Παλίνδρομη (ή καρκινική) γραφή: συμμετρικές λέξεις, οι οποίες μπορούν να διαβαστούν είτε από την αρχή, είτε από το τέλος.

Η Ανα κι ο Οτο συναντιούνται πιτσιρίκια, στην αυλή του δημοτικού τους σχολείου. Και οι δύο μεγαλώνουν σε διαλυμένες οικογένειες - ο πατέρας της Ανα, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο πατέρας του Οτο χώρισε την μητέρα του γιατί σταμάτησε να την αγαπά. Είναι και τα δύο μοναχά παιδιά, όχι απλώς μοναχοπαίδια - για αυτό και η γνωριμία τους λειτουργεί ως βάλσαμο στα βαθιά τραύματά τους. Εκείνη, τον βλέπει ως μετενσάρκωση της αγάπης του πατέρα της, που τόσο της λείπει. Εκείνος, πολύ απλά, την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Μπορεί να είναι πολύ μικρός για να καταλάβει τα συναισθήματά του, αλλά τις τα κάνει σαΐτες και της τα εκτοξεύει στην αυλή του σχολείου. Ειρωνικά, τα βέλη του έρωτά του θα αστοχήσουν και θα βρουν άλλους παραλήπτες. Την μητέρα της Ανα και τον πατέρα του, που ερωτεύονται και παντρεύονται. Τώρα η Ανα κι ο Οτο μεγαλώνουν στο ίδιο σπίτι, αλλά δεν νιώθουν ποτέ αδέλφια. Είναι ξεκάθαρα κάτι ακόμα πιο ισχυρό. Στην εφηβεία θα γίνουν ζευγάρι, αλλά όσες συμπτώσεις τούς έχουν φέρει μαζί, τόσες τραγωδίες θα τους χωρίσουν. Χρόνια μετά, η Ανα κι Οτο θα ξανασυναντηθούν, στον Αρκτικό Κύκλο. Εκεί που ο ήλιος του μεσονυχτίου κάνει κύκλους στον ουρανό, αλλά δεν δύει ποτέ. Εκεί που κάθε τέλος είναι αρχή, και κάθε αρχή τέλος.

Και η Ανα κι ο Οτο, αλλά κι ο Μέντεμ (Medem) έχουν παλίνδρομα ονόματα. Κι αυτό, φυσικά, δεν είναι σύμπτωση. Γιατί ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης δεν πιστεύει στις συμπτώσεις. Πιστεύει στην μοίρα, κάτι για εκείνον εντελώς διαφορετικό. Οι συμπτώσεις βασίζονται στο τυχαίο. Η μοίρα είναι η ίδια η τύχη. Είναι το μυστήριο ένστικτο που γεννά το στομάχι μας, κάνει 360 μοίρες γύρω από τον άξονα του μυαλού, για να εξηγηθεί τελικά από την καρδιά. Το 1998, λίγο πριν ο 20ος αιώνας κάνει το δικό του κύκλο, ο Χούλιο Μέντεμ («Γη», «Κόκκινος Σκίουρος», «Αγελάδες») επιλέγει να γράψει και να σκηνοθετήσει μία ταινία για τους κύκλους της ύπαρξής μας. Ενα φιλοσοφικό θεώρημα για τις ανθρώπινες σχέσεις που στην ουσία δεν τελειώνουν ούτε με το χωρισμό, ούτε με το θάνατο. Ενα ρομαντικό μανιφέστο για τους ανθρώπους που πεισματικά περιμένουν να μάς συναντήσουν, για να έχει το οποιοδήποτε νόημα ο κύκλος της ζωής τους.

