Μπορείς να τρέξεις, αλλά δεν μπορείς να ξεφύγεις. Κι όμως. Η πρώτη εικόνα που έχουμε από τον Ιμάν, έναν Ιρανό πρωταθλητή πάλης, είναι να τρέχει πανικόβλητος για να ξεφύγει από αστυνομικούς του Καθεστώτος που τον αναζητούν. Αμέσως μετά, τον ξανασυναντάμε ντελιβερά μέσα στο πυκνό χιόνι της επαρχιακής Σουηδίας. Εχει τρέξει τόσο μακριά. Μαζί με την γυναίκα του, Μαριάμ, και τις δυο κόρες τους έχουν ζητήσει άσυλο και περιμένουν την απάντηση στο αίτημά τους - μένοντας, ο ένας πάνω στον άλλον, σε μονά δωμάτια στα προσφυγικά κέντρα. Με ένα σύστημα που τους μετακομίζει συνεχώς, από κτίριο σε κτίριο, με τις ζωές τους σε ένα συνεχές λίμπο. Οταν κάποιος τον συμβουλεύει ότι αν μπει στην εθνική ομάδα πάλης οι Σουηδοί μπορεί να εγκρίνουν την αίτησή του για άδεια παραμονής, ο Ιμάν αποφασίζει να επιστρέψει στον πρωταθλητισμό. Μία απόφαση που αναστατώνει και τον ίδιο, αλλά διαταράσσει καθοριστικά και τη σχέση του με την Μαριάμ. «Μετά από ό,τι συνέβη, θα επιστρέψεις;». Τι ήταν αυτό που συνέβη; Τι μπορεί να έχει τρομάξει τόσο τον προστάτη μίας οικογένειας για να τους υποβάλει σε μία τέτοια δοκιμασία; Τι θα τον είχε βρει, αν δεν είχε τρέξει μακριά; Ποιο είναι το μυστικό του;
Ο Μιλάντ Αλαμί, Ιρανός μετανάστης κι ο ίδιος (μεγάλωσε στην Σουηδία, σπούδασε κι εργάζεται στη Δανία), στη δεύτερη ταινία του (5 χρόνια μετά τη φεστιβαλική επιτυχία του «The Charmer») αποτυπώνει ένα περιβάλλον, ένα πλαίσιο στο προσωπικό δράμα του ήρωά του, που με διακριτικότητα αλλά σαφήνεια λειτουργεί ως πολιτικό σχόλιο για την μεταναστευτική κρίση. Μπορεί η ταλαιπωρία, η ανασφάλεια, η καρτερικότητα των νομάδων προσφύγων να μην έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία μας, αλλά είναι εκεί. Γραμμένη εύστοχα σ' ένα σενάριο που αναδεικνύει ακριβώς αυτή την ερώτηση: ποια θα ήταν η μοίρα αυτών των ανθρώπων στις χώρες τους, για να προτιμούν αυτή την μεταχείριση από ένα ξένο σύστημα;
Το Καθεστώς του Ιράν προσφέρει αρκετές απαντήσεις, αλλά η περίπτωση του Ιμάν θα αποκαλυφθεί σταδιακά, σιωπηλά. Με τον Αλαμί να μεταχειρίζεται το παγωμένο σουηδικό τοπίο ως έναν λευκό καμβά - ζητούμενο για έναν άντρα που αναζητά μία δεύτερη ευκαιρία, αλλά και υπενθύμιση της αέναης μοναξιάς του. Το μυστικό του το κουβαλάει στις αποσκευές του. Δεν ήταν ποτέ θέμα γεωγραφίας. Η αλήθεια τον καταδιώκει, σαν τον λύκο που ακούει στις ειδήσεις ότι κυκλοφορεί τα βράδια στους δρόμους της πόλης. Ή μήπως είναι ο ίδιος αυτός ο λύκος; Και πότε άραγε θα τον πιάσουν;
Αυτή η εσωτερική του πάλη, βρίσκει φυσικά την τέλεια μεταφορά στο ίδιο το αγώνισμα. Από την στιγμή που ο Ιμάν επιστρέφει στις προπονήσεις και στην παλαίστρα, ο αντίπαλος εαυτός του παίρνει το τιμόνι. Ο Αλαμί βάζει την κάμερα σε απόσταση αναπνοής από τους αθλητές. Με την αριστοτεχνική δουλειά του Σεμπαστιάν Γουιντέρο στη διεύθυνση φωτογραφίας και το στακάτο μοντάζ της Ολίβια Νίργκαρντ-Χολμ, η κινηματογράφηση των σωμάτων που αγγίζονται, κλειδώνουν, πέφτουν με φόρα στο πάτωμα, αφηγείται την πραγματική ιστορία. Μία ιστορία σύγκρουσης και εγγύτητας, λαβής και αγκαλιάς, ανδρισμού και ερωτισμού.
Το πιο δυνατό από τα κινηματογραφικά εργαλεία του Αλαμί, είναι, αναμφισβήτητα, ο πρωταγωνιστής του. Ο Πέιμαν Μαάντι («Ενας Χωρισμός»), ίσως στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, κουβαλά στιβαρά τον τρόμο του ήρωά του. Επιτρέπει στο μυστικό του να ξεμυτίζει σε κλεφτές στιγμές, μέσα από βλέμματα - καταπίεσης, ντροπής, αδυναμίας, οργής, πόθου, σπαραγμού. Ταυτόχρονα όμως έχει κι άλλα βλέμματα. Αγάπης, στοργής, τρυφερότητας, συγκίνησης για την οικογένειά του. Προσπαθεί να κάνει το σωστό, παλεύει. Αντίπαλος είναι ο εαυτός του.
«Η σιωπή μου δεν με βοήθησε. Η σιωπή σας δεν θα σας προστατεύσει». Οσο η καλά κρυμμένη αλήθεια του Ιμάν σταδιακά ξεγυμνώνεται, οι στίχοι της μαύρης λεσβίας ποιήτριας Οντρι Λόρντ με τους οποίους επιλέγει ο Αλαμί να ανοίξει την ταινία του, αποκτούν νόημα. Ο λύκος δεν μπορεί να γλιτώσει της φύσης του, των ενστίκτων του. Ούτε μπορεί να κρυφτεί για πολύ. Ούτε να έχει χάπι εντ - αν και η τρυφερή αλά «La La Land» σεκάνς του πώς ονειρεύτηκε τη ζωή στη Σουηδία ο Ιμάν, μάς έβγαλε νοκ άουτ.
Οχι. Ο Αλαμί δεν θα καταφύγει σε συμπεράσματα, μηνύματα ή απαντήσεις. Ο στόχος αυτής της πάλης δεν είναι το μετάλλιο. Αλλά η απόφαση να μην μείνεις εκτός. Να μπεις να παλέψεις. Διαφορετικά είσαι παντού ένας σε λίμπο μετανάστης - και στη ξενιτιά και στην χώρα σου. Βρίσκεις τον εαυτό σου μόνο στα σκοτεινά, σε κάτι ανώνυμα πάρτυ, που θα επιτρέψεις στον εαυτό σου να λικνιστεί ανάμεσα σε ξένα κορμιά, θα αφήσεις το κορμί σου να ξεκλειδώσει, να ξεδιπλωθεί ελεύθερο, με τα χέρια ψηλά και τα μάτια κλειστά, στο ρυθμό μιας ξένης μουσικής. Για λίγο δε θα είσαι ξένος.