Βασισμένος σε ένα διήγημα του συμπατριώτη του, συγγραφέα Γιάροσλαβ Ιβάσκιεβιτς (στο έργο του οποίου θα επανερχόταν, διασκευάζοντάς το κινηματογραφικά και στα μεταγενέστερα «Οι Δεσποινίδες του Βίλκο» του 1979 και «Γλυκιά Εξαψη» του 2009), ο Αντρέι Βάιντα αφήνει για λίγο κατά μέρος το έντονα πολιτικο-κοινωνικό, αντιπολεμικό και ιστορικό περιεχόμενο των περισσότερων από τις ταινίες με τις οποίες έγινε διάσημος (όπως το «Kanal», το «Στάχτες και Διαμάντια» ή ο «Ανθρωπος από Μάρμαρο») για να εξερευνήσει κάτι πολύ πιο οικουμενικό: την ανθρώπινη συμπεριφορά μπροστά στην αναπόφευκτη απειλή του θανάτου.
Ενας άντρας που πενθεί ακόμα για τον θάνατο της συζύγου του, ενώ το μυαλό του τριβελίζει διαρκώς η ιδέα της πιθανής απιστίας της, δέχεται την επίσκεψη του φυματικού αδελφού του, ο οποίος περιμένοντας στωικά το τέλος προσπαθεί με κάθε τρόπο να εκμεταλλευτεί την πρόσκαιρη αναλαμπή ζωντάνιας που βιώνει το σώμα του. Η συμβίωσή τους στο σπίτι του πρώτου στην εξοχή, περικυκλωμένοι από ένα ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον που ακολουθεί τη δική του αδιατάρακτη πορεία, αναδεικνύεται από τον Βάιντα σε μια έντονη, διαρκή αντιπαράθεση της παραίτησης με την έσχατη μάχη, της πικρίας με μια σχεδόν παράλογα ενθουσιώδη αποδοχή της ζωής ως έχει.
Μολονότι κάθε στιχομυθία, κάθε σκηνή της ταινίας, μοιάζει να στοιχειώνεται από τη βαριά σκιά του θανάτου, ως πένθος ή ως επικρεμάμενη απειλή, ο Βάιντα μετατρέπει αυτή την εκ πρώτης όψεως θανατερή ιστορία σε ένα από τα πιο υπόκωφα παθιασμένα, λυρικά, εικαστικά συναρπαστικά και εν τέλει ειλικρινά αισιόδοξα έργα του, ανακαλύπτοντας την ομορφιά στα πιο απρόσμενα μέρη: στο φευγαλέα λουσμένο στο φως πρόσωπο ενός παιδιού, σε μια νυχτερινή ερωτική συνάντηση, σε ένα λιβάδι με πικραλίδες, σε μια μελωδία παιγμένη στο πιάνο, στο ίδιο το δάσος των ασημένιων κορμών του τίτλου, ασχέτως αν κρύβει ανάμεσά του μνήματα.
Αν και το «Δάσος με τις Σημύδες» παραμένει μέχρι τέλους σε κάποιο βαθμό αινιγματικό όσον αφορά τα κίνητρα και τις ενίοτε αψυχολόγητες ή υπερβολικές αντιδράσεις των ηρώων του, αυτή ακριβώς η φαινομενική αδυναμία μετουσιώνεται σε προτέρημα, καθώς ο Βάιντα την ενσωματώνει στις συχνά μυστηριώδεις δυνάμεις της φύσης, αναδεικνύοντας τα ανθρώπινα πάθη ως αναπόσπαστο μέρος του αέναου κύκλου της, για να εξυμνήσει με έναν διακριτικά μεγαλειώδη τρόπο τη δίψα για ζωή και τη δύναμη της συγχώρεσης.