Η χαμένη... ταινία θα μπορούσε να είναι ο τίτλος αυτής, της εικοστής και βάλε κινηματογραφικής εμπειρίας που προσφέρει ο Ζανγκ Γιμού, μάλλον ο πιο αναγνωρίσιμος, σίγουρα από τους πιο σπουδαίους, Κινέζος δημιουργός. Η «Χαμένη Σκηνή» επρόκειτο να κάνει πρεμιέρα το 2019 στην Berlinale, αλλά αποσύρθηκε one second πριν την προβολή της, δίνοντας συνέχεια στην πολύπλοκη σχέση του Γιμού με την κινεζική κυβέρνηση. Θύμα της λογοκρισίας απ' όταν το «Να Ζεις» απαγορεύτηκε στη χώρα του, το 1994, εκπροσώπησε το έθνος στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών του Πεκίνου, για να καταδικαστεί λίγα χρόνια αργότερα ως πολύτεκνος και να δει αυτό εδώ το φιλμ του να κρύβεται από τα μάτια του κόσμου, «για τεχνικούς λόγους». Επιπλέον γυρίσματα, νέο μοντάζ, αφήνουν τα τραύματά τους σε μια ταινία που θα μπορούσε να είναι ένα αριστούργημα, μια επιστροφή του Γιμού στον συναισθηματισμό, μετά από μια σειρά πιο εστέτ, πιο ψυχρών έργων. Αλλά δεν είναι.

Στην Κίνα της Πολιτιστικής Επανάστασης, σ' ένα αγροτικό χωριό που περιβάλλεται από απέραντα χωράφια, οι κάτοικοι περιμένουν να δουν ταινία: ο Κύριος Σινεμά, σε μια στάση του περιοδεύοντος σόου του, θα προβάλλει, ξανά, το προπαγανδιστικό δράμα «Ηρωικοί Γιοι και Κόρες», μια και μόνο αυτό επιτρέπεται από τις Αρχές. Τούτο το βράδυ, όμως, ο κινηματογράφος δεν θα ξεκινήσει την προβολή: η Λιου, ένα πολυμήχανο χαμίνι, κλέβει τη μια πίτα φιλμ, για να την πουλήσει ως σελιλόζη και ν' αποκτήσει δυο δεκάρες. Ο Ζανγκ, φυγάς από τις εργατικές φυλακές, κυνηγά τη Λιου και την μπομπίνα γιατί πιστεύει πως εκεί, μέσα στο φιλμ, κρύβεται μια πολύτιμη για τη ζωή του εικόνα. Κι ο Κύριος Σινεμά περιμένει να βρεθεί η πίτα για να δώσει στο λαό, αν όχι άρτο, σίγουρα θεάματα.

Από τα μελαγχολικά σινεμασκόπ του έρημου τοπίου, στους νεορεαλιστικού τύπου ήρωες, στη σωματική κωμωδία και τις απρόσμενες καταδιώξεις αλά Μπάστερ Κίτον, στη βαθειά φτώχεια και ευρηματικότητα ηρώων που θυμίζουν εκείνους του Τσάπλιν, ο Γιμού στήνει ακόμα και με τη φόρμα του μια ωδή στην τέχνη, την ιστορία και τη συναισθηματική δύναμη του κινηματογράφου. Σίγουρα μέσα στην ταινία του κρύβεται ένα σχόλιο για τη ζωή του «μικρού» ανθρώπου μέσα στο μεγάλο πλαίσιο της Ιστορίας. Σίγουρα ο Γιμού αποτυπώνει τη σπουδαιότητα του σινεμά στη ζωή, αλλά και τη χειριστική, προπαγανδιστική ικανότητα που μπορεί ν' αποκτήσει. Σίγουρα τον ενδιαφέρει να μας μιλήσει γι' αυτή τη στιγμή, το «ένα δευτερόλεπτο» που μπορεί για τους πολλούς να περάσει απαρατήρητο και για τον έναν ν' αποτελέσει καταλύτη ζωής.

Αυτά τα ωραία και σημαντικά, ωστόσο, παραμένουν ψήγματα, δηλώσεις ταυτότητας και προθέσεων, σε μια ταινία που παραγεμίζεται από περιστροφές του σεναρίου και μια γραφικότητα στο ύφος, ένα άλλοτε αφαιρετικό κι άλλοτε φλύαρο μοντάζ. Μια ταινία με ξακάθαρο ανθρωπισμό, τρυφερότητα και δείγματα πολιτικού λόγου, μπερδεμένη και καλυμμένη, της οποίας πολύ θα θέλαμε, κάποτε, να δούμε το director's cut.