και ειρωνεύεται διαρκώς την επιτυχία του αδελφού του. Στη διάρκεια, όμως, του δείπνου, θ' αποκαλυφθεί ότι οι γιοι των δυο τους έχουν διαπράξει ένα στυγερό έγκλημα με πρωτοφανή αδιαφορία και μαζί θα έρθουν στην επιφάνεια αξεπέραστα οικογενειακά μυστικά, μίση και πάθη.

To «Δείπνο» του Ορεν Μόβερμαν είναι μια συνταγή που... παραφουσκώνει. Η ταινία αποτελείται από σκηνές στο εστιατόριο, flash backs στην παλιότερη ζωή των δυο αδελφών, υλικό από «found footage» του εγκλήματος, τραβηγμένο από κινητό, αλλά με τέτοια αισθητική άποψη και τελειότητα που μόνο στο κινητό του Μόβερμαν θα μπορούσε να βρίσκεται κι όλα αυτά με αδιάκοπο πιάνο στο background και το voice over του Πολ / Στιβ Κούγκαν να συμπληρώνει, ως εσωτερικός μονόλογος, πληροφορία, αιτιότητα, συναισθήματα και φιλοσοφικά τσιτάτα.

Μια ταινία με τέτοια υλικά, ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα ως βάση, ένα καστ ικανό για ουσιαστικές επιδόσεις, έναν κυνικό και οξυδερκή σχολιασμό της σημερινής μεγαλοαστικής πραγματικότητας, του αισθήματος υπεροχής της ανώτερης τάξης, χρησιμοποιεί τόσα τεχνάσματα, σεναριακά και εικαστικά, που καταλήγει να σκάσει στο πρόσωπο του θεατή. Για πρώτη φορά ο Μόβερμαν επιδεικνύει σκηνοθετικό ναρκισσισμό και παρά τις συνεχείς εναλλαγές σε ρυθμό, χρόνο ή οπτική γωνία, το φιλμ μοιάζει θεατρικό, στατικό, φλύαρο, χάρη όχι στον τόπο όπου εξελίσσεται, το εστιατόρια, αλλά στο σενάριό του.