Αρκάνσας, δεκαετία του 80. Ο 35χρονος Τζέικομπ Γι μετακομίζει την κορεοαμερικανική οικογένειά του (τη γυναίκα του Μόνικα και τα δυο τους παιδιά, Αν και Ντέιβιντ) από την Καλιφόρνια, όπου δούλευε ως εργάτης, σ' ένα κτήμα 200 στρεμμάτων που αγόρασε με όλες τις οικονομίες τους για να καλλιτεργήσει. Ηταν το όνειρό του: να μη δουλεύει για άλλο αφεντικό, να έχει τη δική του γη και μία ευκαιρία να σταθεί στα δικά του πόδια. Για τη Μόνικα όμως, το άγονο χωράφι, με τη μίζερη λυόμενη κατασκευή που θα αποτελέσει το νέο τους σπίτι, δεν είναι όνειρο, αλλά εφιάλτης: απομόνωση, ανέχεια, αγωνία - δυσκολίες που φέρνουν προβλήματα στο γάμο τους. Ούτε τον 7χρονο Ντέιβιντ δεν σκέφτηκε ο πατέρας του; Που με σοβαρό καρδιακό πρόβλημα τον έφερε στη μέση του πουθενά; Οσο ο Τζέικομπ Γι παλεύει πεισμωμένα με τη γη, αναγκάζεται να υποχωρήσει σ' ένα αίτημα της γυναίκας του: να φέρουν από την Κορέα την μητέρα της Σουν-Για να μείνει μαζί τους και να στηρίξει την κόρη και τα εγγόνια της. Μόνο που η Σουν-Για δεν είναι η συνηθισμένη γιαγιά: αθυρόστομη, χωρίς φίλτρο, δεν μαγειρεύει, δεν ψήνει κουλουράκια. Στις αποσκευές της μετέφερε κορεατικές λιχουδιές (από τουρσιά, καυτερές πιπεριές και παραδοσιακό ζωμό, μέχρι «μινάρι», ένα ασιατικό είδος ποώδους υδρόβιου σέλινου) και μια τράπουλα: μαθαίνει στον Ντέιβιντ χαρτιά ή τον περιηγεί στην εξοχή και του μαθαίνει πώς να κοιτάει τη φύση. Οσο οι γονείς του τσακώνονται κι ο πατέρας του σταδιακά όλο και περισσότερο αφομοιώνεται στην εμμονή και την απόγνωση του αμερικανικού ονείρου, η γιαγιά του (που αρχικά δεν ήθελε γιατί «μύριζε») θα γίνει για τον μικρό Ντέιβιντ και η ρίζα της ταυτότητάς του, αλλά και τα ζαβολιάρικα φτερά προς την περιπέτεια.

Στην τέταρτη ταινία της φιλμογραφίας του, ο 43χρονος αμερικανοκορεάτης σκηνοθέτης Λι Αϊζακ Τσανγκ καταθέτει μία ταινία εμπνευσμένη από αυτοβιογραφικές μνήμες: κι ο ίδιος μεγάλωσε σε μια αγροτική φάρμα στο Αρκάνσας, με βιοπαλαιστές μετανάστες γονείς. Για αυτό και η ταινία έχει τη θολή μορφή (τόσο σεναριακά, όσο κι ως κατασκευή) των παιδικών αναμνήσεων - μίας νοσταλγικής, τρυφερής απόσταξης της ιστορίας, ακόμα κι όταν αφηγείται τη σκληρότητα της επιβίωσης μίας οικογένειας αγροτών στην Αμερική του Ρόναλντ Ρέιγκαν.

