Οπως μας ενημερώνουν οι λακωνικοί τίτλοι στην αρχή της ταινίας, στην Αργεντινή του 1977 η στρατιωτική δικτατορία είχε βρει έναν ακόμα ευρηματικό τρόπο για να εκτελεί τους μυριάδες πολιτικούς κρατουμένους της: ρίχνοντάς τους, μισοναρκωμένους αλλά ακόμα ζωντανούς, στη θάλασσα από πολεμικά αεροσκάφη. Ο Τομάς Κόμπλικ βρίσκεται πιλότος σε μία από αυτές τις ανατριχιαστικές πτήσεις θανάτου, αλλά στοιχειωμένος από τις ενοχές προτιμά να λιποτακτήσει και να αναζητήσει καταφύγιο σε ένα απομονωμένο επαρχιακό χωριό όπου ένας παλιός του φίλος θα του δώσει δουλειά στο ψεκαστικό του αεροπλάνο.

Μόνο που, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, τίποτα δεν αποδεικνύεται πιο δύσκολο από το να ξεφύγεις από το παρελθόν σου. Αν και αναπόφευκτα μια τέτοια ιστορία θα μπορούσε εύκολα να διαβαστεί ως μια αλληγορία για το ίδιο το σκοτεινό παρελθόν της Αργεντινής και των φριχτών (και συχνά μαζικών) εγκλημάτων που σπιλώνουν την Ιστορία της, ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος Σεμπάστιαν Μπόρενζταϊν («Η Αγελάδα που Επεσε από τον Ουρανό») εγκαταλείπει σε αυτό το πρώτο επίπεδο τις όποιες πολιτικές διαστάσεις για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά σε ένα μεθοδικό θρίλερ χαρακτήρων με αρκούντως αγχωτική αλλά μάλλον προβλέψιμη πορεία.

Ο πανταχού παρών αλλά πάντοτε αξιόπιστος Ρικάρντο Νταρίν (ένας Αργεντινός Τόνι Σερβίλο, που –όπως και ο Ιταλός συνάδελφός του– μοιάζει να παίζει παντού αλλά καταφέρνει να βγει αλώβητος και από την κάθε είδους μετριότητα) ερμηνεύει αβίαστα τον χαρακτήρα του Τομάς, με μια βασανισμένη στωικότητα που φέρνει στο νου τους ήρωες των κλασικών γουέστερν, καταφέρνοντας να παραμείνει πειστικός ακόμα κι όταν οι πράξεις του δεν είναι πάντα αληθοφανείς και συχνά κάθε άλλο παρά συμβαδίζουν με εκείνες ενός κυνηγημένου που προσπαθεί να κρατήσει διακριτικό προφίλ.

Σύντομα ο Τομάς θα βρεθεί ξανά αντιμέτωπος με τη διαφθορά των αρχών, αυτή τη φορά στο πρόσωπο ενός αδίστακτου ντόπιου αστυνομικού του οποίου τραβά την προσοχή, αλλά και μπλεγμένος σε παράνομο ειδύλλιο με μια νεαρή γυναίκα, παγιδευμένη κι αυτή με τη σειρά της σε μια βάναυση και, όπως θα αποδειχθεί, διεστραμμένη σχέση. Μόνο που σε αντίθεση με άλλα πιο πετυχημένα θρίλερ με ταραγμένο πολιτικό υπόβαθρο (το προ διετίας, ισπανικό «Μικρό Νησί» έρχεται, για παράδειγμα, στο μυαλό), όπου το βίαιο συλλογικό παρελθόν εισβάλλει και αντανακλάται στο παρόν των ηρώων σαν μια αναπόδραστη συνέχεια, στην περίπτωση του «Πιλότου» οι συγκρούσεις αυτές, όσο καλοκουρδισμένες κι αν είναι, φαντάζουν απλοϊκές και τετριμμένες, κατασκευασμένες μονάχα για να οδηγήσουν με μελετημένη ακρίβεια σε ένα εκρηκτικό αλλά, κατά τα άλλα, μάλλον αδικαιολόγητο φινάλε.

Οσο για το love story, παρά τη χημεία και τις φιλότιμες προσπάθειες των δύο πρωταγωνιστών, αυτό φλερτάρει επικίνδυνα με ένα πιο δραματικό Αρλεκιν, όταν στην προσπάθειά του να καλλιεργήσει έναν οδυνηρό ρομαντισμό ο Μπόρενζταϊν βάζει την Ινμα Κουέστα να ξεπροβάλλει μέσα από τη βροχή, καβάλα σε άλογο, για να συναντήσει τον εντός ολίγου εραστή της.