Η κυβέρνηση της Ινδονησίας ανατράπηκε το 1965 σε ένα βίαιο πραξικόπημα, γεγονός που οδήγησε σε περισσότερες από ένα εκατομμύριο δολοφονίες «αντιφρονούντων», κυρίως από γκάνγκστερ και μαυραγορίτες που βρήκαν στο «επάγγελμα» του εκτελεστή ένα νέο τρόπο για να ανελιχθούν γρήγορα στο νέο πολιτικό status quo. Αυτοί οι άνθρωποι, όπως ο Ανουάρ, ένας μαυραγορίτης εισιτηρίων έξω από ένα τοπικό κινηματογράφο, μέχρι και σήμερα παραμένουν ατιμώρητοι, ανέγγιχτοι πίσω από την ανοχή και την υποστήριξη του Τύπου και ενός συστήματος που ακόμα κυβερνά την χώρα.
Ο γεννημένος στο Τέξας αλλά μεγαλωμένος στην Δανία σκηνοθέτης Τζόσουα Οπενχάιμερ, όμως, επιχειρεί να αποτυπώσει το μόνο πράγμα που είναι πιο τρομακτικό από τα ίδια τα εγκλήματα: την βουτιά στην ψυχολογία και τον τρόπο σκέψης του εκτελεστή με μία, όμως, πολύ ενδιαφέρουσα ανατροπή. Στην «Πράξη του Φόνου» δεν έχει θέση ούτε το αρχειακό υλικό, ούτε η συμβατική μέθοδος συνεντεύξεων των εμπλεκομένων. Αντιθέτως, οι ίδιοι οι εκτελεστές καλούνται να αναπαραστήσουν τα εγκλήματά τους, δημιουργώντας μια ταινία, στο ύφος και το στιλ που εκείνοι επιθυμούν, με τον Οπενχάιμερ να παρακολουθεί την διαδικασία των γυρισμάτων, να συνομιλεί με τους τότε θύτες των εγκλημάτων και, μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, να εκφράζει γνώμη.
Όπως και στην «Οψη της Σιωπής», η οποία ακολούθησε χρονικά την «Πράξη του Φόνου» αλλά σε μια αξιοπερίεργη επιλογή της διανομής προβλήθηκε πρώτη στους κινηματογράφους, ο Οπενχάιμερ επιλέγει να αφήσει το αντικείμενό του να μιλήσει χωρίς παρεμβολές, γνωρίζοντας ότι αυτό αναπόφευκτα θα το οδηγήσει σε μια δίχως προηγούμενο έκθεση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία ενός άβολου και ταυτόχρονα γοητευτικά πρωτότυπου ντοκιμαντέρ που μπορεί να πειραματίζεται με την αφήγηση και την φόρμα αλλά αποδεικνύει περίτρανα πόσο ικανό είναι να φτάνει στην αληθινή ουσία των πραγμάτων.
Υπάρχουν φορές στη διάρκεια των συνομιλιών που ο Ανουάρ δεν παραδέχεται καν την παραμικρή ενοχή. Ο ίδιος μάλιστα είναι περισσότερο από πρόθυμος για να δείξει ποιες ανατριχιαστικές τακτικές ακολούθησε στις δολοφονίες, ώστε να αποφεύγεται το υπερβολικό αίμα. Υπογραμμίζει, συνεχώς, πόσα πράγματα έγιναν ώστε οι δολοφονίες να γίνονται με σεβασμό (!) προς τα θύματα, γρήγορα και χωρίς περιττή βία και βασανισμούς και όλα όσα λέει, βρίσκονται σε απόλυτη ταύτιση με το κυβερνόν καθεστώς, το οποίο ουσιαστικά αποθεώνει όλους αυτούς τους εκτελεστές ονομάζοντάς τους «ελεύθερους ανθρώπους».
