Η Λουσία, μία νεαρή σερβιτόρα σε εστιατόριο της Μαδρίτης, βασανίζεται από την αγωνία για τον επί χρόνια σύντροφό της. Ο Λορένζο, ένας συγγραφέας που προσπαθεί να τελειώσει το τελευταίο μυθιστόρημά του, βασανίζεται από δαίμονες και καταθλιπτικά σκοτάδια. Η Λουσία νομίζει ότι φταίνε οι ιστορίες του - ο ήρωάς του οδηγείται από τα πάθη του κι οδηγεί τις συντρόφους του σε τραγωδίες. Δεν ξέρει όμως ότι όσα περιγράφει ο εραστής της είναι αυτοβιογραφικά. Ενα βράδυ, το ένστικτό της την οδηγεί να φύγει νωρίτερα από τη δουλειά και να τρέξει στο σπίτι τους. Το βρίσκει άδειο. Ενα σημείωμα της λέει αντίο για πάντα κι ένα τηλεφώνημα από την αστυνομία την πληροφορεί ότι ο Λορένζο σκοτώθηκε. Σοκαρισμένη, δραπετεύει κι η ίδια από την πόλη. Καταφεύγει στο νησί του - αυτό που της μιλούσε με ενθουσιασμό αλλά δεν την πήγε ποτέ. Εκεί, με ένα γύρισμα της τύχης, η Λουσία θα συναντηθεί, χωρίς να το ξέρει, με μία ακόμα ηρωίδα του βιβλίου και σταδιακά θα αρχίσει να ανακαλύπτει την αλήθεια...

Σε όλη τη δεκαετία του 90, ο Χούλιο Μέντεμ υπήρξε το τρομερό παιδί του ισπανικού σινεμά - «Αγελάδες» (1992), «Κόκκινος Σκίουρος» (1993), «Γη» (1996). Οι ταινίες του είχαν ένα φρέσκο, αριστοτεχνικό βλέμμα και ακροπατούσαν ανάμεσα σε κάτι τολμηρά μεταφυσικό, αλλά συναισθηματικά βαθιά αληθινό. Αποκορύφωμα, «Οι Εραστές του Αρκτικού Κύκλου» (1999), το υπνωτικό, μεγαλόπνοο κινηματογραφικό του ποίημα για τους καρμικούς κύκλους της ζωής και την αέναη δύναμη της αγάπης.

Κάπου εκεί όμως, ο Ισπανός σκηνοθέτης μοιάζει να έχασε τον άξονά του. Πάντα του άρεσε να παίζει με το μυαλό του θεατή, να κατασκευάζει μυστηριώδεις σεναριακούς λαβύρινθους, να παίζει με το χρόνο και τον τόπο, τα όνειρα, τη φαντασία και την πραγματικότητα. Ομως παλιότερα το έκανε κρατώντας το χαλινάρι με αυτοπεποίθηση και καθαρό βλέμμα. Από την «Λουσία και το Σεξ» μοιάζει να πέφτει την παγίδα της αμετροέπειας. Το κατακερματισμένο του σενάριο, το μπέρδεμα των ιστοριών του, το δραματουργικό του χάος, δεν συνδέονται ποτέ σε κάτι ολόκληρο, μεστό, ουσιαστικό.

Σεναριακά, είναι προφανές ότι η πρόθεσή του είναι να καταθέσει ένα φροϋδικό κινηματογραφικό δοκίμιο για το σεξ - την ενστικτώδη επικοινωνία, την ανίκητη έλξη, τη ζωώδη κινητήριο δύναμη, τις υποσυνείδητες επιλογές που κάνουμε με τις ορμές μας. Ο Λορένζο έτσι συνδέεται με τον κόσμο και τον εαυτό του - τον πραγματικό και τον λογοτεχνικό. Οι τρεις ερωμένες του βιβλίου και της ζωής του συμβολίζουν και κομμάτια των αναγκών του: η Ελένα τον κάνει πατέρα, η Λουσία τον εμπνέει να αγαπήσει βαθιά, η Μπελέν του επιτρέπει την αφιλτράριστη φαντασίωση κι αυτό οδηγεί σε τραγωδία.

Κινηματογραφικά, αυτή τη φορά επιλέγει ψηφιακές κάμερες κι ο φωτογράφος του Κίκα ντε λα Ρίκα έχει την εντολή να καίει τα πλάνα μέσα στην καυτή καλοκαιρινή αντηλιά, ή να κάνει κοντινά στην πανσέληνο που κατευθύνει τους χυμούς στα κορμιά και σεληνιάζει τις αισθήσεις. Ολα συμβολίζουν τον μυστηριώδη αισθησιασμό που κρατά το τιμόνι της ταινίας, αλλά και το κάψιμο των ηρώων - όχι μόνο από σεξουαλική ορμή, αλλά κι από τις λάθος επιλογές τους.

Προς τιμήν του, ο Μέντεμ δεν επιλέγει να βάλει για εντυπωσιασμό το σεξ στο επίκεντρο και τον τίτλο του, αλλά και στο ζουμ του φακού του. Κινηματογραφεί τόσο το γυναικείο, όσο και το αντρικό κορμί αλογόκριτα, τολμηρά. Με διαφορετικές τονικότητες, φωτισμούς, στιλ - άλλες φορές τρυφερό και ντελικάτο, άλλες παθιασμένα απογειωτικό, άλλες μελαγχολικό, άλλες αυτοκαταστροφικά κτηνώδες. Πάντα φωτογενές και έντονο και εθιστικό.

Ομως, χωρίς μία γερή βάση στην ιστορία, μία ξεκάθαρη σύνδεση με τους ήρες, ο θεατής δεν φτάνει στην κορύφωση. Εχει χαθεί. Ολα μοιάζουν θολά και ταυτόχρονα δυσβάσταχτα. Ολα καταλήγουν σε ένα ναρκισσιστικό παιχνίδι του δημιουργού με το έργο του. Ενώ υπήρχε η τέλεια ευκαιρία να προσφέρει την ίδια πρόκληση, την ίδια μεταφυσική, καρμική, ψυχαναλυτική προσέγγιση, εμπλουτισμένη όμως με μία μεστή δραματουργία που θα πέταγε τα περιττά.

Το νησί του Λορένζο είναι κούφιο γεμάτο σπηλιές και τρύπες. Κάπου εκεί έπεσε και χάθηκε και η ταινία.