«Είναι τέτοια ευτυχία να είσαι ερωτευμένη με τον άνθρωπο που θαυμάζεις.» Κάπως έτσι, με μια γλυκιά, κοριτσίστικη, θαμπωμένη φωνή ξεκινά η νέα ταινία του Μισέλ Χαζαναβίσιους (μετά το κλασικό, πια, «The Artist» και το ας-το-ξεχάσουμε «The Search»), που αποφασίζει, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, να καταπιαστεί με τη μεγαλύτερη ιερή αγελάδα του σινεμά, τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ενώ εκείνος είναι ακόμη εν ζωή κι ακόμη ρηξικέλευθος, προβοκάτορας και μισάνθρωπος. Και καταφέρνει να κάνει μια γοητευτική κομεντί, κλείνοντας μέσα της τη μεγάλη εσωτερική σύγκρουση ενός δημιουργού που, στο απόγειο της καριέρας του, αποφάσισε να κόψει τους δεσμούς του με την τέχνη του. Αλλά με χαμόγελο.
Διαβάστε ακόμη: «Η ειρωνεία είναι καλύτερη από τη νοσταλγία!» Ο Λουί Γκαρέλ μιλάει στο Flix για το «Γκοντάρ, Αγάπη μου»
Η αφήγηση ανήκει στην Αν Βιαζέμσκι, τη 19χρονη δεύτερη σύζυγο του Γκοντάρ (μετά την Ανα Καρίνα), και μούσα του Μπρεσόν στο «Au Hasard Balthazar», μια και βασίζεται στο δικό της βιβλίο για τη σχέση της με τον auteur. Είναι η αρχή του 1968, το ζευγάρι είναι ερωτευμένο και νιόπαντρο (εκείνος το Αγιο Πνεύμα, εκείνη μια σταγόνα δροσιάς), ο Γκοντάρ, ορκισμένος Μαοϊστής, έχει μόλις τελειώσει το «La Chinoise» που δεν αρέσει σε κάνεναν άνθρωπο, ούτε καν στους Κινέζους και το Παρίσι βγαίνει ορμητικά στους δρόμους, κηρύσσοντας την επανάσταση στο κατεστημένο.
Ο Γκοντάρ συνειδητοποιεί, με τρόμο, ότι έχει ο ίδιος γίνει το κατεστημένο στο οποίο ανέκαθεν αντιδρούσε. Είναι διάσημος και σεβάσμιος, ο κόσμος που συναντά στο δρόμο τον χαιρετά και του ζητά να κάνει κι άλλες από τις «αστείες» ταινίες του με τον Μπελμοντό, σαν το «Με Κομμένη την Ανάσα», ή έστω και την «Περιφρόνηση». Κυκλοφορεί μόνιμα με τα σκούρα γυαλιά του, το prop της αναγνωρισιμότητάς του, τα οποία πώς γίνεται και κάθε δυο λεπτά, σε κάθε πορεία και κάθε διαδήλωση, του πέφτουν κάτω και σπάνε, καθιστώντας τον τυφλό στα γεγονότα. Ο Γκοντάρ ήθελε ανέκαθεν να είναι επαναστάτης. Τι θα κάνει τώρα που η επανάσταση γίνεται χωρίς αυτόν;
Ο Μισέλ Χαζαναβίσιους έχει την εξυπνάδα να κάνει, όχι μια βιογραφία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, αλλά μια ταινία για τη βαθιά ρήξη του σκηνοθέτη με την τέχνη του. Και την καμουφλάρει ως ένα φιλμ χαριτωμένο κι ελαφρύ, ακριβώς μ' αυτή την ανεμελιά των ταινιών του Γκοντάρ που του ζητούσαν οι θεατές του (και από τον Χαζαναβίσιους επίσης, χωρίς να συγκρίνουμε τα ανόμοια). Το ίδιο το φιλμ ασκείται σε αναφορές στη φόρμα του Γκοντάρ, με μεσότιτλους ή φράσεις γραμμένες στους δρόμους του Παρισιού απ' όπου περνούν οι ήρωες, που ανατρέπουν όσα λέγονται στους διαλόγους, ή με μια ολόκληρη σεκάνς σε αρνητικό, ή με άλλα μικρά τεχνάσματα που σε προετοιμάζουν για μια γκονταρική ανατροπή αλλά, ευτυχώς, δεν μένει εκεί, ούτε εξαντλεί την κοινότυπη, αυτή, ιδέα.