Εκεί που το ντοκιμαντέρ μπαίνει σε ανεξερεύνητες περιοχές είναι όταν ο Ανουάρ και οι συνεργάτες του ξεκινούν την αναπαράσταση των ίδιων των δολοφονιών. Οι ίδιοι δεν τα αποδέχονται ως εγκλήματα διότι, όπως αναφέρεται και στο φιλμ, «τα εγκλήματα (πολέμου) ορίζονται από τους νικητές». Ο Ανουάρ αντλεί έμπνευση από τα κινηματογραφικά του είδωλα, τα φιλμ νουάρ και τις ταινίες με τον Μάρλον Μπράντο για να αφηγηθεί την ιστορία του, χωρίς να έχει την παραμικρή επίγνωση της ενοχής του. Βάφει ακόμα και τα άσπρα μαλλιά του ξανά μαύρα για να δείχνει πιο νέος στα γυρίσματα. Για να αποφύγει δε την υπερβολική θεματική θλίψη, προσθέτει στην ταινία μουσικά διαλείμματα, με αποκορύφωμα την σκηνή όπου το φάντασμα ενός εκτελεσμένου ευχαριστεί τραγουδιστά τον δήμιό του που τον έστειλε στον Παράδεισο!
Και φυσικά όλα αυτά πίσω από τόνους μακιγιάζ, προσθετικών εφέ και ψεύτικου αίματος. Διότι όλα είναι θεωρητικά ένα φιλμ. Μόνο που η ψυχραιμία και η λογική πίσω από όλο το στήσιμο της «ταινίας μέσα στην ταινία» αντανακλαστικά σοκάρει.
Το κοντινότερο που η «Πράξη του Φόνου» πλησιάζει στο ιστορικό ντοκουμέντο είναι όταν γυρίζεται η αναπαράσταση του πυρπολισμού ενός ολόκληρου χωριού και η μαζική σφαγή όλων των «κομουνιστών κατοίκων». Εκείνη την στιγμή, η φαντασία και η πραγματικότητα μπλέκονται τόσο πολύ που, όταν τελειώσει το γύρισμα, τα μικρά παιδιά που συμμετέχουν στην σκηνή δεν μπορούν να σταματήσουν να κλαίνε. Η κάμερα του Οπενχάιμερ μένει σιωπηλή να τα παρακολουθεί γιατί απλά δε χρειάζεται κανένα επιπλέον σχόλιο.
Η ίδια δε η αφήγηση του Ανουάρ παρουσιάζει στην ταινία τη δική της διακριτή διαδρομή. Στην αρχή, ο ίδιος δεν σταματά να περηφανεύεται για τα κατορθώματά του και να γεμίζει με πλατιά χαμόγελα την οθόνη. Σταδιακά, όμως, η διαδικασία των γυρισμάτων και η αναπαράσταση της εποχής αρχίζει να τον επηρεάζει. Η κατάληξη της ιστορίας θα προσφέρει κάποια πολύ σαφή συμπεράσματα σχετικά με τον άνθρωπο πίσω από όλες αυτές τις ειδεχθής πράξεις και αποτελεί απόδειξη της ικανότητας του Οπενχάιμερ το γεγονός ότι τίποτα από όλα αυτά δε μοιάζει διδακτικό ή μελό αλλά ξεκάθαρο, άμεσο, ανόθευτο.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι όλο το τοπικό συνεργείο εμφανίζεται στα credits του τέλους ως «ανώνυμο», για λόγους ασφαλείας. Ειδικά για λίγα δευτερόλεπτα, όλη η οθόνη γεμίζει από ανώνυμους συντελεστές. Είναι μια λεπτομέρεια που δίνει στην «Πράξη του Φόνου» την πραγματική, τρομακτική της διάσταση: πως όλα όσα βλέπουμε στην οθόνη αφορούν όχι μόνο το παρελθόν αλλά, δυστυχώς, και το τώρα.
Γιατί με την «Πράξη του Φόνου», ο Οπενχάιμερ και οι συνεργάτες του αναφέρονται ταυτόχρονα και σε όλες τις αντίστοιχες φασιστικές συμπεριφορές ανά τον κόσμο, αναδεικνύοντας τον ίδιο τον τρόπο σκέψης ενός εγκληματία και τις μνήμες που συνοδεύουν τις πράξεις του. Στην ταινία του, δεν υπάρχουν ήρωες, ούτε ηθικοί φράχτες παρά το ένστικτο της επιβίωσης και η ίδια η πράξη του φόνου. Είναι μια προσέγγιση αναπόφευκτα καταθλιπτική, βαριά, σπαρακτική. Και ακριβώς για αυτό τον λόγο, άκρως μοναδική.