Ο Τζο Μπρίτσερ και η ομάδα του είναι οι Θεοί της Δίωξης Ναρκωτικών, ο φόβος και ο τρόμος όχι μόνο των παρανόμων, αλλά και όλων των πρακτόρων της υπηρεσίας που τους κοιτάζουν σαν αξιοπερίεργα. Είναι ατρόμητοι, δεν κάνουν ποτέ πίσω, αθροιστικά τα μπράτσα τους φτάνουν την περίμετρο της Γης κι έχουν εισχωρήσει τόσο βαθειά στα παράνομα κυκλώματα που καμιά φορά δυσκολεύονται κι οι ίδιοι να θυμηθούν από ποια πλευρά του νόμου στέκονται. Σε μια επιχείρηση παγίδευσης ενός καταφυγίου του κολομβιάνικου καρτέλ, η ομάδα του Μπρίτσερ θα τσεπώσει ένα μέρος από τις εισπράξεις, έτσι, για το πουρμπουάρ. Σύντομα, όμως, όχι μόνο τα χρήματα θα εξαφανιστούν πριν γίνει η μοιρασιά, αλλά και οι ίδιοι οι πράκτορες της ομάδας θ’ αρχίσουν να δολοφονούνται ένας-ένας με τρόπους φρικτούς, αποδεκατίζοντας τις δυνάμεις του Μπρίτσερ, σε μεταλλαγμένους «Δέκα Μικρούς Νέγρους». Ο Μπρίτσερ αγωνίζεται ενάντια στο χρόνο να βρει ποιος τους καταδιώκει και τι θέλει για να σταματήσει.
Δεν είναι ότι μια βίαιη περιπέτεια έχει ως αβαντάζ ένα «ρεαλιστικό» σενάριο, αλλά αυτή εδώ η ιστορία ξεφεύγει συνειδητά από κάθε όριο… αξιοπρέπειας, στήνοντας έναν ιστό δράσης που ανά λεπτό εκτοξεύεται σε σφαίρες μεγαλύτερης υπερβολής, σ’ έναν εξαιρετικά διασκεδαστικό, όσο και άχρηστο, συνδυασμό αντρίλας και… camp! Η ομάδα του Μπρίτσερ, που όλοι τους έχουν παρατσούκλια τύπου «ο Λαιμός» (γιατί έχει χοντρό λαιμό) και «το Τέρας» (γιατί έχει τερατώδη δύναμη) είναι ένα συνονθύλευμα από τεράστια μούσκουλα, τατουάζ, στιλιστικές εξαλλότητες, μούσια με κοτσιδάκια, καφρίλα και αγνή τεστοστερόνη. Μέσα σ’ αυτήν, η μοναδική γυναίκα είναι η Μιρέιγ Ινος, σε μια κάκιστη επιλογή κάστινγκ, μια και για να γίνει η αέρινη εμφάνισή της αντάξια της ομάδας του Μπρίτσερ, παίζει στη διαπασών, βαράει, φτύνει, γίνεται κωμική προσπαθώντας να το υποστηρίξει και μιλάει σα να κάνει εμετό – ενώ η γενική γραμμή των αντρών είναι να μιλάνε σα να ρεύονται, όπως κάνει ο σωστός ο βρώμικος μπάτσος.
Ο Ντέιβιντ Αγιερ, λίγο μετά το «End of Watch» και λίγο πριν το «Fury», επιστρατεύει όλα του τα όπλα και τα διπλασιάζει σε κρότο: γραφιστικά, μπουνίδια, εκρήξεις, αίματα, έντερα, εκκωφαντικά ηχητικά εφέ, ατάκτως ερριμμένα, με τρόπο που, από τη μια επιδεικνύει τις τεχνικές ικανότητές του, από την άλλη μοιάζουν απόλυτα αυθαίρετα, περισσότερο σα showreel εταιρείας post production.
Μέσα σ’ όλο το χαμό, ο Αρνι φέρνει το εκτόπισμά του που, ναι, υπάρχει ακόμα, καθώς περιφέρεται και ταλανίζει όποιον σταθεί στο δρόμο του με όγκο, δύναμη, χαρακτηριστικά ανέκφραστο πρόσωπο κι αυτή την αγαπημένη δόνηση που προκαλεί στην οθόνη απλώς με την παρουσία του. Γιατί μπορεί το «Σαμποτάζ» να στηρίζεται σ’ ένα υποτυπώδες, άκυρο σενάριο, με την κεντρική ιδέα ότι η βία γενικά φέρνει την υποταγή, ότι η σωστή απάντηση δίνεται πάντα με τα χέρια και να στολίζεται από μια αισθητική στην αιχμή της παρωδίας, αλλά ακόμα και με τρόπο αντανακλαστικό, κρατά τους θεατές της σε εγρήγορση, με έκφραση ανάμεσα στην αηδία και το χαμόγελο στο πρόσωπο.