Γιατί ναι, ο φιλοσοφικός στοχασμός της ταινίας, μία Κισλοφσκική διατριβή στην αγάπη, την απώλεια, τη ζωή και το θάνατο είναι σημαντικός και παρών. Οπως κι ο Κισλόφσκι όμως, έτσι κι ο Μέντεμ, φυτιλιάζει την ακαδημαϊκή, εγκεφαλική διάσταση της ιστορίας του με αρχέγονο συναίσθημα - λαχτάρα, πάθος, πόνο, τύψεις, εξιλέωση, ατέρμονη προσμονή. Αν αγαπήσεις την ταινία, αυτό είναι που τρυπώνει μέσα σου, αυτό εκρήγνυται, αυτό κουβαλάς για πάντα. Το είδες στην μεγάλη οθόνη, το φώτισαν οι Λευκές Νύχτες του Αρκτικού Κύκλου: υπάρχει κάτι που νιώθεις, κάτι που δεν τελειώνει, κάτι που δεν πεθαίνει. Κάτι που δε θα καταφέρεις να εξηγήσεις ποτέ, κι αν είσαι τυχερός θα το καταλάβει ένας ακόμα.

Κι αν όλα αυτά δεν είναι από μόνα τους πολύ φιλόδοξα και σύνθετα, ο Μέντεμ ρισκάρει ακόμα περισσότερο. Μεταφέρει το σύμβολο του κύκλου και στην κατασκευή της ταινίας. Στην ουσία, φτιάχνει μία παλίνδρομη ταινία. Το τέλος είναι η αρχή της. Η αφήγηση κάνει κύκλους (ηθοποιοί σε τρεις διαφορετικές ηλικίες ερμηνεύουν την Ανα και τον Οτο), που τέμνονται και χωρίζουν, μάς επιστρέφουν στο παρελθόν με flashbacks ή μάς ψυθιρίζουν το μέλλον με φλασιές στιγμών που θα εξηγηθούν στην ώρα τους. Ποτέ όμως δε χάνεσαι. Ο Μέντεμ σε καθοδηγεί με αυτοπεποίθηση, κρατά το μοντάζ και τον ρυθμό του σφιχτό, δεν χάνει ποτέ τον στόχο του. Ολα έχουν μια κατάληξη, έναν προορισμό. Τον Αρκτικό Κύκλο. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Το ίδιο το ταξίδι προς τα εκεί θα είναι μαγικό, αλλά κι αγωνιώδες. Η ωστική δύναμη της αγάπης αποτυπώνεται σε επιβλητικό σινεμασκόπ μαγικού ρεαλισμού, αστραφτερή φωτογραφία, αλλά και σφιχτά κοντινά στα ακόμα πιο λαμπερά μάτια των πρωταγωνιστών. Η αγωνία της αβεβαιότητας της όμως ενορχηστρώνεται σαν χιτσκοκικό θρίλερ (καθόλου τυχαία, το πρώτο πλάνο υποκλίνεται στον «Δεσμώτη του Ιλίγγου»). Ο Οτο δεν ξέρει αν η Ανα τον αγαπά, ή το φαντάστηκε, και τα φύλλα των δέντρων του κήπου θροΐζουν απειλητικά, φωτοσκιάζουν το πρόσωπό του, χτίζουν μία ατμόσφαιρα επικινδυνότητας, έντασης, μόνιμης ανησυχίας. Αυτό τον κόμπο που νιώθει ο άνθρωπος όταν τολμά να ερωτευθεί. Και ρισκάρει να εγκαταλειφθεί.

Η Ανα δεν ξέρει αν ο Οτο θα έρθει να τη βρει. Μπορεί και να την ξέχασε. Παίρνει την καρέκλα της, κάθεται με αποφασιστικότητα (και ζηλευτή βεβαίοτητα) και περιμένει. Θα έρθει. Οχι μόνο ο Οτο. Κάτι περισσότερο. H σύμπτωση που της χρωστάει η ζωή. Το κάρμα της. Ομως το φόντο του μαγευτικού ημερονυκτίου ουρανού, στοιχειώνουν οι μελαγχολικές μουσικές του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας (συχνού συνεργάτη και του Αλμοδόβαρ) και το ελαφίσιο βλέμμα της Νάγια Νίμρι, που την ερμηνεύει, φευγαλέα σκοτεινιάζοντας.

Κι ο κύκλος της λαχτάρας και της ματαιότητας, ξεκινά από την αρχή. Μάς χρωστάει στα αλήθεια τίποτα η ζωή; Θα έρθει ποτέ αυτό που περιμένουμε; Θα μείνει;