Ο Χέκτορ Π. Βαλέντι, απόγονος μία εκκεντρικής πλούσιας οικογένειας της Νέας Υόρκης, αλλά ο ίδιος αποτυχημένος στο μιούζικαλ θέαμα που ονειρεύεται να κατακτήσει, ανακαλύπτει έναν θησαυρό: έναν μικρό κροκόδειλο που... τραγουδάει. Τον ονομάζει «Λάιλ», τον παίρνει σπίτι και τον εκπαιδεύει στην μουσική και το χορό. Θα εμφανιστούν μαζί σε ένα από τα διάσημα τηλεοπτικά ριάλιτι που ανακαλύπτουν ταλέντα και, σίγουρα, θα κερδίσουν! Θα γίνουν πλούσιοι και διάσημοι. Μόνο που ο larger-than-life Χέκτορ δεν έχει αφουγκραστεί σωστά τον μικρό Λάιλ: μπορεί να αγαπάει το τραγούδι, αλλά είναι πολύ ντροπαλός. Μπροστά στο κοινό παθαίνει τρακ και δεν ανοίγει το στόμα του. Τότε ο Χέκτορ (ο οποίος είχε υποθηκεύσει το σπίτι του για αυτό το τελευταίο κόλπο) τον εγκαταλείπει στη σοφίτα και φεύγει, αναζητώντας αλλού τη δόξα.

Μετά από λίγο καιρό, στο παλιό νεοϋορκέζικο σπίτι μετακομίζει η οικογένεια των Πριμ. Ο μικρός γιος της οικογένειας φοβόταν υπερβολικά να ζήσει στο Μανχάταν. Ο Τζος είναι, έτσι κι αλλιώς, ένα τρομαγμένο παιδί. Φοβάται το σκοτάδι, φοβάται τους θορύβους, φοβάται να ξεχωρίσει στο σχολείο. Ντροπαλός και εσωστρεφής, θέλει να παραμένει αόρατος. Μέχρι που ανακαλύπτει τον Λάιλ στη σοφίτα. Και μέσα από αυτή τη φιλία, ο ένας θα μάθει στον άλλον να μη φοβάται.

Οι Τζος Γκόρντον και Γουιλ Σπεκ (δημιουργοί κωμωδιών της τάξεως του «The Switch» και «Office Christmas Party») παίρνουν τα πολύ αγαπημένα για την Αμερική παιδικά βιβλία του Μπέρναρντ Γουάμπερ, με τις ιστορίες του γλυκού και παρεξηγημένου κροκόδειλου και τα μεταφέρουν στην μεγάλη οθόνη ως ένα παραμυθένιο μιούζικαλ για όλη την οικογένεια.

Οι μουσικές σεκάνς με φόντο την νυχτερινή, μαγική Νέα Υόρκη (μία πόλη που ακόμα και οι κροκόδειλοι θα άξιζε να πρωταγωνιστούν στο Μπρόντγουεϊ) είναι όντως μαγικές. Ο Λάιλ είναι αξιαγάπητος ως μπουνταλάς, ντροπαλός ήρωας που ανασταίνεται όταν τραγουδά και πληγώνεται όταν οι άνθρωποι τρομάζουν στην όψη του. Κι ο Χαβιέ Μπαρδέμ σε ρόλο λιμοκοντόρου, μικρο τυχοδιώκτη, τσαρλατάνου με μεγάλα φιλόδοξα όνειρα είναι υπερβολικός μεν, αλλά απολαυστικός.

Κάπου εκεί σταματούν τα καλά. Παρόλες τις ιδέες που υφαίνονται μέσα στην πλοκή (δεν είναι μόνο ο Τζος που χρειάζεται να αλλάξει τη ζωή του, το ίδιο και οι ενήλικοι γύρω του) η νερόβραστη, γλυκερή απεικόνιση των υπόλοιπων χαρακτήρων δεν επιτρέπει στον θεατή που έχει περάσει τα 10 του χρόνια να συνδεθεί με τα μηνύματα της ταινίας. Ολα μοιάζουν προβλέψιμα και σχηματικά.

Επίσης, όχι τόσο επιτυχημένη η επιλογή του πιτσιρικά Γουίνσλοου Φίγκλεϊ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι δύσκολο τελικά να βρεθεί ένα πιτσιρίκι που να αγκαλιάζει τον «εξωγήινο» νέο του φίλο, με ντροπαλότητα και θάρρος που θα απογείωναν και ποδήλατα μέχρι το φεγγάρι. Δεν είναι ερωτεύσιμος αυτός ο πιτσιρικάς.

Αυτό που μένει στο τέλος είναι ένας γλυκός καθησυχασμός: το καλό θα νικήσει και όλοι θα αγαπηθούμε με όλες μας τις διαφορετικότητες. Δεν το λες και λίγο.