Λος Αντζελες, 1999: ο Ντέιβ Μπράουν είναι αστυνομικός και αποφασισμένος να επιβάλει την προσωπική του αίσθηση δικαίου, που συχνά ξεπερνά τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ σωστού και λάθους: ο Ντέιβ είναι ο πιο διεφθαρμένος μπάτσος που έγινε ποτέ! Οταν καταγράφεται από κάμερα να χτυπά έναν ύποπτο, μπλέκεται σε έναν προσωπικό και συναισθηματικό στρόβιλο, καθώς το σκοτεινό του παρελθόν βγαίνει στο φως αλλά ο ίδιος αρνείται πεισματικά να αλλάξει συμπεριφορά. Κι ενώ ένα απίστευτο σκάνδαλο αστυνομικής διαφθοράς αποκαλύπτεται, ο κόσμος του Μπράουν – με δύο πρώην συζύγους που «τυχαίνει» να είναι και αδερφές, δύο κόρες, έναν λάθος μέντορα και πλήθος ερευνητών – αρχίζει να χάνει το νόημά του.

Οτι ο Ορεν Μόβερμαν είναι καλός σκηνοθέτης με μια επιθετική ματιά στους ήρωες και τον τρόπο σκέψης τους, είχε φανεί ήδη από την προηγούμενη ταινία του, το «The Messenger». Αυτό που έχει αρχίσει να διακρίνεται ως χαρακτηριστικό του γνώρισμα, είναι το κυρίαρχο στοιχείο και στο «Rampart»: η τολμηρή, σκληρή προσέγγιση του αμερικανικού ιδανικού, σκληρότερη ακόμα γιατί κριτικάρει τις ελλείψεις και τα κενά του, χωρίς να τα απορρίπτει, όπως με τον καιρό μαθαίνει κανείς να δέχεται τους φίλους του με τα ελαττώματά του.

Η Αμερική του «Rampart» είναι η χώρα της αυτοδικίας – όσο πιο αποκεντρωμένη είναι η εξουσία, τόσο καλύτερα είναι για το άτομο που παίρνει το νόμο στα χέρια του. Η αλήθεια βρίσκεται στις αποχρώσεις του γκρίζου, ανάμεσα στο «επιτρέπεται» και στο «πολύ αργά». Με τον ίδιο τρόπο, ο ήρωας της ταινίας, ο αστυνομικός Ντέιβ Μπράουν, πέφτει θύμα του συστήματος στο οποίο υπακούει. Ανδρώθηκε μέσα στη βρώμικη αστυνομική αρχή του Λος Αντζελες του ’90, του συστήματος της θεσμικής διαφθοράς που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί η χώρα, διδάχθηκε να δουλεύει έξω από το σύστημα και τη στιγμή που η Αστυνομία αποφασίζει να πλύνει τα χέρια της, ο Ντέιβ γίνεται η ιδανική περίπτωση παραδειγματισμού. Παρότι ούτως ή άλλως έφταιξε. Παρότι είναι μισάνθρωπος, ρατσιστής, βίαιος και αντιδραστικός. Οπως ήταν μέχρι χθες και η Αρχή που υπηρετούσε.

Για τον Ντέιβ Μπράουν, έναν loser με συμπλέγματα κατωτερότητας, η κατάχρηση της εξουσίας του είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να νιώθει ότι κρατά τη ζωή του σε έλεγχο: είναι ο κανόνας και η δικαιολογία του. Είναι το μόνο που ξέρει να κάνει καλά. Το δύσκολο και το ενδιαφέρον στο να τον αντιμετωπίσεις ως καταστροφικό ήρωα της ταινίας, είναι ότι το σενάριο και η κάμερα τον παρακολουθούν όχι με συμπάθεια, αλλά ούτε και με αποδοκιμασία: με μια πρόθεση κατανόησης της ρίζας του κακού που δίνει στον Ντέιβ τα ελαφρυντικά του.

Οσο ο Ντέιβ Μπράουν είναι ένας ήρωας που δεν έχει απολύτως τίποτα να χάσει (γιατί, απλούστατα, δεν έχει τίποτα από το οποίο να κρατηθεί), με την ίδια εγκατάλειψη, γεμάτη αποφασιστικότητα και ένταση, ερμηνεύει ο Γούντι Χάρελσον το ρόλο που τον οδήγησε τη χρονιά που πέρασε στα μεγάλα βραβεία των ενώσεων κριτικών της Αμερικής. Γεμάτος ζωώδη δύναμη, μια αίσθηση μόνιμης απώλειας – τρυφερότητας ή ιδανικών – και άνευ όρων παράδοση στο ένστικτο, κάνοντας τον απεχθή ήρωά του να μοιάζει κατά στιγμές σχεδόν συγκινητικός.

Το ίδιο ξεχωριστοί είναι και οι ηθοποιοί στους δεύτερους ρόλους, ειδικά τους γυναικείους: η Σιγκούρνι Γουίβερ στο ρόλο του κρατικού θύτη, η Ρόμπιν Ράιτ ως ενοχικό ερωτικό ενδιαφέρον, η Αν Χες και η Σύνθια Νίξον, αδελφές μεταξύ τους και πρώην γυναίκες, και οι δύο, του Ντέιβ και η Μπρι Λάρσον (του Σκοτ Πίλγκριμ) ως κόρη του, ανεβάζουν το κύρος της ταινίας και μόνο με το πέρασμά τους από την οθόνη.

Κι αν βλέποντας την ταινία νιώσετε ότι βρίσκεστε μέσα σ’ ένα νέο-νουάρ μυθιστόρημα του Τζέιμς Ελρόι, είναι γιατί ο συγγραφέας υπογράφει το σενάριο, δίνοντάς του αυτή τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα της ηλιόλουστης παρακμής που βρίσκεται σε σημείο βρασμού, της χωρίς επιστροφή, χωρίς ανάσα και χωρίς λύτρωση κάθοδο στην κόλαση, μέσα από μια «καμένη», υπερφωτισμένη φωτογραφία.

Μπορεί το «Στα Ορια» να μην ξεπερνά τα… όρια της πρωτοτυπίας ή της μοναδικότητας, αλλά οπωσδήποτε η ευθύτητά της και η διχασμένη της αλήθεια σε βγάζουν από την αίθουσα σκεφτικό και σε συντροφεύουν για καιρό.