Στην Ισπανία του 1980, στο στενό, πιεσμένο διάστημα όταν η χώρα προσπαθεί να περάσει από τη δικτατορία του Φράνκο σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία, δυο αστυνομικοί βρίσκονται, με το αυτοκίνητό τους χαλασμένο, σε μια μικρή κοινότητα στις ελώδεις όχθες του Γουαδαλκιβίρ, με αποστολή να εξιχνιάσουν την εξαφάνιση δυο κοριτσιών, δυο έφηβων αδερφών. Οσο βυθίζονται στην πραγματική και την ηθική λάσπη, όσο διαπιστώνουν ότι η υπόθεσή τους αποτελεί μέρος ενός φρικτότερου όλου, η μετέωρη λαϊκή κοινωνία της Ισπανίας παίρνει την ευθύνη της στο έγκλημα.
Χωρίς περιστροφές, αυτό είναι μάλλον το καλύτερο θρίλερ της χρονιάς. Με υπομονή στο ρυθμό του, αλλά χωρίς στιγμή να χάνει την ένταση ενός αστυνομικού μυστηρίου, ο Αλμπέρτο Ροντρίγκες φτιάχνει μια ταινία με το σκηνοθετικό, πολιτικό, διαβρωμένο υπόβαθρο της «Chinatown» και την ατμόσφαιρα του υγρού εφιάλτη του «True Detective». Δυο άντρες, οι αστυνομικοί Χουαν και Πέδρο, αντίθετοι μεταξύ τους, ο ένας μεγαλύτερος, εκπρόσωπος του μέχρι πρόσφατα κραταιού απολυταρχικού καθεστώτος, ο άλλος νέος, με υποτιθέμενα νέες και καθαρές ιδέες, προσπαθούν να γεφυρώσουν ό,τι τους χωρίζει, μέσα στην καχυποψία που σκεπάζει ολόκληρη τη χώρα. Ο Χαβιέρ Γκουτιέρες, πνιγμένος στις ενοχές μέσα στο στοχαστικό βλέμμα του και ο Ραούλ Αρέβαλο (τόσο διαφορετικός από τον αεροσυνοδό του «Δεν Κρατιέμαι» του Αλμοδόβαρ), κρατούν χαμηλούς τόνους σε δυο γεμάτες περιεχόμενο ερμηνείες, πλαισιωμένοι από δευτεραγωνιστές που όσο είναι περαστικοί, άλλο τόσο είναι αναγνωρίσιμοι ήρωες μιας κλασικής τραγωδίας, ή ενός φροντισμένου νεονουάρ.
Ο Ροντρίγκες κάνει σινεμά είδους, με τον αυθεντικότερο τρόπο, αλλά ταυτόχρονα μελετά, διακριτικά, ένα άλλο έγκλημα, την εποχή του Φράνκο και τ’ απόνερά της, τοποθετώντας την πολιτική στο βάθος, σ’ έναν κρεμασμένο στον τοίχο σταυρό «στολισμένο» με τις φωτογραφίες του Φράνκο και του Χίτλερ, στην απεργία των αγροτών που σιγοβράζει, στην κλασική μικρή κοινότητα που κρύβει μόνο ενοχή, αλλά κλείνει τα μάτια γιατί έτσι έχει μάθει να κάνει, γιατί όλοι είναι τόσο βρώμικοι όσο ο διπλανός τους, όλοι κρύβουν τα ίδια νοσηρά μυστικά.
Το ντεκόρ όπου είναι τοποθετημένη η ιστορία είναι ο τέλειος σύμμαχος κι ο Ροντρίγκες ακολουθεί τον αργό ρυθμό του, τα βήματα που προχωρούν δύσκολα μέσα στο έλος, στο χωράφι, στις ρουφήχτρες του υγρού χώματος. Εκεί, στο έλος, κρύβονται εύκολα κι η απέραντη άγνοια, η μοναξιά, το μυστήριο κι ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τη φύση σα λειτουργικό κομμάτι της πλοκής. Ο ρεαλισμός της ιστορίας αμβλύνεται με τη λευκή φωτογραφία, ξεθωριασμένη, που κάνει τη σκληρή αλήθεια να μοιάζει με όνειρο ή με ανάμνηση. Τη δράση που εκτυλίσσεται στη γη, κυριολεκτικά στο χώμα, ο Ροντρίγκες επιλέγει κάθε τόσο να την κινηματογραφήσει από πάνω, από τον ουρανό, κάθετα, από εκεί απ’ όπου ίσως κοιτάζει ένας αμελής Θεός, κάνοντας τους ήρωες και τους κατοίκους της κοινότητας να μοιάζουν με ποντικάκια παγιδευμένα σ’ ένα γεμάτο αδιέξοδα λαβύρινθο, προσθέτοντας στην αίσθηση του μοιραίου, του κυνισμού που διατρέχει ολόκληρη την ταινία.
Το σεναριακό φινάλε, παρότι είναι τοποθετημένο σε μια υπέροχα σκηνοθετημένη καταδίωξη κάτω από ποτάμια βροχής, μοιάζει εύκολο σε σχέση με τη λεπτομέρεια που προηγείται, η αποκάλυψη του ενόχου ελαφρώς ξεφουσκώνει το build up. Εχοντας, όμως, φτάσει ως εκεί, λίγο σε νοιάζει πραγματικά, μια και ο αληθινός εφιάλτης, εκείνος όχι του φόνου αλλά της ζωής σε μια σκοτεινή χρονική στιγμή, έχει απλωθεί καθολικά, σιωπηλά, πάνω απ’ όλη την ταινία και παραμένει, υπέροχα, πολύ μετά το τέλος της.