Θα περίμενε κανείς ότι ο Τσανγκ θα επέστρεφε πίσω για να μιλήσει για το σήμερα: το μεταναστευτικό δράμα που συνωστίζει ορδές ανθρώπων στα αμερικανικά σύνορα. Την εχθρότητα και τον ρατσισμό που ξύπνησε και καλλιέργησε ο Ντόναλντ Τραμπ - βρίσκοντας γόνιμο έδαφος. Κι όμως. Ο Τσανγκ δεν εστιάζει εκεί. Περισσότερο εξετάζει την ταξική υφη του αμερικανικού ονείρου: τόσο ο Τζέικομπ Γι, όσο κι ο λευκός αμερικανός γείτονάς του, για τον ίδιο στόχο αγωνιούν. Ενα καλύτερο μέλλον για την οικογένειά τους. Την ανάγκη κάπου να ανήκουν και κάτι να τους ανήκει. Την υπόσχεση ότι αν χύσεις αίμα και ιδρώτα στη Γη της Επαγγελίας αυτή θα σου φέρει πίσω καρπούς. Ο Τσανγκ κοιτά πόση ρίζα έχει τελικά ο αμερικανικός μύθος της επιτυχίας, που μπορεί να λειτουργήσει διαβρωτικά για τα θεμέλια μιας οικογένειας. Τα παιδιά βλέπουν τον πατέρα τους σταδιακά να εξαφανίζεται μέσα του, όσο ποτίζει το χωράφι και το σπίτι του με φρούδες ελπίδες, απόγνωση, ήττα, ενοχές.

Και πάλι όμως: όλα αυτά καταγράφονται μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Ο ρεαλισμός φλερτάρει με την έντονη χρωματική παλέτα και τους χρυσαφένιους φωτισμούς του διευθυντή φωτογραφίας Λάχλαν Μίλνε και ελαφραίνει με τη τρυφερό μουσικό σκορ του Εμίλ Μοσέρι. Ο Τσανγκ δε θα δώσει βάθος, ούτε κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο. Η υπόλοιπη αμερικανοκορεατική κοινότητα περισσότερο υποννοείται, παρά αποτυπώνεται, η διαδρομή αυτής της οικογένειας από την Ανατολή στη Δύση δεν εξετάζεται ποτέ, η απόσταση (ή η αφομοίωση) της κουλτούρας τους με τον νέο τους τόπο παραμένει σε μία επιδερμική περιγραφή.

Κι αυτό είναι και το πρόβλημα της ταινίας. Παρόλη την παλιομοδίτικα κλασική κοψιά του νοσταλγικού δράματος, ο Τσανγκ δεν καταφέρνει κάτι πιο εμβριθές από μία επιφανειακή οικειότητα με τους ήρωές του και την ιστορία τους. Ο θεατής καταλαβαίνει, αλλά δεν αισθάνεται. Κι αυτό είναι παράξενο καθώς αρκετές φορές χειραγωγείται το συναίσθημα (όταν οι γονείς φωνάζουν, τα παιδιά τούς πετούν σαίτες από σελίδες των τετραδίων τους που γράφουν «σας παρακαλούμε, μην τσακώνεστε»), υπογραμμίζονται χαριτωμένα κλισέ (από το ακαταμάχητα χαριτωμένο αγοράκι μέχρι την γοητευτικά σκανταλιάρα γιαγιά), οι ηθοποιοί αναλώνονται κι αυτοί σε προβλέψιμες εντάσεις (η οσκαρική Γιουν Για-χουνγκ διασώζεται και επάξια ξεχωρίζει, καθώς έχει και τον πιο πιπεράτο ρόλο) και το σενάριο καταφεύγει σε δυο τελευταίες πράξεις που επιλύουν τόσο εύκολα και ευκολοχώνευτα όλα τα θέματα.

Το «μινάρι» είναι ένα έντονα αρωματικό αγριόχορτο, με σκληρό βλαστό και σαρκώδεις μίσχους. Εχει την ιδιότητα να πολλαπλασιάζεται μόνο του και να αποκτά έκταση και όγκο. Θα θέλαμε το ίδιο να κάνει και η ταινία. Να σπέρνει ένα διάλογο που δεν θα στέκεται καλλιγραφικά στο νου, αλλά θα ριζώνει στην καρδιά και στη συλλογική συνείδηση. Δυστυχώς, παρόλη την αγάπη και την επιβράβευση του αμερικανικού κοινού, εμείς τη γευτήκαμε ως καρίκευμα.