Αμετανόητα εθισμένος στην κινηματογραφική μεταφορά αληθινών ιστοριών (σχεδόν όλες οι σκηνοθετικές του απόπειρες της τελευταίας δεκαετίας βασίζονται σε τέτοιες), ο Κλιντ Ιστγουντ επιλέγει ακόμα μία πολυσυζητημένη τέτοια υπόθεση ως θέμα για την τελευταία του δημιουργία, «Αναχώρηση για Παρίσι 15:17»: Στις 21 Αυγούστου του 2015, τρεις νεαροί Αμερικανοί, ο σπουδαστής κολεγίου Αντονι Σάντλερ, ο Αλεκ Σκαρλάτος της Εθνοφρουράς του Ορεγκον και ο αεροπόρος της πολεμικής αεροπορίας, Σπένσερ Στόουν, κατάφεραν να εξουδετερώσουν και να παραδώσουν στις γαλλικές αρχές έναν βαριά οπλισμένο Μαροκινό τρομοκράτη που επιβιβάστηκε στο τρένο Thalys #9364, με το οποίο ταξίδευαν από το Αμστερνταμ στο Παρίσι, αποτρέποντας έτσι ένα πιθανό μακελειό.
Περιέργως, και αυτό είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο μιας ταινίας γεμάτης ατυχείς καλλιτεχνικές επιλογές, ο Ιστγουντ αποφεύγει να μετουσιώσει όλα τα παραπάνω στο αγωνιώδες θρίλερ που εκ πρώτης όψεως θα έμοιαζε ως το ιδανικό είδος που θα μπορούσε κανείς να εκμαιεύσει από τη συγκεκριμένη ιστορία. Αντιθέτως, βασισμένοι στο βιβλίο «The 15:17 to Paris: The True Story of a Terrorist, a Train, and Three American Heroes», που έγραψαν οι ίδιοι οι τρεις νεαροί, σε συνεργασία με τον Τζέφρι Ι. Στερν, ο Ιστγουντ και η σεναριογράφος του, Ντόροθι Μπλίσκαλ, προτιμούν να καταπιαστούν με μια καταγραφή των γεγονότων πριν από την επιβίβαση των τριών ανδρών στη μοιραία αμαξοστοιχία. Κι όταν λέμε τα γεγονότα πριν, δεν εννοούμε μονάχα το ανέμελο ταξίδι τους στην Ευρώπη που προηγήθηκε της τρομοκρατικής επίθεσης, αλλά κι ένα χρονικό της παιδικής τους ηλικίας.
Κάπως έτσι, η ταινία καταφεύγει σε ένα σχεδόν σχιζοφρενικό και άνισο μοντάζ τριών παράλληλων αφηγήσεων: από τη μία τα σχολικά χρόνια των τριών παιδικών φίλων που αντιμετωπίζονταν μάλλον ως απροσάρμοστοι και ανεπίδεκτοι μαθήσεως από συμμαθητές και δασκάλους, και από την άλλη το τουριστικής αισθητικής οδοιπορικό τους, ως νεαρών ανδρών πια, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με εμβόλιμες τεταμένες σφήνες από τη διαδρομή του περιβόητου τρένου.
Η πρώτη δεν απέχει πολύ από μια απλώς αξιοπρεπή αλλά μάλλον απρόσωπη ιστορία ενηλικίωσης, με όλα τα κλισέ των loser, αδικημένων από το σχολικό σύστημα πιτσιρικάδων. Η δεύτερη, με τις τουριστικές ατραξιόν, τις αναρίθμητες σέλφι και την απαραίτητη δόση φλερτ, πάρτι και hangover, θα μπορούσε να αποτελεί μια αμερικανική εκδοχή των πάλαι ποτέ ευρωπαϊκών επιτυχιών του Σεντρίκ Κλαπίς, αν δεν ήταν τόσο πουριτανικά συγκρατημένη (για να μην πει κανείς κρυόκωλη) στην αντιμετώπιση της υποτιθέμενης νεανικής ανεμελιάς.
Αν δεν γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων ότι ο Ιστγουντ έβαλε τους ίδιους τους Σάντλερ, Σκαρλάτος και Στόουν να υποδυθούν τους νεαρούς, ενήλικους εαυτούς τους, το πρώτο πράγμα που θα προσέξει είναι οι αμήχανες ερμηνείες τους, που προδίδουν εμφανώς την απειρία τους. Η αλλόκοτη αυτή επιλογή, σε μια ταινία που δεν είναι ντοκιμαντέρ κι ούτε καν πλησιάζει κάτι που θα μπορούσε να θυμίζει σινεμά βεριτέ, θα φάνταζε τολμηρή και ευρηματική, αν έστω οτιδήποτε άλλο στο φιλμ του μαρτυρούσε ότι ο Ιστγουντ είχε όντως στο μυαλό του κάποιου είδους αντισυμβατικό κινηματογραφικό πείραμα. Ομως τίποτα δεν μαρτυρά κάποια τέτοια φιλοδοξία ή μια κάποια αυθεντικά ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση – κι ο ερασιτεχνισμός των ηθοποιών κάθε άλλο παρά προσδίδει εδώ ρεαλισμό.
Αντ’ αυτού, ο Ιστγουντ μοιάζει να χτίζει αυτή τη φαινομενικά μόνο σύνθετη κατασκευή μόνο και μόνο για να εκφράσει, μέσα από εντυπωσιακά αφελείς και ταυτόχρονα μεγαλόστομους διαλόγους, την απλοϊκή διαπίστωση ότι ακόμα και εκείνοι που μοιάζουν ανάξιοι και δίχως φιλοδοξίες, ή έστω θεωρούνται τέτοιοι από το περιβάλλον τους, μπορεί να είναι προορισμένοι για μεγάλα πράγματα. Στην πραγματικότητα, εντούτοις, αντί να ανυψώσει τους χαρακτήρες του σε πραγματικούς, ολοκληρωμένους ήρωες της διπλανής πόρτας, καταφέρνει μονάχα να τους χαρίσει μια στιγμή τυχαίας δόξας σε μια (κινηματογραφικά) ασήμαντη ζωή.
Ακόμα κι έτσι, το ίδιο το αψυχολόγητο κάστινγκ εξακολουθεί να φαντάζει ως ατελέσφορο τέχνασμα, που δικαιολογείται φορμαλιστικά μονάχα στην τελευταία σκηνή, όταν πια οι ερμηνείες των τριών ηρώων συγχέονται με το πραγματικό υλικό από την παρασημοφόρησή τους από τον Φρανσουά Ολάντ με το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το θάρρος και την ετοιμότητα των τριών νεαρών: οι απίθανες σκέψεις που μπορεί να πέρασαν από το μυαλό τους μέσα στα λίγα λεπτά της επίθεσης και τα κίνητρα που μπορεί να τους έκαναν να παρέμβουν αντί να μουδιάσουν από τρόμο θα μπορούσαν από μόνα τους να αποτελέσουν το υλικό για μια αν μη τι άλλο συναρπαστική ταινία. Το «Αναχώρηση για Παρίσι 15:17», όμως, σίγουρα δεν είναι αυτή η ταινία. Και σίγουρα δεν είναι η καθαρή ματιά που διακρίνει τον ήρωα που όλοι μας κρύβουμε μέσα μας, όπως πιστεύει ότι είναι.