Αντίθετα, ξετυλίγει μια χρωματιστή και γλυκιά καραμέλα, μια ταινία όπου θα μπορούσε να παίζει ένας γρουσούζης Ροκ Χάντσον και μια καλόβολη Ντόρις Ντέι, μπολιάζοντάς τη με τα μεγαλύτερα διλήμματα ενός σπουδαίου μυαλού. Κάτω από την επιφάνεια, κάτω από το υπέροχο στιλιζάρισμα του '60, τις σινεφιλικές αναφορές, το παιχνιδιάρικο χιούμορ που κρατά διαρκώς την ενέργεια ψηλά, μιλά για τον Γκοντάρ με κατανόηση και θαυμασμό, για έναν σκηνοθέτη μοναδικό και διαφορετικό που, συνειδητοποιώντας πως η εποχή του τον ξεπέρασε, πως η γενιά που ο ίδιος έχτισε, επαναστατεί εναντίον του, πως οι νέοι τον θεωρούν μεγάλο, γύρισε την πλάτη του στους ανθρώπους και στο σινεμά όπως το ξέραμε. Ακούγοντας στο ραδιόφωνο για το λανσάρισμα του νέου γαλλικού υποβρυχίου «Redoutable», που, βαρύ και ερμητικά κλειστό, φοβερό και τρομερό κάνει τη σταθερή πορεία του κάτω από το νερό, φοβάται μην μεταμορφώνεται σ' αυτό το υποβρύχιο και πηγαίνει ακόμα πιο βαθιά για να πάρει ανάσα.
Δίπλα στη Στέισι Μάρτιν (του «Nymphomaniac») που, σωστή εικόνα της πανέμορφης αθωότητας, γεμίζει το βλέμμα της με σκέψη και κρίση, δίπλα στο «ζευγάρι φίλων» της Μπερενίς Μπεζό και του Μισά Λεσκό, ο Λουί Γκαρέλ ενσαρκώνει με έμπνευση και μπρίο τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Πατώντας πάνω στη μανιέρα τού χαρακτηριστικού ψευδίσματος του σκηνοθέτη, απομακρυσμένος από τη δική του αυθάδη ομορφιά, χτίζει έναν ήρωα με έντονο κωμικό στοιχείο, συνθέτοντας δημιουργικά την προσωπικότητα του Γκοντάρ, ταυτόχρονα στιβαρή και παραπαίουσα.
Αλλά κι ολόκληρη η ταινία, τόσο τολμηρή και με τόση χάρη, μπορεί να εξαγριώσει τους πουρίστες θαυμαστές του Γκοντάρ, αλλά ουσιαστικά είναι ένας φόρος τιμής στον ίδιο και το σινεμά του. Παρουσιάζοντάς τον ως μια ενοχλητική, αλαζονική, προβληματισμένη και προβληματική ιδιοφυΐα, ο Χαζαναβίσιους φτιάχνει ένα πορτρέτο του Ζαν-Λικ Γκοντάρ με αγάπη και θαυμασμό, τονίζοντας, κάτω από την επίφαση της ψυχαγωγίας, το μεγαλύτερό του και πιο καινοτόμο πλεονέκτημα: αυτό του να μπορεί ένας καλλιτέχνης, στο απόγειο της δόξας του, να αναθεωρήσει τον εαυτό του. Κι αυτό είναι, πραγματικά, ένα μεγάλο κομπλιμέντο.