Με το «The Act of Killing» του 2012, ο Τζόσουα Οπενχαϊμερ διεκδίκησε Οσκαρ - δυο χρόνια αργότερα, το 2014, έφτασε και πάλι στις υποψηφιότητες, με τη «φιλοσοφική συνέχεια» της ταινίας, ένα φιλμ τοποθετημένο στο ίδιο γεωγραφικό και πολιτικό ντεκόρ της Ινδονησίας, που πλησιάζει αφοπλιστικά κοντά τους θύτες μιας ιστορίας γραμμένης με αίμα.
Ο Οπενχαϊμερ ακολουθεί την ίδια μέθοδο guerilla, στήνοντας την κάμερά του μπροστά σε ανθρώπους που γνωρίζουν μέρος του τι ακριβώς κάνει και εκτίθενται ανεπανόρθωτα μπροστά στα μάτια του κοινού. Αλλά δεν είναι αυτό που έχει σημασία: είναι ότι πλησιάζοντας τους ήρωές του σε απόσταση αναπνοής δεν αφήνει καμιά έξοδο διαφυγής για μια τεμπέλικη συνείδηση. Παρά την όποια σκηνοθετική, αισθητική παρέμβαση, την επιλογή του πού θα πέσει το βάρος, πού θα εστιάσει ο φακός, η αλήθεια είναι μόνο μία κι είναι εκείνη που παρουσιάζει το «The Look of Silence». Κι είναι παραπάνω από σοκαριστική, κάνοντας μια ταινία τεκμηρίωσης ν’ αγγίζει σουρεαλιστικά επίπεδα οδύνης.
Στην ταινία ο Οπενχαϊμερ ακολουθεί σιωπηλά ένα νέο άντρα στην Ινδονησία του σήμερα. Η μητέρα του είναι ηλικιωμένη (103 με 140 ισχυρίζεται η ίδια πονηρά), ο πατέρας του κατάκοιτος, τυφλός, αδύναμος. Ο αδελφός του δεν υπάρχει πια, έπεσε θύμα της σφαγής του ενός εκατομμυρίου «κομμουνιστών» που εξόντωσε το 1965, μέσα σ’ ένα μήνα, η πραξικοπηματική ομάδα που ανέλαβε την εξουσία της χώρας. Ο άντρας, με το πρόσχημα του οπτομετρητή, ή και χωρίς αυτό, συναντά με τη σειρά όλα τα πρόσωπα που ήταν υπεύθυνα για τη σφαγή του αδελφού του, είτε έβαψαν τα χέρια τους με το αίμα του είτε «απλώς» έδωσαν εντολές.
Η μέρα και ο τρόπος του φρικτού θανάτου του αναπαριστάται πολλές φορές μέσα στην ταινία, άλλοτε με τις χαμηλόφωνες προσευχές ενός συγκρατουμένου του που γλίτωσε και τώρα επισκέπτεται, διαλυμένος από τις μνήμες, τον τόπο του φονικού. Αλλοτε από τους «δήμιους» που περιγράφουν με λεπτομέρειες τη στρατηγική τους (πρέπει να πίνεις το αίμα των ανθρώπων που σκοτώνεις για να μην τρελαθείς, του κόψαμε το πέος και τον πετάξαμε στη θάλασσα αλλά επιβίωσε κι έτσι του κόψαμε το λαιμό), τελειώνοντας συχνά με αμυντική αμηχανία, «εσύ με ρώτησες, γι’ αυτό τα λέω…».
Η μέθοδος κι ο τρόπος του Οπενχαϊμερ είναι πια γνωστός για όσους έχουν δει το «The Act of Killing» κι έτσι η επίδραση της παρανοϊκής ειλικρίνειας της κάμεράς του είναι λίγο λιγότερο καθηλωτική – πράγμα σοκαριστικό από μόνο του, πότε προλάβαμε ν’ αναπτύξουμε ψυχραιμία απέναντι στο έγκλημα; Η παραγωγή του – και πάλι με executive producers τον Βέρνερ Χέρτσογκ και τον Ερολ Μόρις – λίγο πιο ακριβή, η φωτογραφία πιο καλοφωτισμένη, έστω κι αν σε στιγμές, ειδικά στην επαφή με τον πατέρα του ήρωα, η κάμερα ξεστρατίζει σε στιγμές exploitation της ανθρώπινης παρακμής.
Το μεγαλείο, ωστόσο, της ταινίας βρίσκεται στην εν πολλοίς αυτοσυγκράτησή της, στον τρόπο που ακόμα και στο συγκινητικό φινάλε της, διακρίνει το χώρο ανάμεσα στην τερατωδία, την εκδίκηση και την παράλογη σκληρότητα για συγχώρεση, απλώς και μόνο επειδή η ζωή δεν μπορεί να συνεχιστεί αλλιώς. Γιατί φαίνεται ότι στην κοινωνία των ανθρώπων ακόμα και τα πιο υπέρογκα εγκλήματα καταλήγουν ν’ αντιμετωπίζονται με μια φυσικότητα και ν’ αφήνουν εμάς, τους θεατές, να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτά που βλέπουμε στην οθόνη είναι μια απλή καταγραφή της πραγματικότητας που ισχύει σήμερα.