Λος Αντζελες, αρχές της δεκαετίας του '70, όπου τα διαγγέλματα του Ρίτσαρντ Νίξον και το θρίλερ της σύλληψης του Μάνσον μπερδεύονται με τα παιδιά των λουλουδιών, τις ζωικές αύρες, τη γενική αίσθηση ότι όλα επιτρέπονται και τα ναρκωτικά κάθε είδους. Μέσα σ' αυτόν τον κόσμο, ο Ντοκ Σπορτέλο, ένας private eye που ρολάρει τον ένα μπάφο μετά τον άλλον, προσπαθεί να εντοπίσει τον παλιό του έρωτα, τη μοιραία Σάστα Φέι και, παράλληλα, να εκθέσει τον εγκληματία μεγαλομεσίτη Μίκι Γκούλφμαν. Στη διαδρομή του θα εισβάλλουν ο διοικητής της τοπικής αστυνομίας που δυσκολεύεται να συγκρατεί την οργή του, ένας μουσικός που φέρεται ως νεκρός ενώ ζει σ' ένα αμφίβολου προσανατολισμού new age κοινόβιο, μια χίπι νεράιδα που ερμηνεύει το παρόν και το μέλλον κι ένα καράβι με ύποπτο φορτίο.
Αν η υπόθεση της ταινίας ακούγεται μπλεγμένη, ειλικρινά δεν έχει καμιά σημασία. Ο Πολ Τόμας Αντερσον διασκευάζει το (πιο προσιτό, ομολογουμένως), ομότιτλο μυθιστόρημα του Τόμας Πίντσον σε μια ταινία που έχει, ευτυχώς, πολλά περισσότερα να πει από μια απλή αστυνομική ιστορία. Αν υπάρχει ένας κοινός άξονας ανάμεσα σε όλες τις ταινίες του Αντερσον, από το «Hard 8» και το «Boogie Nights» μέχρι το «There Will Be Blood» και το «The Master», είναι ότι ο σκηνοθέτης υπηρετεί απόλυτα, κάθε φορά, το όραμά του. Ετσι κι εδώ, ακολουθώντας το ύφος του νουάρ για ν’ αποτυπώσει το «χάσιμο» μιας ολόκληρης εποχής, των εκπροσώπων της αντικουλτούρας του ’70, από τα ναρκωτικά κι από το μπέρδεμα των κατευθύνσεων και των προτύπων τους, ο Αντερσον το μεταφέρει όχι στην πλοκή της ταινίας του, αλλά στην ίδια την ταινία, στη σκηνοθεσία, στο ρυθμό της, στην ουσία της. Κομμάτια της πλοκής χάνονται, σ’ ένα γοητευτικό «άφημα», οι κωμικές στιγμές είναι ξεκαρδιστικές και ταυτόχρονα απίστευτα προφανείς, γκαφατζίδικες, οι μισοί διάλογοι είναι κρυμμένοι σε μια εγκεφαλική μουρμούρα. Εκεί όπου το κλασικό νουάρ συναντά την ανατροπή του, στο σταυροδρόμι του «Big Sleep» και του «Big Lebowski», ο Αντερσον στήνει ένα χασικλίδικο αριστούργημα, που κυματίζει στον άυλο καπνό ενός τσιγάρου.
Η αστυνομική ιστορία είναι μόνο αφορμή, για να αναδυθεί ο Ντοκ Σπορτέλο, ένας ήρωας μεγαλειώδης και ταυτόχρονα ένα τίποτα, ένας loser που βγαίνει πικραμένος νικητής, ένας μονίμως αταίριαστος αντιήρωας που προτιμά τα «ταξίδια» απ’ το ν’ αντιμετωπίζει την πραγματικότητα και, συνήθως, αυτό του βγαίνει σε καλό. Μέσα από μια μελέτη, κλασική στο νουάρ, των σχέσεων του έρωτα και του ανταγωνισμού, ο Αντερσον στήνει μια κατάσταση σε limbo, μετέωρη, όχι μακρινή από τη δική μας, αν κάποιος θέλει να το δει κι έτσι: την εποχή (του ’70, ή του σήμερα), όπου αφήνεις την πραγματικότητα να σε προσπερνά, απαθής κι απορημένος, μπλαζέ, «αλλού», αμέτοχος στη ροή του χρόνου.
Για να σχεδιάσει, τόσο αυθεντικά, την εποχή και το μέρος που περιγράφει, ο Αντερσον χρησιμοποιεί τους σταθερούς του συνεργάτες, τον ενδυματολόγο Μαρκ Μπρίτζες, τον σκηνογράφο Ντέιβιντ Κρανκ, την καλλιτεχνική διευθύντρια Ρουθ Ντε Τζονγκ, που αναπλάθουν το flower power στο Venice Beach με την ίδια άνεση που δημιούργησαν την εικόνα του «There Will Be Blood» και του «The Master», αλλά και των τελευταίων ταινιών του Τέρενς Μάλικ. Ακόμα πιο καθοριστική στην ατμόσφαιρα της εποχής και της ταινίας, η φωτογραφία του Ρόμπερτ Ελσγουιτ, απαλή σαν το ηλιοβασίλεμα, με μια, θολή από τη ζέστη, στοργή και νοσταλγία και, εναλλάξ, σκοτεινή όσο το πιο κλασικό, αστικό, νυχτερινό νουάρ τοπίο. Μαζί και τ’ ακούσματα της μουσικής του Τζόνι Γκρίνγουντ και των seventies pop τραγουδιών που αποτελούν το soundtrack του μυαλού του Ντοκ Σπορτέλο.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Γιοακίν Φίνιξ είναι ο ιδανικός σύμμαχος του Πολ Τόμας Αντερσον, με μια ερμηνεία που μοιάζει… επικίνδυνα για την υγεία του φυσική, αλλά κρύβει σπουδαία ακρίβεια και λεπτομέρεια. Η αποκάλυψη του φιλμ είναι η πανέμορφη Κάθριν Γουότερστον στο ρόλο της Σάστα, ο Τζος Μπρόλιν ως Επιθεωρητής «Bigfoot» Μπιόρνσεν φτιάνει έναν από τους πιο διασκεδαστικούς ρόλους της καριέρας του, ενώ οι μικρές εμφανίσεις ηθοποιών σαν τη Ρις Γουίδερσπουν, τον Μάρτιν Σορτ, τον Οουεν Γουίλσον, αλλά και της μουσικού Τζοάνα Νιούσομ προσθέτουν αλατοπίπερο στην εκκεντρικότητα της ταινίας.
Ο όρος «stoner movie» έχει εφευρεθεί για ταινίες σαν το «Εμφυτο Ελάττωμα» αλλά λίγες φορές ακολουθούν την ταυτότητά τους με τόση πίστη, στήνοντας ένα φιλμ συναρπαστικό, αρκεί να παραδοθεί κανείς άνευ όρων στο σύμπαν του, ν’ αφήσει την αίσθησή του ν’ απλωθεί, αντί ν’ αναζητά ρεαλισμό ή σχέσεις αιτιότητας. Η νέα ταινία του Πολ Τόμας Αντερσον ανήκει σ’ ένα είδος σινεμά τολμηρό και ενάντια σε κάθε καλλιτεχνική ενοχή, μια ταινία απελευθερωμένη και, γι’ αυτό, εκπληκτικά απελευθερωτική. Ναι, μπορεί να μην καταλάβετε τι τρέχει, αλλά θα νιώσετε τα πάντα.